Τσούζουν λίγο τα μάτια μου από
χτες. Θα ήθελα να μη ξημέρωνε τόσο νωρίς το πρωί μόνο για σήμερα. Για σήμερα
που έχασα τον εαυτό μου στα πλακάκια του μπάνιου καθώς φορούσα την αντηλιακή.
Με αποστόμωσαν μερικές λέξεις που είπα κι έχασα τη φωνή μου σχεδόν για το
υπόλοιπο της μέρας. Τα χείλη μου πληγιάστηκαν και πάλι και θα με κρατήσουν
τιμωρημένη μέχρι να πάρω πίσω όλα όσα είπα. Μη μου πιάνεις τα μαλλιά. Δε μου
αρέσει σου λέω! Πιάσε μου την πλάτη, εκεί δε θα σου μιλάω μέχρι να μου πεις.
Ακούω την αναπνοή σου στη διαπασών. Μου τρυπάει τ’ αυτιά τη καρδιά σου και το τρέμουλο
του κορμιού σου μου προκαλεί ναυτία. Μικραίνουν τα μάτια μου τόσο που βλέπω όλο
τον κόσμο έξω μέσα από τις κόρες των ματιών μου και ξέρω πως δεν είναι γιοί,
κόρες είναι το αποφάσισα όταν ήμουν στο σεμινάριο του καλού μου του Φρανκ. Σήμερα
μου είπαν στη δουλειά πως με το δεξί παίρνεις λεφτά κι εγώ άφησα την αριστερή,
κι άρχισα να ξύνω τη δεξιά μου παλάμη. Οφθαλμαπάτη, μη φανταστείς. Σήμερα θα μιλήσω στον
αόρατο φίλο που είχα ως τα πέντε. Ενηλικιώθηκε μαζί μου και τώρα μπορεί και μου
τα χώνει άφοβα κι εγώ ατρόμητη στέκομαι όρθια μπροστά του σε θέση αντεπίθεσης.
Μου μοιάζω λίγο εσένα. Μαζεύω όλο το κορμί μου στο κέντρο μου. Κουλουριάζομαι
και περιμένω απλά την παραμικρή κίνηση για να ξεδιπλώσω το κορμί μου με φόρα
και ορμήσω πάνω σου και γαντζωθώ από την πλάτη σου με τα νύχια μου κι εσύ θα
αφήσεις μια κραυγή όμοια με τη δική μου. Έπιασα έναν καρκίνο σήμερα όταν έκανα
εξέταση σε μια Γυναίκα. Με τα ίδια μου τα χέρια, αλλά δε το είπα σε κανένα.
Στον δεξί μαστό της. Σεβασμός σε άξιο αντίπαλο. Παρηγορητικά λόγια στο πάτωμα
του υπολογιστή. Και μια μικρή με τράβηξε από το μπατζάκι της στολής μου και μου
ζήτησε να την πάω στην τουαλέτα. Να σου συστήσω τον αόρατο φίλο μου. Κάθεται
πότε εδώ και πότε εδώ. Άσπρισαν οι κρόταφοί του αλλά έχει πάντα το ίδιο
σαρκαστικό χιούμορ. Και από τότε που μαλώσαμε δε ξαναμιλήσαμε ποτέ. Χτες τη
νύχτα καθόμουν στο κρεβάτι της κρεβατοκάμαρας κι έκλαιγα με λυγμούς πιάνοντας
το δεξί μου χέρι. Άκουγα τη φωνή σου να γελάει με τον πόνο μου. Πονάω γαμώ το
κέρατό μου κι εσύ γελάς. Τράβα μέσα. Φύγε! Δε μπορώ να ακούω τον σαρκασμό σου. Δε
θυμάμαι πότε έκλαψα τόσο πολύ από σωματικό πόνο. Νομίζω κοντά στα έξι. Τότε που
είχα σπάσει για δεύτερη φορά το χέρι μου στο ίδιο σημείο. Με τον ίδιο τρόπο της
υπεροψίας. ‘‘ Μπορώ και μόνη μου….’’. Και τώρα που ακόμα γελάς εγώ νιώθω απελευθερωμένη
από έναν κόμπο στον δεξί μου καρπό που κουβαλούσα εδώ και δύο δεκαετίες τουλάχιστον.
Κοίτα το χέρι μου! Κουνιέται έτσι κι έτσι κι έτσι. Κοίτα! Χωρίς φόβο! Κοίτα!
Απλά δεν είχα φανταστεί ποτέ μου πόσο πολύ πονάει ένας κόμπος όταν σπάει.
Ειδικά όταν έχει γίνει αναπόσπαστο κομμάτι ενός σημείου του κορμιού μου. Κοίτα
με, χωρίς να γελάς, κοίτα με πόσο ελεύθερη μπορώ να κινούμαι μέσα μου! Νυχτώνει
και μου έλειψε μια βόλτα με το αμάξι στο κέντρο τη πόλης χωρίς φωνές. Παρατηρώ κάθε
λογής χρώμα που περνάει από δίπλα μου και γίνομαι σοφότερη. Ανακαλύπτομαι μέσα
σε συμπεριφορές φευγαλέες χωρίς κανένα ίχνος παρελθόντος. Στριμωγμένη στη σειρά
περιμένω τουλάχιστον τρία φανάρια καιρό μέχρι να ξεκινήσω και πάλι από την αρχή.
Τόσο απέχω από τη γνώση σου. Τρία φανάρια χρόνος. Σε έχω φανταστεί να με
παρατηρείς από απόσταση ακόμα και όταν είσαι κάπου γύρω μου. μου αρέσει η ιδέα
να με κοιτάς με κάποιον τρόπο κι επιστρατεύω όλη τη γοητεία μου για να σε
αποπλανήσω. Είχα ξεχάσει το χαμόγελό μου
στον κάδο ανακύκλωσης που πέταξες τις προάλλες από αφηρημάδα. Είχα πάνω από δυο
μέρες να φερθώ όπως μου ταίριαζε και ξαφνικά νιώθω έξω από τα νερά μου. Και
σήμερα που είπα πως θα κολυμπήσω φοβήθηκα πως η περίοδός μου πάλι θα
καθυστερήσει κι αν πάει πάνω από δύο βδομάδες θα κρατήσω παρακαταθήκη ένα ωάριο
ακόμα πριν το τέλος. Άλλαξα σεντόνια σήμερα. Μου λείπουν κάτι με ροζ τριαντάφυλλα,
κάτι πορτοκαλί με πράσινο και κάτι με μπλε καρδούλες. Περίεργο να μου λείπει
κάτι που δεν ήταν δικό μου ποτέ. Ίσως επειδή έκανα πως ήταν σαν δικό μου γι
αυτό να μου λείπει. Και τώρα που μπορώ και περπατάω ξυπόλυτη χωρίς να
ανατριχιάζω και τόσο μπορώ να πω πως έρχεται το καλοκαίρι…
Θέλω καινούρια
καλοκαιρινά
σανδάλια
Από το Μοναστηράκι
νούμερο τριάντα οκτώ
και μισό.