12.10.10

Μπααααα… δε μπορώ να σου γράψω απόψε. Μη νομίζεις πως δε θέλω ή δεν έχω να σου πω κάτι απλά οι ήχοι μάλλον είναι πιο δυνατοί από τους ήχους των σκέψεών μου και αποπροσανατολίζομαι. Κάνω το μυαλό μου παπάρα στη βροχή και το ξεχνάω στον πάγκο της κουζίνας. Εκείνο μουλιάζει, γίνεται νιανια και πέφτει σε νιρβάνα. Τα ξύλα είναι πιο βρεγμένα από το μυαλό και δε λένε να καούν με τίποτα. Το τζάκι ίσα που ανάβει και χτες κοιμήθηκα δώδεκα ώρες και σήμερα νυστάζω από τις οκτώ παρά εικοσιπέντε αλλά κάνω κουράγιο για να δω το όνειρο του μεσονυχτίου που αν κοιμηθώ πιο νωρίς θα με πουλήσει κι εγώ δεν έχω λεφτά να με αγοράσω πίσω. Το πόδι μου έχει ένα σημάδι που νομίζω τελικά πως είναι εκ γενετής απλά μεταφέρθηκε από το γόνατο στον δεξί αστράγαλο. Είδες που σου είπα πως θα το κάνω; Το έκανα… ζωντάνεψα το κομμάτι του εαυτού μου που ζει, γεννιέται και πεθαίνει κάθε εικοσιτέσσερις ώρες. Μεταλλάσσομαι νομίζω. Σε τι, δεν έχω ιδέα. Οι αλλαγές του σώματός μου είναι αλλαγές του ίδιου μου του εαυτού. Θα καθίσω απέναντί σου, μπροστά στον καθρέφτη τον μεγάλο στην κρεβατοκάμαρα, θα ξεβρακώσω τα πάντα μου και θα κάνω σβούρες γύρω από τον εαυτό μου. Θα σε ρωτήσω αν σου αρέσω και θα κρατάω την ανάσα μου μέχρι να μου πεις ναι. Και το ξέρω πως δεν υπάρχει άλλη πιθανή απάντηση από ‘σένα. Λες και μ’ αγαπάς σε όλες μου τις εκδοχές. Ακόμα και αν πεθάνω σε εικοσιτέσσερις ώρες πάλι θα με αγαπάς αν ξέρεις πως μου αρέσει να το κάνω. Πάω στη σοφίτα. Βαρέθηκα…..



Τη Λιβελούλα μου την είδες……

Τρίτη 12/10/10 22.38