1.6.14

Lurk


Έτσι έβρεχε κι εκείνη την Τετάρτη όταν μπήκα βιαστικά στα Γκούντις της Αγ. Σοφίας και ήμουν μούσκεμα, έσταζα βροχές απο τα μαλλιά, ακόμα και απο τα ματόκλαδα μου. Έστυψα το μπλουζάκι μου στη μέση του καταστήματος, νομίζω κρύωνα λίγο κι ας ήταν κατακαλόκαιρο. Είχα μια έντονη αίσθηση πως κάποιος έχει καρφώσει το βλέμμα του πάνω μου, κοίταξα λίγο απο 'δω, λίγο απο 'κει, τα μάγουλά μου ήταν κόκκινα, "ιδέα μου θα είναι" σκέφτηκα, μόνο ιδέα μου δεν ήταν, σε κάθε μου κίνηση ένιωθα την ίδια ενέργεια του βλέμματος να με ακολουθεί, να με επεξεργάζεται, σαν να με τυλίγει ολόσωμα, σαν να γίνεται αύρα μου και να παίρνει το σχήμα μου. Κάθισα σε ένα τραπέζι, άναψα τσιγάρο, έβαλα την κούπα με τον ζεστό καφέ στα χέρια μου, κρύωνα το είπα; -Το είπα. Περίμενα να περάσει η βροχή, περίμενα να περάσει κι εκείνος ο μαλάκας, "Πάνε μήνες πάλι που έχω να τον δω τυχαία" σκέφτηκα και αναθεώρησα την έννοια "τυχαία" και σκέφτηκα πως εμφανίζεται μπροστά μου σαν φαντομάς μόνο όταν έχω κάτι να πάρω και να δώσω, να ανταλλάξω, να αλληλεπιδράσω με κάποιον τρόπο, και πως εγώ κι αυτός δε θα βρισκόμασταν ποτέ για να προσπεράσουμε ο ένας τον άλλο - και αυτή η ενέργεια που με κυκλώνει με αποσυντονίζει- βρισκόμαστε μόνο όταν  τα βλέμματά μας αποκτήσουν βάθος, έννοια και υπόσταση. Η βροχή κυλούσε ακανόνιστα στα παράθυρα, το αγαπημένο μου παιχνίδι ήταν να μαντεύω την πορεία της σταγόνας κι ενώ έλεγα πως θα πάει "εδώ", εκείνη άλλαζε πορεία και πήγαινε "εκεί", χωριζόταν, ενωνόταν, αποχωριζόταν μερικές φορές και άλλαζε πορεία εντελώς και χανόταν. Μια μικρή μικρογραφία της ζωής, μια μικρή επιβεβαίωση πως η ζωή είναι σταγόνες που αλλάζουν πορείες, η ζωή δεν είναι γραμμική και οι άνθρωποι σταγόνες είναι και χωρίζονται, ενώνονται, αλλάζουν πορείες, ενώνονται και πάλι ή χάνονται εντελώς. Μια σταγόνα απο τα μαλλιά μου έπεσε πάνω στο τσιγάρο μου κι έσβησε την καύτρα, βλαστήμησα γιατί ήταν το τελευταίο, βλαστήμησα γιατί δεν είχα ούτε λεφτά, βλαστήμησα γενικώς, δεν είχα ούτε ένα χρυσό δόντι να ανταλλάξω για ένα τσιγάρο, θύμωσα, θύμωσα, θύμωσα με την ζωή μου, "πως τον άφησα κι έφυγε", σκέφτηκα και στήριξα το κεφάλι μου μέσα στην παλάμη μου και κοιτούσα τη βροχή, η αφορμή του βρεγμένου και σβησμένου μου τσιγάρου γέμισε με μυρωδιά αποτσίγαρου ολόκληρη η ζωή μου, ένιωσα κάτι να με καρφώνει στον αυχένα, κάτι σαν... σαν.... σαν να χάθηκα για λίγο, γύρισα απότομα το κεφάλι μου και είδα εσένα, έναν υπέροχο άντρα με σκοτεινά μάτια και φωτεινό βλέμμα, "πάρε ένα απο τα δικά μου" μου είπες, το πήρα χωρίς να σου πω κάτι, "δεν είναι η μάρκα σου, ε;" μου είπες πάλι εσύ, "Τσου" σου απάντησα, και άναψα τσιγάρο, κάθισες στο δίπλα κάθισμα χωρίς να με ρωτήσεις, σε κοίταξα περίεργα, γιατί τάχα μερικοί άνθρωποι νομίζουν πως τους χρωστάς μόνο και μόνο επειδή θέλησες να βγεις μια βόλτα μόνος σου,  "Με έψαχνες και κοιτούσες ολόγυρα;" ρώτησες, "Τί εννοείς, δε καταλαβαίνω", απάντησα, "Κι όμως κοιτούσες να με βρεις", είπες "Δε σε ξέρω για να σε ψάχνω", απάντησα, "και αν θες