23.1.12

40άρα τηλεόραση με ανάλυση 100Ηz

Ίδιοι. Μικροί πανομοιότυποι άνθρωποι τοποθετημένοι προσεκτικά ο ένας δίπλα στον άλλο. Ο πλανήτης μοιάζει με πελώρια αυλή με άπειρους νάνους παγωμένους στο σταμάτημα του χρόνου,  ακίνητους, σε διάφορες γκριμάτσες. Τόσο ίδιοι που τους ξεχωρίζεις πια από τη γκριμάτσα και το χρώμα στο καπέλο. Και κάπου ανάμεσα τους κι εγώ κι εσύ και μερικά ακόμα άτομα από το είδος που εξαπλώθηκε αρκετά για να είναι ικανό να κατασπαραχτεί από μέσα τρώγοντας ο ένας τον άλλο…
 

Μη με κοιτάς
στραβά 
γιατί θα
σε κλωτσήσω
και θα
σπάσεις...




16.1.12

Ονομαστικη- Αιτιατική-Γενική-Κλητική

Η ΑρχήΤης ΑρχήςΤην Αρχή ΑρχήΗ ΑρχήΤης ΑρχήςΤην Αρχή ΑρχήΗ ΑρχήΤης ΑρχήςΤην Αρχή ΑρχήΗ ΑρχήΤης ΑρχήςΤην Αρχή ΑρχήΗ ΑρχήΤης ΑρχήςΤην Αρχή ΑρχήΗ ΑρχήΤης ΑρχήςΤην Αρχή ΑρχήΗ ΑρχήΤης ΑρχήςΤην Αρχή ΑρχήΗ ΑρχήΤης ΑρχήςΤην Αρχή ΑρχήΗ ΑρχήΤης ΑρχήςΤην Αρχή ΑρχήΗ ΑρχήΤης ΑρχήςΤην Αρχή ΑρχήΗ ΑρχήΤης ΑρχήςΤην Αρχή ΑρχήΗ ΑρχήΤης ΑρχήςΤην Αρχή ΑρχήΗ ΑρχήΤης ΑρχήςΤην Αρχή ΑρχήΗ ΑρχήΤης ΑρχήςΤην Αρχή ΑρχήΗ ΑρχήΤης ΑρχήςΤην Αρχή ΑρχήΗ ΑρχήΤης ΑρχήςΤην Αρχή ΑρχήΗ ΑρχήΤης ΑρχήςΤην Αρχή ΑρχήΗ ΑρχήΤης ΑρχήςΤην Αρχή ΑρχήΗ ΑρχήΤης ΑρχήςΤην Αρχή ΑρχήΗ ΑρχήΤης ΑρχήςΤην Αρχή ΑρχήΗ ΑρχήΤης ΑρχήςΤην Αρχή ΑρχήΗ ΑρχήΤης ΑρχήςΤην Αρχή ΑρχήΗ ΑρχήΤης ΑρχήςΤην Αρχή ΑρχήΗ ΑρχήΤης ΑρχήςΤην Αρχή ΑρχήΗ ΑρχήΤης ΑρχήςΤην Αρχή ΑρχήΗ ΑρχήΤης ΑρχήςΤην Αρχή ΑρχήΗ ΑρχήΤης ΑρχήςΤην Αρχή ΑρχήΗ ΑρχήΤης ΑρχήςΤην Αρχή ΑρχήΗ ΑρχήΤης ΑρχήςΤην Αρχή ΑρχήΗ ΑρχήΤης ΑρχήςΤην Αρχή ΑρχήΗ ΑρχήΤης ΑρχήςΤην Αρχή ΑρχήΗ ΑρχήΤης ΑρχήςΤην Αρχή ΑρχήΗ ΑρχήΤης ΑρχήςΤην Αρχή ΑρχήΗ ΑρχήΤης ΑρχήςΤην Αρχή ΑρχήΗ ΑρχήΤης ΑρχήςΤην Αρχή ΑρχήΗ ΑρχήΤης ΑρχήςΤην Αρχή ΑρχήΗ ΑρχήΤης ΑρχήςΤην Αρχή ΑρχήΗ ΑρχήΤης ΑρχήςΤην Αρχή ΑρχήΗ ΑρχήΤης ΑρχήςΤην Αρχή ΑρχήΗ ΑρχήΤης ΑρχήςΤην Αρχή ΑρχήΗ ΑρχήΤης ΑρχήςΤην Αρχή ΑρχήΗ ΑρχήΤης ΑρχήςΤην Αρχή ΑρχήΗ ΑρχήΤης ΑρχήςΤην Αρχή ΑρχήΗ ΑρχήΤης ΑρχήςΤην Αρχή ΑρχήΗ ΑρχήΤης ΑρχήςΤην Αρχή ΑρχήΗ ΑρχήΤης ΑρχήςΤην Αρχή ΑρχήΗ ΑρχήΤης ΑρχήςΤην Αρχή Αρχή............

