Εντάξει, έχω γίνει σαν στρόγγυλο τάπερ, περπατάω σαν πάπια και τα βυζιά μου πονάνε αλλά δε γκρινιάζω. Εννοώ δε γκρινιάζω πολύ. Αλλά εσύ αντέχεις, έτσι δεν είναι; Σήμερα πήρα σαράντα μία φορές τηλέφωνο σε ένα τηλέφωνο που δεν υπήρχε εκείνη τη στιγμή για μένα. Το μυαλό μου κόλλησε σε εικόνες στις δεκαέξι Δεκεμβρίου του δύο χιλιάδες τρία και ξύπνησα κλαμένη. Και η γυναικεία φωνή δίπλα μου με ρωτούσε τι μου συμβαίνει κι εγώ της έλεγα πως έχασα γύρω στα πέντε λεπτά- που δεν ήταν πέντε ήταν πολλά περισσότερα τελικά- που δε θυμάμαι που είναι και θέλω να τα ανακτήσω μαζί με τα δεδομένα τους. Την ρώτησα αν ξέρει να μου πει που είναι αλλά βρήκα απορημένα μάτια που δεν τα έβλεπα γιατί ήταν κρυμμένα πίσω από την κουρτίνα του διπλανού κρεβατιού κι όμως τα έβλεπα να με κοιτάζουν τόσο έντονα, τόσο έντονα και όταν γύρισα στις αισθήσεις μου εκείνα χάθηκαν και ρώτησα μια περαστική αν ήταν κάποια κοπέλα εδώ και μου είπε ναι κι εγώ λυπάμαι που δε την θυμάμαι. Έχασα πέντε-και μάλιστα δεν ήταν πέντε- λεπτά. Τα θέλω πίσω. Μου ανήκουν, δε μου ανήκουν; Σήμερα διαπίστωσα πως δε ξέρω αν είμαι καλή στο να δημιουργώ όνειρα στους ανθρώπους. Μερικές φορές τους προσγειώνω ανώμαλα και χάνουν το παραμύθι τους γιατί η ζωή μπαίνει στις διαστάσεις τις μη παραμυθένιες και απομυθοποιούνται με βία. Δε ξέρω πως και γιατί σε πνίγει ένας τόπος. Και οι άνθρωποι; Οι άνθρωποι τι; Είμαι λίγο τρελή; Πολύ θα σου απαντήσω. Ίσως γιατί εγώ μπορώ να ζήσω πάνω σε έναν βράχο όλη μου τη ζωή μαζί σου. Και δε με νοιάζει τίποτε’ άλλο. Είμαι καλυμμένη από μόνη μου, είμαι ευτυχισμένη μαζί σου, είμαι γεμάτη από υλικά χωρίς τόπο, είναι άτοπα, είμαι άτοπη κι εγώ και αυτός είναι ο λόγος που δε με νοιάζουν οι τόποι. Όταν φεύγω δε φεύγω από κάπου. Φεύγω από κάποιους. Η κοιλιά μου είναι φουσκωμένη ακόμα, ψάχνω μερικές γερές καρφίτσες να τρυπούν το κρέας χωρίς να σπάνε για να με τρυπήσω. Περίμενα πως σήμερα θα γύρισα στις πραγματικές μου διαστάσεις αλλά δε το βλέπω να συμβαίνει και απορώ ακόμα και με τον εαυτό μου πως εξαπατήθηκε από τον άλλο εαυτό, τον παρηγορητικό, και με πίστεψε. Σήμερα κλαίω από την ώρα που ξύπνησα, έξω βρέχει από την ώρα που ξύπνησα, τα ρούχα είναι αφημένα τα μισά στην…-χάνω και λέξεις τώρα… πως λένε αυτό που βάζεις τα ρούχα όταν τα βγάζεις από το πλυντήριο πριν τα απλώσεις;… α!