14.5.14

Protect me from what I want


Πήγαινα να πληρώσω τη Δ.Ε.Η. στην Παπαναστασίου και πέρασα μπροστά απο το σπίτι που έζησα την πρώτη μου ζωή. Το σπίτι μου. Το δικό μου σπίτι. Εκείνο που άνηκε μόνο σε μένα, το είχα διεκδικήσει εκείνο το σπίτι, ήταν σπίτι ΜΟΥ. Όχι Μας. Μου. Ό,τι πιο εγωιστικά αγάπησα ποτέ. Εκείνο το σαλόνι, τη μικρή κουζίνα και το μπάνιο που με το ζόρι γύριζες απο τη λεκάνη στο νεροχύτη. Εκεί ερωτεύτηκα ξανά. Εκεί σε ξεπέρασα για πάντα. Ούτε που με νοιάζει πια να θυμηθώ τη μορφή σου. Όχι γιατί με πρόδωσες, ή με πλήγωσες ή δε ξέρω κι εγώ τί,  αυτά τα κάνουμε όλοι οι άνθρωποι ηθελημένα ή ερήμην μας και αλί σε όποιον δεν πλήγωσε ποτέ, δεν αγαπήθηκε τότε και, τί κρίμα να μην αγαπιούνται οι άνθρωποι. Είναι που σε άφησα στο μεσαίο ντουλάπι της κουζίνας και σε κλείδωσα να μη βγεις πριν κλείσω την πόρτα εκείνου του σπιτιού και με σταματήσεις αρχίζοντας να εξιστορείς αναμνήσεις. Έπρεπε να φύγω. Ήθελα να φύγω. Ήθελα στα τριάντα μου να κάνω την επανάστασή μου και να τα τινάξω όλα στον αέρα και να ξεκινήσω απο την αρχή. Αυτά σκεφτόμουν σταματημένη στο φανάρι Παπαναστασίου και Βούλγαρη, και το φανάρι άναψε πράσινο κι εσύ κόρναρες σε κοίταξα απο τον καθρέφτη αλλά δε σε είδα, σε χαρακτήρισα απο μέσα μου, δεν αντέχω τους βιαστικούς ανθρώπους, δεν αντέχω ούτε εμένα όταν βιάζομαι, η βιασύνη είναι άγχος και το άγχος καρκίνος. Μου ξανακόρναρες κι εγώ ανέβασα την ένταση στο ραδιόφωνο, είχε ένα ανεβαστικότατο τραγούδι, ξεκίνησα να τραγουδάω δυνατά και να κουνιέμαι χωρίς να το καταλαβαίνω στο ρυθμό όπως κάνουν στις αμερικάνικες ταινίες, χαμογελούσα, αυτοϊκανοποιούσα την ανάγκη μου για χαμόγελα "εσύ κορίτσι μου μόνο, κανείς δε μπορεί να σε κάνει να νιώσεις καλύτερα αυτή τη στιγμή όσο εσύ" μονολογούσα στο κεφάλι μου, η κόρνα σου υπήρχε δεν υπήρχε, εσύ υπήρχες δεν υπήρχες, ποιος νοιαζόταν;, στο επόμενο φανάρι στάθηκες δίπλα μου, άνοιξες το παράθυρό σου και μου είπες "Ξέρω ένα μέρος που θα παίζει μόνο αυτό το τραγούδι αν είναι να χαμογελάς, να τραγουδάς και να χορεύεις όπως τώρα", γύρισα σε κοίταξα και πάγωσα για μια στιγμή, μου χαμογέλασες και ο πάγος έλιωσε με μιας "Έχω να πληρώσω τη Δ.Ε.Η" σου απάντησα λες και είχα να σε δω απο χτες το βράδυ που πέσαμε για ύπνο χωρίς να πηδηχτούμε, μου χαμογέλασες ξανά και μου πήδηξες το μυαλό με τη μία, "Ποια Δ.Ε.