Θέλω να απαλλοτριωθώ, να αποζημιωθώ με σκοπό να χαριστώ. Η Αθήνα τη νύχτα από ψηλά μοιάζει με πύρινο ποτάμι λάβας και οι δρόμοι της μοιάζουν με δρόμους φωτιάς που κυλούν και σταματούν στο Πουθενά γιατί κυλούν ακατάπαυστα. Παλινδρομούν-μπρος, πίσω- κι εγώ ανεβαίνω στον ουρανό μετρώντας την απόσταση σε πόδια. Ο Ουρανός και η Γη κάνουν ανταλλαγή θέσεων για χάρη μου και νιώθω να προσγειώνομαι στη θέση του ουρανού ενώ μόλις απόουρανίστηκα απο τη θέση της Γης. Η απόσταση ανάμεσά τους μεγαλώνει και τα φώτα της Αθήνας μικραίνουν και ξαφνικά ολόκληρη η πόλη μοιάζει με έναστρο ουρανό δομημένο από Τίποτα και Όλα. Και όλα αυτά με ένα χαρισμένο βιβλίο στα χέρια στο ξεκίνημα της μέρας του Σαββατοκύριακου. Έζησα αλλιώς. Ανάποδα. Έχεις ζήσει ποτέ παρόμοια; Εγώ τσούκ. Οι αποστάσεις μηδενίζονται. Ναύπλιο Αθήνα σε τέσσερα λεπτά. Αθήνα Θεσσαλονίκη σε τριανταέξι. Και αν δε με πιστεύεις μέτρα πόσες ζωές μπορεί να ζήσει κάποιος μέσα σε πέντε μέρες.
Ξεθύμωσα. Αποτοξινώθηκα. Είμαι ήρεμη πια. Σαν την ηρεμία που έχει η επίγνωση της κατανόησης. Όλα απλά και αρμονικά. Μιλάω σε σένα και μιλάω στον εαυτό μου. ‘‘Θέλω να μάθω κι άλλα από σένα και θέλω να σου μάθω μόνο ένα: Να πετάς…’’ και όταν πιάνω τις ωμοπλάτες κατανοώ κάθε λέξη.
Μια ευχή… και Κατερινάκι να σου πω; Έπιασε. Η ελπίδα σου να ζήσω όσα έζησες στην πόλη που είχα αφήσει πίσω μου έγινε πραγματικότητα κι εκείνο το μεσημέρι ξύπνησα μέσα από την υγρή μου υπόσταση. Ένας κεραυνός έπεσε στο δωμάτιό μου, ο Ρούντ έμοιαζε ατάραχος εγώ έμοιαζα να πλημμυρίζω, όποιος καθόταν δίπλα μου έμοιαζε να απολαμβάνει. Όλοι μας σε μια απόλυτη αρμονία σεβασμού ο ένας για τον άλλο και όλοι για τη Φύση που ούρλιαζε απολαμβάνοντας τους οργασμούς της βροχής και της αστραπής. Από το ανοιγμένο παράθυρο μπορούσα να δω ό,τι μπορείς να φανταστείς αλλά τελικά τίποτα πέρα από βροχή. Όλα βροχή. Όλα είχαν μια υγρασία απολαυστική κι ας μην έγινε ποτέ το ταξίδι εκείνο στην Ύδρα. Αλλα δε πειράζει, θα γίνει κάποια επόμενη.
Επέστρεψα. Ή τοποθετήθηκα ξανά από την αρχή, δε ξέρω. Όλα γνώριμα και άγνωστα. Όλα από την αρχή. Την αρχή της αρχής μιας καινούριας ύπαρξης που μεγαλώνει μέσα μου σε όλες τις διαστάσεις, στα μήκη, τα πλάτη, τα ύψη και μιας επιπλέον που δε μπορώ να σου την περιγράψω-οι αισθήσεις δε περιγράφονται˙ βιώνονται, κι έπειτα απορροφούνται από το σώμα. Αποθηκεύονται ως γνώση κι έπειτα καταγράφονται στο υποσυνείδητό ως αναμνήσεις στη βάση πληροφοριών του εγκεφάλου με τη μορφή δεδομένων. Σε όλες και από όλες τις ζωές μας.
