27.8.13

Attic


Είδα στον ύπνο μου το σπίτι στη Χαριλάου. Όσα χρόνια και αν πέρασαν εκεί πάντα θα επιστρέφω για απροσδιόριστες αιτίες. Μικρό, παλιό, σκοτεινό με ξύλινες εσωτερικές πόρτες, απο αυτές με το τζάμι, με αλουμίνια στα παράθυρα, ξέρεις εκείνα τα γκρι που ανοίγανε συρταρωτά, με μάρμαρα κάτω, τόσο μικρό, τόσο σκοτεινό, τόσο εγώ εκείνο το σπίτι. Θα ήθελα να επιστρέψω κάποτε εκεί. Να ανοίξω τη μπαλκονόπορτα να μπει μέσα η κυρία Φλαμουριά να με γεμίσει αρώματα. Ο κύριος Κυπαρίσσης απέναντι να κουνιέται πέρα δώθε στον Βαρδάρη και να σκέφτομαι σε ποιον επόμενο τόνο ο κορμός του θα βρίσκεται στα απλωμένα ρούχα μου. Σε 'κείνο το σπίτι αγάπησα τη βροχή. Έμπαινε μέσα στο σαλόνι μου απο το μεγάλο παράθυρο που το καλοκαίρι ήταν πάντα ανοιχτό και τον χειμώνα άνοιγε μόνο όταν έβρεχε. Ωραίοι οι χειμώνες στην Χαριλάου, ήταν οι τελευταίοι ζεστοί χειμώνες που θυμάμαι. Οι χειμώνες στο Πλαγιάρι είναι παγωμένοι και υγροί. Αδίστακτοι. Τρυπώνουν μέσα απο τα κουφώματα, μπαίνουν απο την θέα μου ύπουλα και κουκουλώνονται πίσω απο μένα μπροστά στο τζάκι. Το μάτι γίνεται αχόρταγο, βλέπω πέρα απο τη νοητή γραμμή του ορίζοντα το βουνό και τη θάλασσα αλλά λείπει η κυρία Φλαμουριά, ο κύριος Κυπαρίσσης και κάνει κρύο αδηφάγο και αλύπητο. Τρέμω τους χειμώνες στο Πλαγιάρι. Και όταν λέμε τρέμω, εννοούμε τρέμω. Αλλά όταν κοιτώ τα ηλιοβασιλέματα και τη σοφίτα μου παύω να υπάρχω απο την τόση ομορφιά..