28.7.11

Αντηλιακή κρέμα ματιών

Τα βράδια ξυπνάω μόνο και μόνο για να ρίξω λάδι στη φωτιά. Να γίνω πυρκαγιά, να κάψω τα σωθικά μου και πριν απανθρακώσω κάθε μονάδα πίεσης στο κεφάλι, την εξουδετερώνω και αποσυμπιέζομαι.  Δεν είναι πως δε σου γράφω πια επειδή δεν έχω τι να πω. Είναι που οι λέξεις δεν έχουν να μου πουν τίποτα. Και για να είμαστε δίκαιοι, ούτε εγώ έχω κάτι να πω γι αυτές και με αυτές. Φτωχές συλλαβές τοποθετημένες η μία δίπλα στην άλλη να περιγράφουν νοήματα και ποτέ να μην αγγίζουν την υπόστασή τους. Οι λέξεις πλάθουν νοήματα. Μα τα νοήματα δεν είναι λέξεις.
Νιώθω σα φτωχή συγγενής, νεότερης εποχής, κλεισμένη στο κάστρο ενός δράκου από λάθος. Η πολυπλοκότητα των σκέψεών μου με ερωτεύτηκε παράφορα και ξαφνικά όλα τα απλά γίνονται δύσκολα και αιφνιδιάστηκα. Η γνώση της μισής μου ζωής διαγράφηκε, όταν έκανα format χωρίς backup. Η χωρητικότητα των αναμνήσεών μου έφτασε να καταλαμβάνει το εκατόν ένα τοις εκατό του εγκεφάλου μου και οι αναμνήσεις ξεχείλισαν από τις ρίζες των μαλλιών μου και χάθηκαν. Όσες ξέμειναν στον πάτο, διαγράφηκαν. Κι έπειτα ξεβίδωσα το κεφάλι μου, το έπλυνα με σαπούνι και σφουγγάρι μέσα-έξω και το ξέπλυνα με μπόλικο νερό. Το άφησα στην πιατοθήκη να στεγνώσει εντελώς πριν το βάλω ξανά για να μη σκουριάσουν οι καινούριες μνήμες.
Αυτή τη στιγμή την έζησα ξανά πριν διακόσια είκοσι έξι χρόνια. Καθόμουν και σου έγραφα χωρίς να ξέρω αν υπάρχεις. Και τώρα δε ξέρω αν υπάρχεις.  Χαμηλώνω τα φώτα στο διαφανοσκόπειο και βρίσκομαι με το νου πίσω στην ξύλινη καλύβα με το ένα δωμάτιο. Μπορώ να σου περιγράψω. Με βλέπω ταυτόχρονα και παράλληλα με το τώρα. Τα μάτια μου αλληθωρίζουν ανάμεσα στις ζωές κι εστιάζουν μια στο αχνό φως του γραφείου και μια στο αχνό φως του σπιτιού με το ένα δωμάτιο. Είναι άγρια εδώ. Μάλλον όχι εδώ, παραδίπλα. Κοντά στην καρέκλα, δίπλα στο παράθυρο. Το ξέρω πως η νύχτα αγριεύει και δε την ερεθίζω. Ούτε με το βλέμμα μου. Άλλωστε σου γράφω με τόση μανία που δε μπορώ να σηκώσω τα μάτια μου. Σηκώνω τα φρύδια μου αρνητικά σε μια κουφή ερώτηση που έγινε κι ας μην ειπώθηκε. Καρφώνω με τα μάτια μου τα αόρατά σου μάτια, ανοίγω τα πόδια μου και βάζω το χέρι μου ανάμεσά τους. Δε ξέρω αν υπήρχες. Ούτε και τώρα ξέρω. Μα θέλω να σου περιγράψω τον οργασμό μου.
Έχω μια τανάλια που μου σφίγγει το κεφάλι από ‘δω και από ‘δω. Άλλαξε φορά. Πριν έσφιγγε από εδώ και από ‘δω.  Ικέτεψα να με αφήσει και διαπραγματεύτηκα την αλλαγή της θέσης μουδιασμένη. Το πρωί σηκώθηκα με δυσκολία και άφησα τη φαντασία μου στον καναπέ να ονειρεύεται. Όταν σχολάσω, θα ετοιμάσω καφέ και θα μου πει τα όνειρά της καπνίζοντας. Όλο το καλοκαίρι θα το βγάλω με το καινούριο μου το φόρεμα και τα σανδάλια. Τι ρώτησες; Αν το φοράω επειδή είναι άνετο; Όχι. Επειδή είναι καινούριο το φοράω. Χτες που έκανα μπάνιο ξέχασα να το βγάλω και όταν στέγνωσα τα μαλλιά μου στέγνωσε και αυτό. Κοιτάχτηκα και αποφάσισα πως δε θα μακρύνω τελικά τα κοντά μου μαλλιά όπως είχα αποφασίσει προχτές. Θυμάσαι που τα είχα βάψει μωβ;  Έτσι θέλω πάλι. Αλλά θα μείνω στο ρήμα, δε θα το κάνω. Γιατί; Γιατί όταν τα έβαψα οι τρίχες μου στην αφή έμοιαζαν με πατημένη τσίχλα χωρίς ίχνος γλυκαντικής ουσίας. Και για να τα επαναφέρω τα σιρόπιασα. Και τώρα είναι μεταξένια αλλά είναι μακριά-πιάνονται αγάπη μου, πιάνονται!-, πρέπει να τα κόψω. Χάνω τη δύναμή μου για να τη βρω ξανά. Αιώνια μονομάχος της αδυναμίας μου για υπομονή, ψάχνω με τα όπλα μου τις πιθανές κρυψώνες της και πάντα τη βρίσκω και τη σκοτώνω. Κι έτσι, καρμικά, γεννιέμαι πάντα ανυπόμονη. Δε φταίω, εγώ, ειλικρινά δε φταίω. Να τα βάλεις με τη μαμά, της μαμάς τη μαμά, τη μαμά της μαμάς, της μαμάς τη μάνα. Κι όταν της τα χώσεις, έλα να μου πεις τι σου είπε και αν ανέλαβε την ευθύνη της. Αν όχι μη παραξενευτείς! Είναι ευθυνόφοβοι στο σόι μου. Να πας ακόμα πιο πίσω. Και ίσως με βρεις να σου γράφω στην ξύλινη καλύβα με το ένα δωμάτιο όπου η νύχτα είναι άγρια στην καρέκλα δίπλα στο παράθυρο…



Η μαμά είπε
πως αντηλιακές κρέμες
για τα μάτια δεν 
υπάρχουν.
Μόνο κολλύρια 
για τα μάτια 
υπάρχουν-είπε..