6.2.11

2πρ

Έγινε σαββατοκύριακο και τα πατζούρια άνοιξαν και μπήκε ήλιος σήμερα και μου πόνεσε τα μάτια.  Πέρασε καιρός από τότε που μπήκε ήλιος την τελευταία φορά σε αυτό το δωμάτιο. Εδώ και μια βδομάδα ήμουν καθισμένη στον καναπέ πράττοντας την απραξία και αυτό ήταν το πιο εποικοδομητικό πράγμα που έκανα από τότε που σταμάτησα από τη δουλειά. Δουλειά… τι άσχημη λέξη…
Η τελευταία μέρα πριν την πρώτη είναι πάντα ιδιαίτερη. Είναι γεμάτη από ανασφάλειες και λίγη γκρίνια που δεν εκδηλώνεται σωστά και πεθαίνει λίγο μετά που δύει ο ήλιος και μετά όλα πάλι σκοτεινιάζουν και βρίσκω για άλλη μια φορά το φώς μου μέσα στις λάμψεις των κεριών που είναι ένας κύλινδρος που στη βάση και στην κορυφή του απαρτίζεται από δύο κύκλους που πρέπει να βρω την ακτίνα ρ για να μπορέσω να βρω τη διάμετρό τους που είναι 2ρ αν θυμάμαι καλά. Και όλα αυτά με την προϋπόθεση το κερί να μην είναι λιωμένο, γιατί αν είναι έχει κύκλο μόνο κάτω γιατί πάνω έλιωσε ο κύκλος κι έγινε ένα σχήμα χωρίς μορφή και υπόσταση-βήχω σαν φυματική – οπότε δε μπορώ να συγκρίνω τον ένα με τον άλλο οπότε όλη η προσπάθεια πάει στον κουβά.
Η ώρα είναι 19.41-επιτελους τα ανολοκλήρωτα φάνηκαν- και από το μπάνιο ακούω νερά να τρέχουν. Έχω μια αίσθηση κούρασης αύτη τη στιγμή. Όχι στα πόδια μου, ούτε στα χέρια μου. Στο κεφάλι περισσότερο...
Αύριο η μέρα θα είναι αλλιώς, θα είναι διαφορετική, ούτε καλύτερη, ούτε χειρότερη απλά διαφορετική κι έτσι θα έχω το πλεονέκτημα να απόλαυσω καινούριες σκέψεις, και να πω καινούριες καλημέρες, έξω σκοτείνιασε, επιτέλους, και σε λίγο θα ανάψει το τζάκι και το μόνο που θέλω είναι να ανέβω στη σοφίτα και να μείνω εκεί κλεισμένη μέχρι να υπάρξει λόγος για να βγω ξανά. Νιώθω ένα μούδιασμα στο στήθος αριστερά που δεν είναι σωματική βλάβη, νιώθω τα δάχτυλά μου να προδίδουν τις σκέψεις μου, νιώθω το κεφάλι μου κουρασμένο λες και δανείστηκα το κεφάλι κάποιου άλλου που είναι γεμάτο από σκέψεις που δε μπορώ να αποκωδικοποιήσω, αρά και να διώξω. Νιώθω λίγη και ταυτόχρονα πολλή, νιώθω ό,τι δε μπορώ να νιώσω και δε νιώθω τα αυτονόητα. Έχω μια τάση να φοβάμαι σήμερα, σηκώθηκα φοβισμένη, έδωσα στον φόβο μου μορφή και αυτός ήρθε και κάθισε δίπλα μου στον καναπέ και μου ζητάει καφέ κι εγώ τολμώ να τον κοιτάξω μόνο με την άκρη του δεξιού ματιού μου... δεν είναι δικός μου ο φόβος αυτός, δε ξέρω ποιανού είναι, δε ξέρω ποιος μου τον φόρτωσε και γιατί. Δε φοβάμαι τίποτα. Εκτός από σήμερα. Και σήμερα φοβάμαι γιατί εκείνος ήρθε και με βρήκε, αποβραδίς μάλλον, και μάλιστα ακάλεστος και γεμάτος αγένεια ήρθε και θρονιάστηκε στη φλέβα που χτυπάει στο μέτωπο μου...
