18.10.14

Εxpectation


Απο τότε που μεγάλωσα άλλαξα. Είναι αυτή η ανωμαλία του μεγαλώνω αλλά ένα παιδί χοροπηδάει στην κοιλιά μου. Περιμένω τα ταγμένα μου, ο Άγιος Βασίλης μου είπε πως καλό Φλεβάρη θα μου φέρει το δικό μου το δώρο, "δε πειράζει" του είπα "αρκεί να ξέρω πως θα μου φέρεις το δώρο μου τον Φλεβάρη" του ξαναείπα, χτες μου έπιασε τα χέρια μου και τα έβαλε μέσα στα δικά του, "αλήθεια" μου είπε, "αλήθεια θα σου το φέρω" μου ξαναείπε, εγώ ένιωσα μέσα μου να φυτρώνουν υπομονές και κουράγια, "για ένα ομορφότερο αύριο" είπα, "για ένα ομορφότερο αύριο" μου είπε, άρχισα να φαντάζομαι πάλι εκείνο το ξύλινο σπιτάκι μπροστά στη λίμνη και τη σούπερ ντούπερ ζωή μου, ο Σάος βήχει απο χτές το βράδυ, εγώ ανέβασα πυρετό, έκανα εμετό και δροσίστηκα, εσύ είχες θυμό με κάτι αλλά τι δε μου είπες ακόμα, έφυγες πάλι για Αθήνα, τί σκατά ρε πούστη μου, εγώ την Αθήνα την αγαπούσα πολύ και τώρα την απεχθάνομαι, είναι σουρλουλού και χωρίζει ανθρώπους, θέλω να κλάψω, να κλάψω, δε θέλω να φύγεις, κάθε φορά που φεύγεις φεύγει μαζί με σένα κι ο ένας μου νεφρός, τουλάχιστον μία μου πλευρά, και το ένα μου το μάγουλο κοκκινίζει σαν να έφαγα σφαλιάρα, δε ξέρω πότε θα έρθεις πίσω, δε ξέρω πότε θα έρθεις ξανά, πέρασα σχεδόν μια βδομάδα μαζί σου, πέρασα σχεδόν μια ζωή, μη φεύγεις το κέρατό μου, μη φεύγεις, δε γουστάρω να ζω μόνη μου πια, μετράω μήνες -άντε στα μέσα ο Οκτώβρης, όλος ο Νοέμβρης, Δεκέμβρης Χριστούγεννα - μισός και αυτός-, άντε Γενάρης και τον Φλεβάρη πάλι πίσω λένε τα προγνωστικά. Έτσι λένε. Νιώθω σαν πεντάχρονο που του τάξανε κούνιες μετά το μεσημεριανό σπανακόρυζο, πεντάχρονο που κοροϊδεύτηκε και κούνιες δε πήγε ποτέ, γιατί γαμώ το κέρατό μου δε πήγα στις κούνιες αφού έφαγα το κωλοσπανακόρυζο, βία, βία ψυχολογική και εκπληρωμένη πίσω απο τα ανεκπλήρωτα, πέρασαν τα χρόνια, έγιναν σχεδόν πέντε, έγινα σχεδόν τριάντα έξι, μου λείπουν τα χείλη σου σαν στήθος μαμάς, μου λείπει το κορμί σου σαν παιδικό καρουζέλ, έλα να αγαπηθούμε όπως παλιά, θέλω αγκαλιές και χάδια, απο σένα, απο σένα που αγαπήθηκα όσο δεν αγαπήθηκα απο κανέναν άλλο, πάντα με είχες στα ώπα ώπα, ότι ήθελα το είχα, πάντα τα καλύτερα, μόνο τα καλύτερα, δε δεχόσουν τίποτα λιγότερο για μένα, μόνο το καλύτερο, δεν καταλαβαίνω γιατί για τα καλύτερα προϋποθέτουν την ώρα του αποχωρισμού που κάθε φορά τρυπάει το στέρνο και βγαίνει απο την πλάτη και στάνταρ ως την επόμενη φορά έχω χάσει απο τις τρύπες ένα πλευρό ή έναν νεφρό. Διεκδικώ τη ζωή μου απο αόρατους εχθρούς, ισχυρούς, θέλω να γυρίσεις πριν τα μυαλά μου χυθούν στον καφέ τοίχο απέναντι απο το τζάκι, να γυρίσεις γιατί φέτος το σπίτι θα έχει ζέστη, έχει σύννεφα σήμερα, τί υπέροχος καιρός με συννεφιά, πιάσε δυο σύννεφα για μεζέ να έχουμε να τρώμε μέχρι να γυρίσεις, θα τρώω σύννεφα ώσπου να γυρίσεις, μόνο μη λείψεις πολύ γιατί τα σύννεφα δε μένουν για πολύ, θα γίνουν πάλι νερό και θα κλαίω απο εδώ ως την άκρη του κόσμου. Όσο έκλαψα απο τότε που σε γνώρισα, δεν έκλαψα ολόκληρη τη ζωή μου. Είναι που σε περιμένω πάντα. Είναι και που τρώω μόνο σύννεφα μέχρι να γυρίσεις.

Τέλος φόρμας