Η. ρε μαλάκα, στο επόμενο φανάρι ακολούθησέ με" με πρόσταξες κι εγώ σε ακολούθησα χωρίς δεύτερη κουβέντα, είχα πάνω μου τα εκατό ευρώ της Δ.Ε.Η. θα μπορούσα να φουλάρω και να φτάσω μαζί σου ως την άκρη της Γης με αυτά τα εκατό μου ευρώ, φτάσαμε στον Άγιο Παύλο σε ένα σημείο που ποτέ μου δεν ήξερα, πάρκαρα δίπλα σου, ένιωθα αμήχανη μετά απο τόσα χρόνια, δε κουνήθηκα απο το κάθισμά μου, ξαφνικά άρχισε να παίζει το τραγούδι, εγώ έκλεισα τα μάτια και ένιωθα πλήρης εκείνη της στιγμή, ίσως τη μοναδική στιγμή πληρότητας μαζί σου, κατέβηκες, μου άνοιξες την πόρτα, με τράβηξες και με τη μία με σήκωσες και με κόλλησες πάνω σου, άρχισες να χοροπηδάς και να τραγουδάς, άρχισα κι εγώ να τραγουδάω δυνατά μαζί σου, χοροπηδούσα γύρω απο τον εαυτό μου και γύρω απο σένα, και όταν το τραγούδι τελείωσε πέσαμε με την πλάτη στο χώμα και το βλέμμα στον ουρανό λαχανιασμένοι. "Είσαι το ίδιο μαλάκας με τότε, δεν άλλαξες καθόλου" σου είπα και γύρισα το κεφάλι μου και σου χαμογέλασα, "Άλλαξα" μου απάντησες, "Που ρε βλάκα; Στ' αυτιά;" σε ρώτησα, "Παντρεύτηκα" μου απάντησες, σκοτείνιασα μέσα μου απεριόριστα, πέρασαν άπειρες σκέψεις απο το μυαλό μου σε μια στιγμή που ξεκινούσαν απο "... - να... - πως...; - αφού....", σαν να με διάβασες, βίασες με μιας ότι σκεφτόμουν αβίαστα, "Γιατί με έφερες εδώ; Εγώ τη Δ.Ε.Η. πήγαινα να πληρώσω" ρώτησα σαν να μονολογούσα, "Δεν έφυγες ποτέ απο μέσα μου" μου απάντησες, "Σε είχα κλειδώσει στο ντουλάπι της κουζίνας και σε άφησα για πάντα πίσω μου" σου είπα, "Γι αυτό προχώρησα μόνος μου χωρίς εσένα, επειδή ήξερα πως δε θα γύριζες ποτέ σου πίσω κι ας ήξερες πως σε περίμενα" είπες, "και όσο με περίμενες είπες να παντρευτείς" σε διέκοψα, "είσαι εγωίστρια" συνέχισες, σηκώθηκα όρθια σε κοίταξα στα μάτια, ήξερα πως είχες δίκιο, είχες πολύ δίκιο, μα τί σκατά έκανα εγώ μαζί σου εκεί πάνω, στην κορυφή του κόσμου ξύνοντας τις πληγές μου; "Μου έλειψες και ήθελα να σε δω, να περάσω λίγο χρόνο μαζί σου, σε συνάντησα τυχαία"-μα δεν υπάρχει τύχη μωρό μου- "ήξερα πως αν σου τηλεφωνούσα δε θα απαντούσες, με είχες αφήσει για πάντα κλεισμένο στο ντουλάπι της κουζίνας του σπιτιού που άφησες μαζί με τα πάντα σου". Σε κοίταξα στα μάτια με απάθεια. Σε ένιωθα απολογητικό. "Πες μου κάτι" μου είπες. "Είσαι το ίδιο μαλάκας με τότε, δεν άλλαξες καθόλου" σου απάντησα. Σηκώθηκα να φύγω. "Που πας;" με ρώτησες. "Ίσα που προλαβαίνω να πληρώσω τη Δ.Ε.Η."