25.11.11

Φωνή

Έχει σύννεφα έξω που μοιάζουν να βγάζουν χέρια για να πάρουν κάτι δικό μου. Ότι είχα να δώσω το έδωσα και τώρα σκέφτομαι πως θα μεγαλώσω άλλον έναν χρόνο. Θα ήθελα να γινόμουν μικροσκοπική φέτος και να βρισκόμουν ανάμεσα στη σκόνη που βρίσκεται σε όλα μου τα έπιπλα συσσωρευμένη και ακατάστατη. Τα Χριστούγεννα έχουν άλλο χρώμα φέτος και όχι δε θα γκριζάρω τα Χριστούγεννα, ίσως είναι τα τελευταία μου. Μη κοιτάς που μπορεί να μην  έχει δέντρο, ούτε λαμπάκια, ούτε στολίδια ούτε χρυσόσκονες. Θα έχει παρουσία εαυτού. Χτες είδα στον ύπνο μου κάτι ουρλιαχτά που έσπαγαν τους τοίχους για να απεγκλωβιστούν και να βγουν έξω από το σπίτι. Έμοιαζαν με μαύρο σύννεφο βροχής με φωνή.  Με το που σηκώθηκα αποφάσισα να τα απεγκλωβίσω και να τα αφήσω να απελευθερωθούν. Ξύπνησα γύρω στο δύο χιλιάδες οκτώ σε μια συνηθισμένη μέρα ενός ρεπό μου. Άνοιξα τα μάτια μου κι άνοιξα όλα τα παράθυρα και τις μπαλκονόπορτες στις αρχές του χειμώνα ενώ δεν έχω θέρμανση και έβλεπα τα σύννεφα στο παρόν μου να ορμούν έξω από το σαλόνι, την κρεβατοκάμαρα και το γραφείο. Ειδικά από το γραφείο. Ήταν κλειστό για μέρες, είναι το πιο βορινό δωμάτιο και μου έκλεβε τη θερμότητα από το τζάκι μου. Άνοιξα τα πατζούρια και τη μπαλκονόπορτα. Ακόμα και το παραλληλόγραμμο μικρό παράθυρο άνοιξα που είναι ένα από τα παράθυρα που θα μου λείψουν αν φύγω από αυτό το σπίτι. Είναι το πιο περίεργο παράθυρο που είδα ποτέ μου. Είναι μια τέχνη από μόνο του. Βγήκαν ουρλιαχτά και μπήκε φως. Περίεργο, μου άρεσε το φως για πρώτη φορά μετά από χρόνια. Μου αρέσει το σκοτάδι, ερωτεύομαι τη νύχτα σχεδόν από την αρχή κάθε φορά που ο ήλιος δύει. Είμαι Φεγγάρι. Όχι Ήλιος. Δεν θα ψάξω παραπάνω το γιατί. Έβγαλα ένα ‘‘Επειδή’’ από το συρτάρι μου και το ονόμασα συννεφιά και με κάλυψε. Έβαλα σκούπα σήμερα. Και ξεσκόνισα. Και σφουγγάρισα. Και έκανα κοτόσουπα γιατί έτσι ήθελα κι ας είχα κάτι γίγαντες στο ψυγείο που μου πέτυχαν σε γεύση. Έθεσα σε λειτουργία τη φαντασία μου εκείνη τη μέρα κι έβαλα μανιτάρια και φέτα. Αλλά σήμερα έκανα κοτόσουπα. Για δέκα άτομα. Έτσι θα την τρώω για μέρες. Ήθελα να δω την Κατερίνα σήμερα. Ήθελα να της τηλεφωνήσω να περάσω να τη δω να πιω μια ζεστή κούπα καφέ μαζί της, έχει να μου πει διάφορα και μου αρέσει να την ακούω. Έχει μια μελωδία η φωνή της δυναμική, απόλυτη, γελαστή˙  μπορώ να την ακούω για ώρες. Σκέφτομαι καμιά φορά πώς θα εξιστορούσε ένα παραμύθι. Μερικές φορές πιστεύω πως θα με γαλήνευε και κάποιες άλλες νομίζω πως δε θα τα κατάφερνε