5.7.11

Κοντό παντελονάκι

Όχι. Δε φοβάμαι. Ούτε το τώρα, ούτε το πριν ούτε το αύριο. Κουρασμένη νιώθω. Από τα το ‘να και το άλλο. Τα λόγια με εξαντλούν. Κουράστηκα τις λέξεις. Θέλω έναν αναλφάβητο λόγο να επικοινωνώ χωρίς να πρέπει να εκφέρω άποψη, λέξεις, ανταλλαγή συμφώνων και φωνήεντων στο όνομα της επικοινωνίας του καλού και του βολικού. Μπαμπά το ξέρεις πως έγινα τριάντα δύο μισό και ακόμα δεν έχω γράψει τίποτα για σένα; Η μαμά έχει το μονοπώλιο, μπορούσε να με πουλάει και να με αγοράζει πάντα σε τιμή ευκαιρίας κι έτσι δεν έβγαινε ποτέ της χαμένη. Το πρόβλημα ξεκίνησε όταν αποφάσισα πως δεν ήθελα πια να πουλιέμαι και να αγοράζομαι. Αλλά άντε όλα αυτά τα χρόνια τα βουλωμένα αυτιά της μάνας να τα βγάλεις, να τα πας στον ωτορινολαρυγγολόγο για να της τα ανοίξει για να μπορεί να ακούει τους φθόγγους και τους δίφθογγους. Φθόγγοι και δίφθογγοι στραπατσαρισμένοι στον τοίχο, τον απέναντι, τον πορτοκαλί, γιατί όταν λες στη μάνα αυτά που δε θέλει να ακούσει απλά δεν τα ακούει και παίζει τένις με τους τόνους και τις συλλαβές γκρεμίζοντας τες στον τοίχο. Κι έτσι δεν υπάρχουν. Τόσο απλά! Εσύ μπαμπά είσαι άλλο. Και από μένα και από τη μάνα. Είσαι ένας ακροατής, απόλυτος μεν αλλά ακροατής, έτοιμος να διαφωνήσεις με τα πάντα, αλλά πάντα  ακούς και αν σου τεθούν επιχειρήματα μπορείς να κάνεις πίσω και χέστηκες αν έπεισες ή δεν έπεισες. Δεν σε απασχολεί. Δε βλέπεις τους διαλόγους σαν αγώνα που όποιος πείσει τον άλλο στέφεται νικητής διαλόγου για το τρέχον έτος.
-Δεν έχει νόημα να προσπαθήσω σε πείσω στα πενήντα τέσσερα, δεν έχει νόημα να προσπαθήσεις να με πείσεις στα τριάντα δύο μισό. Δε μου αρέσει, δε με εκφράζει ο αυτός κόσμος.
-Σε κανέναν δεν αρέσει.
-Και τι κάνεις γι αυτό μπαμπά αφού δε σου αρέσει;
-Εσύ;
-Να αλλάξω τον κόσμο δε μπορώ. Και δε θέλω. Και δεν είναι δίκαιο. Μπορώ όμως να αλλάξω κομμάτι του. Διαφοροποιούμαι.
Δε μεγάλωσα μαζί σου. Βρεθήκαμε κοντά στα εικοσιπέντε. Νομίζω πως από τότε σε αποκαλώ μπαμπά και όχι Σάββα. Και το πήρα απόφαση όταν σε είδα να πιάνεις λυπημένος το τιμόνι του αμαξιού σου, να βάζεις το κεφάλι σου πάνω του γυρισμένο προς την μεριά του παραθύρου σου για να μη με βλέπεις λέγοντάς μου ‘‘ Συγνώμη’’. Και ήταν μια συγνώμη που παρόμοιά της δεν μου είχαν ζητήσει ποτέ στη ζωή μου μέχρι και σήμερα. Και μάλιστα ήταν μια συγνώμη που δε χρειαζόταν να ειπωθεί. Την έβλεπα μέσα στα μάτια σου που καθρεφτιζόντουσαν στο τζάμι του αμαξιού σου.
-Χαίρομαι που είσαι κόρη μου.
-Σ’ ευχαριστώ που είσαι αυτός που είσαι...
Σε παρακολουθούσα καθώς έδειχνες τον Χάρη να βάζει το κλειδί της μεγάλης πόρτας στο μπρελόκ. Με πόση υπομονή καθόσουν και του έδειχνες την γωνία που ήτανε ακμή και γι αυτό ο Χάρης δε μπορούσε να το καταφέρει γιατί καταλάβαινε λάθος πράγματα-κατάλαβες; Εσύ φταις μπαμπά μας, παραδέξου το! Μπορώ και απολαμβάνω τον χαρακτήρα σου αλλά όχι τα στραβά και τα ανάποδά σου και το αντίθετο. Συναντηθήκαμε ταξιδιώτες στο ίδιο μεταφορικό μέσον που μοιάζαμε πολύ φυσιογνωμικά κι έτσι μας έκανε εντύπωση η ομοιότητα και πιάσαμε κουβέντα. Έπιασα τα μάτια μου κοιτάζοντας με στο τζάμι. Έπειτα το σχήμα του προσώπου μου. Μετά τις γωνίες τον χειλιών μου- σχημάτισα το σχήμα τους. Μετά έπιασα το άνω χείλος μου. Έλειπε το μουστάκι σου. Γελάσαμε πολύ, θυμάσαι πόσο;
Συγνώμη που σου φώναξα χτες. Συγνώμη που σε έφερα σε δύσκολη θέση κάποιες φορές και δεν ήξερες τι να μου απαντήσεις, ή δεν είχες απαντήσεις να μου δώσεις. κανονικά θα έπρεπε να είμαι υπερήφανη γιατί ο Χάρης μου είπε πως το να αποστομώνεις τον μπαμπά είναι κάτι που δεν εχει δει κανέναν να το κάνει. Αλλά δε με ενδιαφέρει, προτιμώ να σου ζητήσω συγνώμη που μ' ενδιαφέρει.  Όλα όσα σου είπα τα πιστεύω. Ναι, πιστεύω πως δεν υπάρχουν λύσεις πασπαρτού. Δεν υπάρχουν απόψεις που υποστηρίζονται από όλους.  Ευχαριστώ που μου είπες τη γνώμη σου˙ ευχαριστώ που δε μου την επιβάλλεις. Ευχαριστώ που μ’ αγαπάς τόσο και με τέτοιον τρόπο που δε μου προτείνεις να γίνω ψυχικά σακάτης με αντάλλαγμα την αγάπη σου.
Μέσα βράζω μοσχάρι, καταφέρνοντας τελικά αυτή τη φορά να βρω της σωστή σακούλα στην κατάψυξη. Εκείνο το γιουβέτσι μου είχε μείνει στο λαιμό και το κριθαράκι που σκάλωσε μου έφερνε συνεχώς τη γεύση του στο στόμα μου. Είμαι έτοιμη να ετοιμάσω τον φούρνο. Θα φας μπαμπά; Όχι… σήμερα είμαι περίπου εκατό χιλιόμετρα μακριά σου…

 Σας παρακαλώ
μη μου μιλάτε πια…
Θέλω να μείνω
στη σιωπή…