πας λίγο απέναντι νιώθω άβολα" συνέχισα, χαμογέλασες, σηκώθηκες, κάθισες στο απέναντι τραπέζι, και έβαλες το κεφάλι σου μέσα στις παλάμες σου, στηριζόσουν στους αγκώνες σου, με κοιτούσες επίμονα, εγώ ένιωθα πάλι την ίδια αίσθηση με πριν, σε κοίταξα και είδα πόσο απροκάλυπτα με κοιτούσες, "εμένα ψάχνεις τελικά" μου είπες και μου χαμογέλασες, "βασικά μια συγκεκριμένη αίσθηση ψάχνω" σου είπα, "το ίδιο λέμε" είπες βιαστικά και μου έκοψες τη φόρα της αντίδρασης. Χαμογέλασα αμήχανα. "Πάμε;" είπες "Έχει σκατόκαιρο", απάντησα, "Τι έχει ο καιρός;" ρώτησες, "Βρέχει καρέκλες λέμε και μπουμπουνίζει και αστράφτει" σου απάντησα, "Άρα η Φύση τραγουδάει" συμπλήρωσες και με τράβηξες και βγήκαμε στη βροχή. Ήθελα να τρέξω, να βρω μια ομπρέλα, ένα υπόστεγο, ένα μπουφάν , έστω μια τζαμποσακούλα τώρα που το σκέφτομαι, ένα αδιάβροχο ένα κάτι, κάτι, κάτι τέλος πάντων, γύρισα, σε κοίταξα διασκέδαζες πολύ με την αμηχανία μου, μου έπιασες το χέρι κι ένιωσα να βρέχει μέσα μου, ένιωθα να ξεπλένομαι, "είσαι μαγικός;" σε ρώτησα, "Ναι" μου απάντησες, μου κρατούσες το χέρι λες και με ήξερες αιώνες, σου απέτρεψα αυτή την οικειότητα λες και μου άρεσε να αγγίζομαι, ειδικά εκείνη τη ρευματοφόρα περίοδο. Κατεβήκαμε στη Λεωφόρο Νίκης απο Αγίας Σοφίας και φτάσαμε προς το λιμάνι. Καθίσαμε κάτω στα σκαλιά, είχα ξεχάσει πόσο έβρεχε, είχα ξεχάσει τη λασπουριά, είχα ξεχάσει τα αμάξια που περνούσαν, είχα ξεχάσει σχεδόν τον λόγο που βρισκόμουν εκεί, άρχισα πάλι να κρυώνω, τα σανδάλια μου ήταν μούσκεμα, το σαλβάρι μου είχε κολλήσει πάνω μου, με αγκάλιασες κι άρχισες να μου τρίβεις τα μπράτσα για να μη τρέμω, "Δε κρυώνεις;" σε ρώτησα "όχι, κορίτσι μου" μου απάντησες, ερωτεύτηκα απευθείας τη φωνή σου, "κορίτσι μου" σκέφτηκα, "πως θα ζήσω τώρα χωρίς τη φωνή σου" ξανασκέφτηκα, έριξες ένα πνιχτό γελάκι και με κοίταξες σαν να έκανες μια σωστή μαντεψιά, "Διαβάζεις τις σκέψεις;" ρώτησα, και απάντησες "Μόνο αν με ενδιαφέρει." Η βροχή σταμάτησε. Έβγαλες τη μπλούζα σου, τη στράγγισες και μου σκούπισες τα μαλλιά. Θα χάσω το τρένο για Αθήνα μου είπες βιαστικά. "Τι έγινε τώρα;" ρώτησα, "Πρέπει να φύγω" μου είπες "θα χάσω το τρένο", "Πότε θα έρθεις πάλι;" σε ρώτησα, "όταν θα ρίχνει και πάλι καρέκλες, κορίτσι της βροχής!" είπες και χαμογέλασες, "Που μένεις;" σε ρώτησα, "Εξάρχεια" μου είπες, γούρλωσα τα μάτια, δε περίμενα να μένεις τόσο μακριά μου, δεν ήθελα, πως το λένε. Δίπλωσα την μπλούζα σου, σου την έδωσα, "Κράτα τη, να σκουπίζεις τα μαλλιά σου" είπες, σηκώθηκες όρθιος, με σήκωσες κι εμένα, "Πρέπει να φύγω" είπες, έσκυψα λίγο το κεφάλι μου, "Μη" είπες, σε κοίταξα, "Με λένε Φώτη, όποιον και να ρωτήσεις στην πλατεία θα σου πει που μένω ή που θα με βρεις" είπες. "Με λένε Μαρία" σου απάντησα. "Δε σε λένε Μαρία. Σε λένε Βροχή" είπες, χαμογέλασες, με φίλησες πολύ απαλά και μπήκες βιαστικά στο  λεωφορείο το 2 και σε κοιτούσα καθώς χανόσουν όπως παλιά οι άνθρωποι κοιτούσαν τους άλλους ανθρώπους να χάνονται στα τρένα. Εκείνη τη μέρα ερωτεύτηκα τη βροχή. Απο τότε, για πάντα.