να τελειώσει την ιστορία γιατί θα έκανε σε κάθε τελεία ένα σχόλιο και θα γελούσε. Τελικά δε της τηλεφώνησα. Ένιωσα οίκτο για τα ουρλιαχτά και αποφάσισα πως είναι σημαντικό να τα αφήσω ελευθέρα. Άναψα το τζάκι. Έριξα μέσα τις λεμονόκουπες και μύρισε το σπίτι λεμονίλα. Κάτι καλοκαιρινά τακτοποιμένα και στοιβαγμένα σε μια γωνιά δίπλα στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας τα ανέβασα στο πατάρι. Το σπίτι, μου μοιάζει κατοικήσιμο ενώ μέχρι πριν λίγες ώρας ήταν σπίτι υπό κατασκευή. Λείπουν κάτι χνούδια κάτω από τη σκάλα που ανεβαίνει στη σοφίτα που όταν ένιωθα μόνη, ξάπλωνα μπρούμυτα στο πάτωμα, στηριζόμουν στους αγκώνες, έβαζα το πρόσωπό μου μέσα στις παλάμες και το στήριζα, δίπλωνα τα γόνατά μου, σχεδόν ακουμπούσαν στην πλάτη η πατούσες μου και, τα φυσούσα παρατηρώντας τη συμπεριφορά τους. Φερέφωνα τα ονόμαζα. Ακολουθούσαν μόνο την πορεία της ανάσας μου. Κανένα δε ξεστράτισε. Με έκανε κι ένιωθα μια περίεργη δύναμη γιατί μπορούσα να επιδρώ τόσο απόλυτα σε κάτι. Έστω και στο πράσινο χνούδι της βελέντζας. Δε μου λείπουν πια. Όχι πως έπαψα να νιώθω μόνη απλά δε μου αρέσει πια αυτό το παιχνίδι. Ρούφηξα τα χνούδια με την ηλεκτρική και μετά σφουγγάρισα από πάνω τους. Κι εκείνη η συσσωρευμένη σκόνη που άλλαζε το χρώμα των επίπλων μου και τα έκανε πιο γκρι έφυγε και νιώθω πως άλλαξα έπιπλα. Θέλω να χτίσω μια καινούρια ζωή. Όχι πάνω στα συντρίμμια της προηγούμενης. Να πάρω τηλέφωνο στον Δήμο να έρθει να μαζέψει τα μπάζα μου. Δε ξέρω αν είμαι καλύτερα, νιώθω καλύτερα αν και τα πόδια μου ακόμα δε φύτρωσαν. Ευτυχώς έσπειρα βολβούς την Άνοιξη και τώρα που χειμωνιάζει φυτρώνουν ξανά σιγά σιγά κι ας είναι Χειμώνας. Θυμήθηκα και πάλι την Γυναίκα μέσα μου και διαμαρτυρήθηκα. Έκανα μονόλογους τύπου ‘‘ Ρε πατέρα, βιώνω τόσα και αν δε πάρω τηλέφωνο δε σηκώνεις το ρημάδι σου’’ ή ‘‘Ρε φιλενάδα μόνο όταν θες βοήθεια με παίρνεις και μετά χάνεσαι. Μέσα σε ένα χρόνο σε είδα δυο ώρες και μιλήσαμε με τρία μηνύματα. Εκθείαζες τη Φιλία. Είναι αυτό Φιλία για σένα; Αυτό εννοούσες;’’ Αλλά σώπασα. Η μάνα με κατεύνασε. Μου μιλάει ήρεμα και γλυκά σαν να έγινε μια μαγεία μέσα της και δε με πιέζει. Με κάνει και γελάω και χαίρομαι που χαίρεται. Ίσως συνειδητοποιήσαμε ταυτόχρονα. Δε θα το μάθω ποτέ γιατί ποτέ δε συζητούσαμε οι δυο μας αλλά αυτό που με νοιάζει είναι πως μου χαμογελάει και νιώθει μια καινούρια αρχή να μου συμβαίνει και αυτό δε την πτοεί. Κάνω αυτοψυχανάλυση γράφοντας κι έπειτα νιώθω καλύτερα. Δε ξέρω πόσο κρατάει, ίσως