-λεκάνη και τα άλλα μισά στο πλυντήριο. Και η μέρα άλλαξε, δεν είναι πια Τρίτη όπως χτες που συνέχισα να γράφω από προχθές είναι Τετάρτη και τα ρούχα τα μισά είναι ακόμα στη λεκάνη και τα άλλα μισά στο πλυντήριο και βρίσκω δικαιολογίες πως δήθεν βρέχει γι αυτό δεν απλώνω και μου φωνάζουν τα μανταλάκια πως σήμερα έχει λιακάδα αλλά εγώ δε ξέρω τίποτα γιατί τα πατζούρια είναι κλειστά και το σαλόνι σκοτεινό. Όχι δεν απαρνιέμαι την Άνοιξη μωρέ… είναι η αγαπημένη μου εποχή. Απλά περνάω περίοδο προσαρμογής. Πρέπει να συνηθίσω τη μέρα και τη λιακάδα. Και προς το παρόν το μυαλό μου είναι κολλημένο στις νύχτες. Μέχρι πριν λίγο καιρό θα σου έλεγα όχι όλες τις νύχτες μόνο τις πιο ερωτικές, αλλά από τότε που όλες έγιναν ερωτικές τις συμπεριλαμβάνω όλες. Σήμερα η μάνα μου έσπασε τα νεύρα, είχαμε να μαλώσουμε ένα χρόνο και μαλώσαμε από εκεί που είχαμε σταματήσει πέρσι. Τίποτα δεν άλλαξε. Ούτε ο εγκέφαλος της ούτε ο δικός μου. Κάθε φορά κάνουμε μαζί ασκήσεις ισχύος αλλά σήμερα μάνα δημιουργήθηκαν τα δεκατέσσερα παιδιά, δικά μου, γονιμοποιήθηκα πλήρως οποτε δε μπορείς να τα βάλεις μαζί μου. Ξέρεις άλλον που να έχει τόσα; Και κάθε φορά που μαλώνουμε με ρωτάει που να με τάξει για να γίνω άνθρωπος κι εγώ της λέω πως περνάω μια χαρά και ως ραδίκι, δε με πειράζει. Προτιμώ να είμαι αγριόχορτο από το να γίνω ο άνθρωπος που θες να γίνω. Άγριο πλάσμα. Πάντα άγριο. Το κορμί μου εδώ και μέρες ερωτεύεται το κορμί σου σε άλλη διάσταση και όχι σε αυτή και αυτό γιατί δε γίνεται αλλιώς. Θα μπορούσα να σου λέω κάθε στιγμή πως σε θέλω αλλά δε το κάνω για να μη ξέρεις το πώς τρέμω όταν σε σκέφτομαι γιατί μετά θα μου λες πως σε θέλω μόνο για το κορμί σου. Νομίζω πως με κοιτάζεις περίεργα. Νομίζω πως δε με πιστεύεις πια. Νομίζω πως αμφισβητείς την ορμή μου κι εντάξει δε φταις εσύ, είναι που προσπαθώ πολλές φορές να την καταπιέσω γιατί περνάω περίοδο επώασης συναισθημάτων και δε γίνεται αλλιώς. Αλλά κάθε φορά που με αγγίζεις, που εισχωρείς μέσα μου, που μπαινοβγαίνεις ρυθμικά και δυνατά και το μυαλό σου με ρωτάει αν πονάω για να πάρεις αλλιώς τη διαδρομή από τον φαλλό σου μέχρι τη μήτρα μου, που ακούς τις ανάσες μου να πνίγουνε μικρές βογκητές κραυγούλες και μερικά ‘‘Σςςςςς’’ κι έπειτα ‘‘Ναι κορίτσι μου’’, ξέρεις, ξέρεις πως το κορμί μου λαχταρά πάντα το δικό σου και πως απλά προσπαθώ να το βρω πίσω από τα κλειστά μου βλέφαρα γιατί δε γίνεται αλλιώς -και πόσο ευτυχισμένη είμαι που σε νιώθω και με τον τρόπο- γιατί αν ήταν αλλιώς θα τίναζα τα μυαλά μου στον αέρα από την έλειψή σου. Και πιο ισχυρή διάσταση που κατάφερα να σπάσω για να σε βρω είναι εκείνη του χρόνου. Κι έκανα τον χρόνο άχρονο. Και είναι και γαμώ να είναι άχρονος ο χρόνος. Και τώρα που σου γράφω μπορώ να μπω από την κλειδαρότρυπα να σε γλύψω κι έπειτα να φύγω πάλι; Μπορώ;