Έξω έχει λιακάδα. Στόλισα τα κλαδιά με τις λιβελούλες, κρέμασα έξω τον καινούριο μελωδό που αγοράστηκε από το Ναύπλιο εκείνη τη μέρα με τη βροχή που είχαμε γίνει μούσκεμα ως το κόκαλο και γελούσαμε βλέποντας τις ομπρέλες να τρακάρουν μεταξύ τους και να μπερδεύονται οι μεν με τις δε, με τους ανθρώπους που δυσανασχετούσαν από τις καραμπόλες τους, κι ευχαριστιόμασταν τους ανθρώπους που γελούσαν με αυτές, τη στιγμή που η βροχή έπεφτε πάνω μου, μούσκευε το μωβ μου φόρεμα, έμπαινε μέσα από αυτό από τον μεγάλο γιακά και κυλούσε στο κορμί μου και στο στέρνο ανάμεσα από το στήθος μου. Και κρύωνα. Και κάποια στιγμή την ένιωσα να τρέχει από τα μάτια μου κι έμοιαζε με δάκρυ αλλά δεν ήταν γιατί δεν έκλαιγα. Τραμπαλιζόταν πάνω στις βλεφαρίδες μου και από το βάρος έπεφτε στα μάγουλά μου. Όλοι έτρεχαν κι εμείς περπατούσαμε. Φτάσαμε στα Γκούντις και καθίσαμε να περιμένουμε στο τραπέζι του Πλανήτη Ερμή εκείνη τη φορά, γιατί την προηγούμενη καθίσαμε στο τραπέζι του Πλανήτη Αφροδίτη. Κι εγώ ήθελα Τζούνιορ για να πάρω το μπατμομπίλ κι έπειτα έπαιζα πάνω στους καναπέδες μαζί του κάνοντας ‘‘βουμ-βουμ’’ και ξεκαρδιζόμασταν στα γέλια-θυμάσαι; Πόσο γέλασα μέσα σε αυτές τις μέρες… με ολόκληρο στο σώμα μου γελούσα, και ένιωθα ακόμα και πως ο αέρας που ανάπνεα γελούσε μέσα μου κι έκανε όλα μου τα όργανα κρουστά και γελούσαν κι εκείνα τραντάζοντας το σώμα μου από μέσα. Κι έπειτα κάπου στο ρολόι. Από εκεί που ακούς ακόμα και τους ψυθίρους. Με τις σακούλες των γκούντις και μια βάφλα από τη δωδώνη. Κι εγώ πάντα τελείωνα πιο γρήγορα το φαγητό και έπεφτα με τα μούτρα στη βάφλα. Κι εσύ έτρωγες ακόμα το πρεμιέρ κι εγώ είχα ήδη φάει τη μισή βάφλα. Και σου είχα πει πως εκείνος που τρώει αργά κάνει καλό στο στομάχι του γιατί δε το φουσκώνει, κάνει καλό στο σώμα του γιατί δίνει την ευκαιρία στον εγκέφαλο να συνειδητοποιήσει πότε χόρτασε και κάνει και καλό επίσης στον συνδαιτυμόνα του γιατί του επιτρέπει να φάει περισσότερη βάφλα από εκείνον και γελούσαμε δυνατά και για μια στιγμή αναρωτήθηκα αν οι από κάτω με ακούν όπως εγώ ακούω εκείνους αλλά δε το είπα. Κι έπειτα ψάχναμε μια λέξη που να αντικαθιστά τη λέξη συνδαιτυμόνας και καταλήξαμε σε μια καινούρια που δεν υπήρχε ποτέ πριν -ο συνφαγοπότης- και συμφωνήσαμε μόνο μεταξύ μας πως θα υπάρχει. Δώσαμε τα χέριά να επικυρώσουμε τη συμφωνία κι έπειτα μιλήσαμε για το φευγιό. Και διαφωνήσαμε λέγοντας και πάλι κάτι για τον τόπο και τους ανθρώπους και είπα πάλι πως εγώ Θα μπορούσα να ζήσω οπουδήποτε αρκεί να μπορώ να επιβιώνω. Ακόμα και σε έναν σκόπελο λίγο πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.
Δε θυμάμαι αν υπήρξαν άσχημες στιγμές. Ίσως εκείνες που οι συζητήσεις με έκαναν να σκέφτομαι αφόρητα μέχρι τελικής πτώσεως δημιουργώντας αμηχανία. Αλλά ακόμα κι εκείνες ήταν στα πλαίσια της γνώσης οπότε χαίρομαι που υπήρξαν. Ήταν η γέφυρα που ενώνει το πριν με το μετά, το μετά με το άπειρο. Και μέσα στο άπειρο η ύπαρξη μοιάζει να εξατμίζεται κι εκεί που νομίζεις πως παύεις να υπάρχεις, υπάρχεις παντού…