....Ω Αρχή...








Μέρα πρώτη.Το 
σπίτι μυρίζει 
γιασεμί και απουσία. 
Ή η απουσία 
έχει μυρωδιά 
γιασεμιού. 


12.1.12

Τσαφ

Άκουσα το τρέμουλο της αναπνοής σου και ξαφνιάστηκα. Ανέβηκα στον δεύτερο και κοίταξα έξω από το παράθυρο, "επιτέλους" είπα, και γύρισες να με κοιτάξεις. Σου χαμογέλασα αλλά δε το κατάλαβες, ίσως επειδή το κραγιόν στα χείλη  μου είχε εξαφανιστεί και είχε μείνει μόνο το περίγραμμα. Κατέβηκα στο πάρκινγ κι έβαλα μπρος τη μηχανή κι έστριψα ένα τσιγάρο. Σε είδα να στέκεσαι απέναντί μου να κοιτάς αφηρημένα κάπου απροσδιόριστα κι εγώ δήθεν αδιάφορα σε προσπέρασα. Πάτησα γκάζι κι έφυγα κι ένιωθα τόσο ελαφριά τα πόδια μου που μπορούσα να διανύσω ολόκληρη την απόσταση από το Ιερό σου σώμα μέχρι το Πορνείο του νου σου αβίαστα και άκοπα. Τα πόδια μου σήμερα δεν ήταν φτιαγμένα για φρένο και σε κάθε φανάρι μετρούσα αντίστροφα για να ανάψει πράσινο μέχρι να φτάσω. Δεν άναβε, σταματούσα, και άναβε μόλις πλησίαζες, και με προσπερνούσες, μέχρι τη στιγμή που στάθηκες δίπλα μου χωρίς ήχο και σε είδα να στρίβεις ένα τσιγάρο κι εσύ και να με κοιτάς επίμονα˙ αλλά εγώ δε σε κοιτούσα, ήταν η δική μου σειρά να αδιαφορήσω. Είδα την απογοήτευση σου να πέφτει πάνω στο παρμπρίζ μου και άνοιξα τους υαλοκαθαριστήρες και την καθάρισα λίγο πριν βάλω πρώτη και φύγω πρώτη και χαμογελάσω πρώτη που σε άφησα πίσω μου. Έφτασα σπίτι και μου έλειπε λίγο το φρενάρισμά σου αλλά βρήκα κάτι αποτσίγαρα σου στο τασάκι και τα άναψα σαν να ήσουν εκεί. Άνοιξες την πόρτα και ντράπηκα που με είδες να καπνίζω τα απομεινάρια σου και πέταξα τις στάχτες μαζί με το τασάκι στο τζάκι να καούν μαζί με τις ανάσες που ξόδεψα φυσώντας τον καπνό από τους πνεύμονές μου στην ανυπαρξία σου. Μάζεψα τις κουρτίνες και δε σου μίλησα μέχρι τη στιγμή που άκουσα τον ήχο του καυστήρα και την πόρτα του ψυγείου να ανοίγει. “Ήρθες”  είπα χωρίς να ρωτήσω κι εσύ χαμογέλασες γιατί κατάλαβες πως τόση ώρα έκανα πως δε σε βλέπω. “Ήρθα” είπες χωρίς να μου απαντήσεις και κάθισες στο πάτωμα κι έκανες κάτι με τα κορδόνια των παπουτσιών σου λίγο πριν με δεις να μπαίνω γυμνή στο μπάνιο αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή για να ακούς τα νερά να κυλούν πάνω μου. Δεν ήρθες να κρυφοκοιτάξεις γιατί ήξερες πως αν το έκανες θα έχανες στο στοίχημα που ήμουν σίγουρη πως θα κερδίσεις κι έτσι στο τέλος έχασες πάλι εσύ. Ετοίμασες καφέ, έναν για μένα κι έναν για σένα, έστριψες τσιγάρο, ένα για μένα κι ένα για σένα, και σκάλισες λίγο τα κούτσουρα που καιγόντουσαν στο τζάκι. Το ψυγείο είχε μείνει ανοιχτό κι έκανε εκείνο το περιοδικό “μπιπ” αλλά δε σηκώθηκες να το κοιτάξεις γιατί θα περνούσες μπροστά από την ανοιχτή πόρτα του μπάνιου. Ξέρω πως σε εκνευρίζει και αλλάζω τους όρους του στοιχήματος κι αρχίζω να τραγουδάω από μέσα το κομμάτι που λάτρευεις και μαγεύεσαι να το τραγουδάω και σηκώθηκες με φόρα και όρμησες μέσα στο μπάνιο και τράβηξες τη κουρτίνα και με είδες γυμνή να σε κοιτάζω επίμονα λέγοντας σου “πάλι έχασες” με τα μάτια. Μπήκες με τα ρούχα σου μέσα στη μπανιέρα και μου έπιασες το στήθος και σε κοίταζα πάλι επίμονα χωρίς να μιλάω κι εκνευρίστηκες με το χαμόγελό μου και με παράτησες. Έσταζαν τα ρούχα σου καθώς έφευγες από το μπάνιο κι εγώ ακολούθησα τις βρεγμένες πατημασιές σου για να σε δω να στέκεσαι πάνω στα πόδια σου και να κοιτάς έξω περιμένοντας να βρέξει γιατί σου είπα πως θα σου κάθομαι μόνο όταν βρέχει. “Θα κρυώσεις” σου είπα κι έφερα τις κούπες με τους ζεστούς καφέδες και τα δύο τσιγάρα κι έμεινα όρθια δίπλα σου. Με κοίταξες κι εγώ διόρθωσα λίγο την πετσέτα που τύλιγε το σώμα μου και σε κοίταξα απότομα σηκώνοντας τα μάτια μου καρφώνοντας τα δικά σου και σε έπιασα επ’ αυτόφωρο να κοιτάς τη σχισμή από το στήθος μου. Σήκωσες βιαστικά το βλέμμα σου και χαμογέλασα. “ Άναψέ μου το τσιγάρο μου” σου είπα και έβαλες το τσιγάρο πάνω σε ένα ξύλο και το ρούφηξες μέχρι να ανάψει. Το έβαλες απαλά στα χείλη μου και σε ευχαρίστησα με ένα τυχαίο άγγιγμα των δακτύλων μου στα δάχτυλά σου. Σε κοίταξα αλλά δε γύρισες να με κοιτάξεις. Επενδύεις στην ανυπαρξία σου κι εγώ κάνω όλα όσα θα ήθελα να κάνω σε κάποιον υπαρκτό. “Θα κρυώσεις” μου είπες εσύ αυτή τη φορά “ Πάνε ντύσου”, σε κοίταξα λίγο πιο επίμονα από πριν, σου χαμογέλασα λίγο πιο ειρωνικά και πήγα στην κρεβατοκάμαρα. Άνοιξα το ένα φύλο και ένιωθα τα μάτια σου να είναι καρφωμένα στα πόδια μου στο σημείο που έπεσε η πετσέτα στο πάτωμα. Ήξερα πως δε θα πλησίαζες. Είχες ήδη χάσει δυο φορές. Ήξερες πως ήξερα πως είσαι εκεί και αυτό ήταν μια έμμεση ήττα ακόμα. Ήξερα πως ήξερες πως ήξερα, αλλά δε σε κοίταξα. Έβαλα κάτι ζεστό έκλεισα τη ντουλάπα, έκλεισες τα μάτια σου, προσπέρασα το σώμα σου κι έπειτα ήρθα στο σαλόνι να καπνίσω το τελευταίο σου αποτσίγαρο λίγο πριν ανοίξω την τηλεόραση. Κάθισες απέναντι και σε ρώτησα “Ήρθες;” και μου απάντησες “Ναι, μόλις…



Μισώ τα λεωφορεία,
τα πλοία και τους
σταθμούς των τρένων.
Σου το είχα πει
πως θα έδινα
Ύπαρξη στην ανυπαρξία σου.
Δεν υπάρχεις αλλά
και τι έγινε; Σάμπως 
υπήρξες ποτέ σου;





Υ.Γ. Δε μου αρέσουν τα υστερογραφα αλλα πρέπει να ευχαριστήσω αυτόν, που χωρίς να το ξέρει, αυτό το τραγούδι έγινε το τραγούδι μου...






