…κι άλλαξε και ο χρόνος, κι εγώ συνηθίζω το τριάντα ένα όπως συνηθίζω τους είκοσι αρρωστημένους βαθμούς θερμοκρασίας μέσα στο καταχείμωνο. Εισπνέω ήλιο και αρρωσταίνω. Θέλω ένα Γενάρη, όπως εκείνον στο χωρίο πριν είκοσι χρόνια που πονούσε το δέρμα μου από το κρύο, που καιγόντουσαν οι βρόγχοι μου από την υγρασία, που ο αέρας μου πάγωνε το αίμα όμοια με το φόβο κι εγώ φορούσα γάντια, σκούφο και κασκόλ για να πάω ως τον φούρνο της απέναντι γωνίας ενώ τώρα, τα χειμωνιάτικά μου τα κατασπαράζουν κάτι μόρια σκόνης στο πατάρι του σπιτιού που είναι κλεισμένα από πρόπερσι.
Θα σε πω Χειμώνα. Βαρύ, παγωμένο, συννεφιασμένο, βροχερό, μουντό, μέσα στην ομίχλη, χειμώνα. Έτσι. Γιατί είσαι ο μόνος που γυρίζεις το κεφάλι σου να με κοιτάξεις στη μέση της ταινίας μόνο και μόνο για να μου χαμογελάσεις. Γιατί δε διαμαρτύρεσαι που όταν κοιμόμαστε σε στριμώχνω. Που όταν μου γυρίζεις την πλάτη στο κρεβάτι έρχομαι από πίσω σου, βάζω το χέρι μου μέσα από το βρακί σου κι εσύ ξεσηκώνεσαι μέχρι το ταβάνι. Θα σε ονομάσω Χειμώνα.
Θα σε πω Χειμώνα. Παγωμένο. Σαν το χιόνι που ξέμεινε στο περβάζι μου μια βδομάδα και μόνο με σφυρί μπορώ να το σπάσω. Γιατί όταν τα μάτια σου παγώνουν, οι κόρες των σου κλειδώνουν σε συγκεκριμένο σημείο και μένουν εκεί άκαμπτες. Δεν αναγνωρίζουν τη φωνή μου, ούτε την παλάμη μου, ούτε την εικόνα μου.
Μου τη σπάει οτιδήποτε άκαμπτο. Είναι εκείνο το απόλυτο μπετόν που μπαίνει ανάμεσα στους καναπέδες των σαλονιών των σπιτιών των ανθρώπων, ανάμεσα σε γυρισμένες πλάτες και σε άκαμπτες καληνύχτες τυπικές δίχως νόημα και ουσία ύπαρξης. Είναι από εκείνες τις υποκριτικές καληνύχτες που ηρεμούν το θηρίο του εγωισμού –εγώ πάντως σε καληνύχτισα, να μη λες- κι έπειτα εκείνος, ο δεύτερος, έρχεται και χαιρέκακα μπλέκεται στα πόδια σου, στα μαλλιά σου, στα σπλάχνα σου και δε σε αφήνει να κοιμηθείς. Και η ώρα είναι δύο το πρωί και τρεις και τέσσερις και ο εαυτός ζητά απαντήσεις που δεν υπάρχουν αλλά έχουν το ρόλο του παραμυθιού πριν τον ύπνο του παιδιού κι εσύ, κι εγώ τις θέλω σαν μαλακό ναρκωτικό, σαν μέθη για να κοιμηθούμε. Απαντήσεις που δεν υπάρχουν. Κι εγωισμός. Πούστης και μαλάκας εγωισμός.
…και άλλαξε και η μέρα και ο καιρός είπε συννεφιές και ασθενείς βροχές κατά το απόγευμα. Και περιμένω σαν διψασμένη από Χειμώνα με το στόμα ανοιχτό και το πρόσωπο ανοιγμένο τις σταγόνες μιας βροχής μελαγχολικής ή ακόμα καλύτερα και θυμωμένης. Η θυμωμένη βροχή είναι εκείνη που πέρασε από όλους τους ανθρώπους, εκείνους τους θυμωμένους, τους μούσκεψε ως το μεδούλι και τους ξέπλυνε από το θυμό τους. Μαζεύει, μαζεύει, συσσωρεύει θυμό μέσα στις σταγόνες τις κι έπειτα πάει και ξερνάει όπου βρει. Όλα τα θυμώματα του κόσμου. Είναι εντυπωσιακή αλλά ουαί και αλλοίμονο αν βρεθείς κάτω από κανένα κεραυνό της. Καλύτερα ως θεατής από το παράθυρό σου. Είναι που είναι μέσα στα νεύρα, δε νομίζω να σηκώνει και μαγκιές…
Οι άκαμπτοι άνθρωποι μοιάζουν με Χειμώνα. Οι ερωτικοί το ίδιο. Ο καθένας για τους λόγους του. Κι εσύ είσαι ο Χειμώνας μου γιατί είσαι ο μόνος που ήρθες φέτος από όλα εκείνα που περίμενα στη ζωή μου. Διάλεξε γιατί…
Παρασκευή 08/01/09 10.50
Φώτο: http://ssuunnddeeww.deviantart.com/art/winter-halcyons-49734883