Αύριο όλα θα είναι αλλιώς. Πως αλλιώς δε ξέρω να σου πω, δεν έχω απαντήσεις.
Έχω να γράψω στο γραφείο από τότε που ήμουν είκοσι εννιά και τώρα μου φαίνεται περίεργο που είμαι εδώ στο γραφείο, και μάλιστα το εφηβικό, εκείνο που διάβαζα Βιολογία Δέσμης στις 02.00 το πρωί που όλοι κοιμόντουσαν κι εγώ άναβα κρυφά τα πρώτα μου τσιγάρα γιατί η μάνα τσατιζόταν όταν με έβλεπε να καπνίζω. Το γραφείο ήταν στην μπαλκονόπορτα δίπλα κι εγώ χάζευα δυο ζωές την πόλη που ήταν φωτισμένη απέναντί μου και μια ζωή μόνο αφιερωνόμουν στο διάβασμα.  Και μου αποσπούσε το κενό που είχα στο κεφάλι μου η κόρνα και το φρενάρισμα ενός αμαξιού κοντά στο κέντρο της πόλης και μια φωνή  ‘‘Κοίτα ένα μαλάκα βραδιάτικα!’’ κι έπειτα ένα σπινιάρισμα κι έπειτα μια σιωπή εκκωφαντική σαν βόμβα στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Κι έπειτα η ησυχία ενός άλλου απότομου φρεναρίσματος μέχρι που ξημέρωνε κι εγώ κοιμόμουν πριν πάω ξανά στο μάθημα. Κι έπειτα ήρθε η Σχολή που αν δεν ήταν αυτό που ήθελα μάλλον δε θα πήγαινα ποτέ μου γιατί από τότε σιχαινόμουν το πρωινό ξύπνημα-μακάρι να κοιμόμουν όλη μέρα και να ήμουν ξύπνια όλη νύχτα- και από τότε αποφάσισα πως θα κάνω μια δουλειά που δε θα χρειάζεται πάντα να ξυπνάω από το χάραμα άρα θα μπορώ να κοιμάμαι στις 03.00 το πρωί όπως σου υπόσχομαι εδώ και μερικούς μήνες και ας μη το έκανα ποτέ μου. Και φυσικά το έκανα και αύριο δε θα πάω για δουλειά το χάραμα αλλά θα πάω στις 10.00 για να  σχολάσω στις 16.00 και να είμαι σπίτι στις 16.30 και να μη μαγειρέψω ούτε αύριο γιατί έχουμε τρία φαγητά στο ψυγείο ενώ κάποιοι δεν έχουν ούτε ένα.
Σε ακούω, μη νομίζεις, σε ακούω να προσπαθείς να ανάψεις τζάκι να μου κάνεις έκπληξη όταν βγω από την κρυψώνα του γραφείου μου που κάνει κρύο και φοράω πέντε ζακέτες για να ζεσταθώ και πάλι δε τα καταφέρνω.  Χάλασε η έκπληξη σου αλλά εγώ θα κάνω πως δε το ήξερα κι έτσι θα ανοίξω διάπλατα τα μάτια μου για να μη σε πληγώσω που η έκπληξή σου χάθηκε. Κι αν κάνεις πως δε διαβάζεις, δε θα μάθεις ποτέ πως το ήξερα από πριν. Κι έτσι όλοι θα είμαστε χαρούμενοι ακόμα και τα ξύλα που καίγονται γιατί θα έχουν εκπληρώσει τον σκοπό τους. Το ξέρεις πως στον αριστερό μου παράμεσο κατοικούσε μια ακίδα που μόλις την έβγαλα γιατί  με ενοχλούσε στο τακ τακ του πληκτρολογίου; Όχι, δε το ξέρεις γιατί αν το ήξερες θα μου το είχες φιλήσει από προχτές και θα είχε περάσει…