6.1.12

Σπίρτα

Ευτυχώς ξεκίνησε να βρέχει και ξεβουβάθηκα. Φυσάει από τον Νότο και περιμένω την ομίχλη αργότερα για να καλύψει το σώμα μου για να μπορώ να κυκλοφορώ αόρατα γυμνή για να πειράζω το αυτί σου και να εκνευρίζεσαι. Φυσάει και μέσα στο σπίτι γι αυτό μάλλον βρέχει ακαταστασία κι ένα τραπεζάκι από τη σοφίτα έβγαλε πόδια και με εγκατέλειψε αφήνοντας τα πράγματά μου στο πάτωμα χωρίς ίχνος σεβασμού να τα βάλει έστω πάνω στο κρεβάτι.  Λέω άλλα από αυτά που πιστεύω στους άλλους για να καταφέρω να ακούσω τον εαυτό μου να λέει ψέματα και να με πείσει πως η μετακόμιση της ψυχής είναι εύκολο πράγμα και, σιγά πόσο θα μου πάρει ο μεταφορέας για να τη μετακινήσει; Πήρα τηλέφωνο τις προάλλες στις Μεταφορές ο Μήτσος και μου είπε πως η τιμή της μετακόμισης δεν είναι σταθερή κι εξαρτάται από το βάρος της Ψυχής και όχι από τη διαδικασία της μεταφοράς. Του είπα τα δεδομένα μου και μου είπε πως πρέπει να πουλήσω όλη μου την προίκα για να καταφέρω να βρω χρήματα να τη μεταφέρω γιατί το βάρος της είναι πάνω από τριακόσιους πένητα τρεις τόνους και πάλι δε ξέρει αν θα τα καταφέρει μόνος του. Συνήθως, είπε, ζυγίζει εικοσιένα γραμμάρια, τώρα εγώ τι σκατά έκανα και τη γέμισα με τόνους δε ξέρει να μου πει και μου είπε να ψάξω μόνη μου να βρω. Μου είπε πως δε θα βρεθεί κανείς να κουβαλήσει την ψυχή μου και ίσως δεν είμαι έτοιμη ακόμα να φύγω μέχρι να ξεφορτώσω τη σαβούρα. Μου είπε επίσης να σκεφτώ να πουλήσω την ψυχή μου στον Διάολο για να μπορώ να μεταφέρω το κορμί μου άδειο και θα έχω το πλεονέκτημα να μείνω νέα για πάντα αλλά νομίζω πως οι ρυτίδες από τα παλιά μου χαμόγελα δίπλα στα μάτια μου πάνε και δε θέλω να τις αποχωριστώ. Έκαψα δύο τόνους ξύλα, χαράμισα διακόσια δύο προσανάμματα και τέσσερις σακούλες δαδιά για να ανάψω σήμερα το τζάκι και βασικά, πούτσες, τίποτα δε κατάφερα ακόμα. Φυσάω και ξεφυσάω για να πάρουν φωτιά κάτι εναπομείναντα κάρβουνα από τις προηγούμενες προσπάθειές μου και εισέπνευσα τόσο καπνό που αυτοκτόνησα. Φλερτάρω με την ιδέα του άδειου κορμιού και τις περισσότερες φορές με ρίχνει στο κρεβάτι και λίγο πριν δοθώ σηκώνομαι άτσαλα και λέω πως δεν είμαι έτοιμη ακόμα. Ακούω να με βρίζει, να λέει πως είμαι πουτάνα που κάθε φορά σηκώνομαι και αφήνω το άδειο κορμί πιο άδειο, πως κάνω σαν μυξοπαρθένα κι εγώ απλά γυρίζω την πλάτη μου και λέω πως δεν είμαι έτοιμη ακόμα να φύγω, το είπε και ο Μεταφορές ο Μήτσος. Ο αέρας ρίχνει μονίμως την αρροκάρια από το μπαλκόνι μου κάτω κι εγώ συνεχώς διακόπτω για να πάνω να μαζέψω