Κατηφόριζες την Αγίας Σοφίας
όταν σε είδα τυχαια για δεύτερη φορά. Φορούσες εκείνο το άθλιο βρώμικο τζίν που
μύριζε φορμόλη απο μακριά. Είχες πεθάνει μέσα σε εκείνο το τζιν αλλά δε το
είχες καταλάβει. Οι αρβύλες σου βρωμούσαν, είχες πατήσει σκατά σκύλου και τα
κουβαλούσες σε όλη την Αγίας Σοφίας αλλά εσύ ήσουν τόσο παθητικός που κατέληξες
απο φιλόσοφος να γίνεις αδιάφορος και να ξεπαστρέψεις με τη μία όλα τα ζωτικής
σημασίας απωθημένα σου. Εγώ ανέβαινα κι εσύ κατέβαινες. Σταμάτησα και στάθηκα
ακίνητη και σε κοιτούσα να περπατάς με τα χέρια στις τσέπες σαν κανένα
ξιπασμένο πρεζόνι και σαν τα ξιπασμένα πράγματα και συναισθήματα χειρότερο δεν
έχω. Έφτασες στο ύψος μου. Με προσπέρασες κι εγώ έμεινα εκεί ακίνητη σαν να σε
παρατηρούσα πια με την πλάτη καθώς χανόσουν. Σταμάτησες για λίγο και έκανες
μερικά βήματα προς τα πίσω με την όπισθεν σαν να γύριζες την ταινία προς την
αρχή. Στάθηκες δίπλα μου και ακούμπησες τον δεξί μου ώμο με τον δεξί τον δικό
σου. Έμοιαζε να είμαστε πρόσωπο με πρόσωπο αλλά ήμασταν ώμο με ώμο. Μου είπες
"Αγρίεψες", σου είπα "Βρωμάς, πάτησες σκατά σκύλου και σκατά ζωής",
μου είπες "Δε σε ξέχασα ποτέ να ξέρεις και ας μεγαλώσαμε", σου είπα
"ό,τι αγάπησα δεν είναι πάνω σου, είναι μέσα σου", μου είπες "Πέρασαν δεκαπέντε χρόνια", σου είπα "Τα χρόνια περνούν η ώρα δε περνάει"
κρέμασες και πάλι στα χέρια σου δίπλα στο σώμα σου. Κρέμασα κι εγώ τα δικά μου.
Τα δάχτυλά μας αγγίχτηκαν. Εσύ τράβηξες τα δικά σου κι εγώ τέντωνα τα δικά μου
να σε βρω σαν σε πηχτό σκοτάδι. Σε ένιωσα. Σε γράπωσα. Πέρασα τα δάχτυλά μου ανάμεσα
στα δικά σου έτσι όπως καθόμασταν ώμο με ώμο ακουμπισμένοι. Μου τα έσφιξες. Σου
είπα "Συγνώμη για τότε". Κι εσύ μου είπες "Σ' αγαπούσα"