τα αίματά της και γεμίζω αίμα παντού, ανάμεσα στα πόδια μου σταμάτησε πάντως το αίμα να τρέχει και ο Δημήτρης μου είπε πως πρέπει να ανανεώσουμε τη σχέση μας και να κάνουμε μερικούς μήνες να βρεθούμε γιατί έχει από τον Οκτώβρη που βρισκόμαστε μια φορά την εβδομάδα και φοβάται πως θα μπει η ρουτίνα ανάμεσά μας κι έτσι, μια που οι ωοθήκες μου δουλεύουν σαν πραγματικές εργάτριες με ζήλο και αποφασιστικότητα, θα βρεθούμε ξανά όταν καλοκαιριάσει για να μου πιάσει το στήθος μου και να μου δείξει πώς να το ψηλαφώ σωστά. Χτες το πρωί ξύπνησα με το χέρι μου ανάμεσα στα πόδια μου. Άρχισα να χαϊδεύω το σώμα μου μέχρι εκείνο να αρχίζει να καίγεται, να λιώνει, να στάζει και στο τέλος να τρέμει κι έβαλα το άλλο μου το χέρι στο στόμα μου για να μην ακούσει κανείς τον οργασμό μου. Δε θέλω. Δικός μου είναι, ολόδικός μου, και άντε μου στο διάολο που θα σας αφήσω να καυλώσετε με κάτι που ανήκει μόνο σε μένα. Η φωνή μου, μου ανήκει κι έτσι θα χύνω στα βουβά. Όλη μέρα είχα τα κέφια μου κι ας μη φαινόταν και, αλήθεια σου λέω, ούτε το τζάκι δεν είχα δυσκολευτεί τόσο πολύ όσο σήμερα να ανάψω. Τα ξύλα του Πάνου φταίνε κι ας κουβαλήθηκαν με τα χέρια.  Λείπει λίγο σπίτι από το σπίτι μου και δε ξέρω που το έβαλα την περασμένη φορά που ξεσκόνισα. Ακόμα βρίσκω σταγονίδια από περασμένους βήχες και ξεχασμένα φτερνίσματα. Το σπίτι όμως δε μπορώ να το βρω πουθενά. Ζυγίζω μερικά μειονεκτήματα και μερικά πλεονεκτήματα και η ζυγαριά είναι στο μηδέν και δεν έχω πετύχει ποτέ μου άλλη φορά τέτοια ισορροπία και γαμώ το κέρατό μου το αιγοκερίσιο τώρα ήταν ανάγκη να ισορροπήσει; Ψάχνω απεγνωσμένα για κόκκους και μικροσωμάτια πλεονεκτήματος ή μειονεκτήματος και δε βρίσκω τίποτα ούτε καν κάτω από την τηλεόραση. Απελπίζομαι και περιμένω έναν κλέφτη να έρθει από το μπαλκόνι σκαρφαλώνοντας μπας και βρει τη ζυγαριά και κλέψει κανένα μειονέκτημα ή πλεονέκτημα για να ξυπνήσω το πρωί να δω την ανισορροπία και αποφασίσω αν θα χαρώ ή θα λυπηθώ που τα αντικείμενα μου βγάζουν πόδια και εξαφανίζονται…






Την επόμενη φορά
 που θα 
ονειρευτώ πως 
μπαίνω σε 
ασανσέρ

Δε θα ανοίξω τα 
μάτια μου αν δε
 σιγουρευτώ 
πρώτα πως δεν επέζησα 
από την 
ελεύθερη 
πτώση  μου…

4.1.12

Δίχως

βουβό τηλέφωνο


ο μόνος λόγος
που δεν σηκώνεις
ένα τηλέφωνο
είναι όταν πηδιέσαι
το χέσιμο
και όταν κάνεις αυτό
που σε γεμίζει
και σ’ αδειάζει
όσο τα προηγούμενα

ο μόνος λόγος
που μπορεί να μην απαντά
ένα τηλέφωνο
είναι ότι τα τηλέφωνα
συνήθως
δεν μιλάνε

πάλι δεν το σηκώνεις

Φώτης Γιαννίκος