τόσο όσο η μοναχικότητά μου. Μετράω τις μέρες που δεν γονάτισα και δεν έκλαψα και είναι στο σύνολο τρεις. Τρεις με σήμερα. Είμαι μερικά γραμμάρια δυνατότερη κι έτσι απολαμβάνω τα ψιλογραμμωμένα μπράτσα μου. Σηκώνω τόνους ζωής και γραμμώνω την ψυχή μου. Συνέβησαν πολλά αλλά τα πιο βαριά είναι εκείνα που δε συμβαίνουν. Αλλά κοίτα με! Ψηλώνω σε Γυναικεία υπόσταση. Μέχρι τις δώδεκα του άλλου μήνα θα έχω γίνει πάνω από δέκα εκατοστά. Δε γέννησα το έμβρυο αλλά αυτό με βοήθησε τελικά να αναπτύξω τον εμβρυικό εαυτό μου. Είμαι γεμάτη με ιστούς που αναπλάθονται σε λιγότερη οργή. Θρέφομαι από το αίμα του αιθερικού σώματός μου και η μήτρα που μεγαλώνω βρίσκεται εκεί. Θα κλάψω όταν γεννηθώ, θα περάσω τη βιαιότητα της γέννησης μου κι έπειτα θα κουρνιάσω στη μητρική αγκαλιά του εαυτού μου. Η Βιβή μου είπε πως θέλω έξι μήνες το λιγότερο για να ενηλικιωθώ. Και θα το κάνω. Το να γεννιέσαι είναι ακριβώς όπως το να πεθαίνεις αλλά αντίστροφα. Βρίσκεσαι στο σκοτάδι και βλέπεις το τούνελ με το φως. Ίσως και όταν πεθαίνεις να βλέπεις το τούνελ της εξόδου από τη μήτρα που ήσουν όλο τον καιρό όσο ζούσες. Γι αυτή τη ζωή είναι εννιά μήνες κυοφορίας. Για την κάθε επόμενη είναι μέσο όρο ογδόντα έξι χρόνια κυοφορίας. Νιώθω αισιόδοξη. Πως τίποτα δε τελειώνει, μόνο αρχίζει από την αρχή. Πως η ζωή είναι όμορφη και πως πρέπει να εκτιμάται για κάθε ημερήσιο δώρο της. Γιατί μπορεί να είναι τόσο μικρή και να διαρκέσει μόνο οκτώ εβδομάδες. Δε πιστεύεις; Ρώτα με να σου δείξω φωτογραφίες.  Ο εγωισμός μου με καταπλακώνει μερικές φορές και νιώθω πιο θνητή από ραδίκι αλλά είμαι δομημένη και με αυτό το υλικό. Ζω στη χώρα που βρίζω που για κάποιους που έζησαν πόλεμο και, τους συναντώ κατά δεκάδες κάθε μέρα, είναι η Ντίσνεϋλαντ και προτιμούν να περάσουν από το  χειρουργείο για να μείνουν μερικές μέρες ακόμα εδώ και σπάνε τα κόκαλά τους για να το πετύχουν. Βιώνω τη μείωση μισθού κατά δώδεκα τοις εκατό και τρέμω για τα χρήματα που δεν έχω και υποκύπτω κάθε μέρα μην τυχόν και χάσω και αυτά που έχω με αντάλλαγμα την αξιοπρέπεια μου. Νιώθω να καταπατούμαι και αντιδρώ με παθητικότητα. Μου τη βαράει στο κεφάλι να προσπαθώ και να μου κλέβουν την προσπάθειά μου. Μου τη δίνει να προσπαθώ να είμαι καλύτερη και να έρχεται ο κάθε τυχάρπαστος και να γκρεμίζει την ομαδικότητα. Δε με πειράζει να επωφελείται από τους κόπους μου, με πειράζει να τους καταστρέφει. Μετατρέπω μερικές χαρτοπετσέτες σε ευρώ των πεντακοσίων και τις βάζω στον κουμπαρά. Στο τέλος του χρόνου θα τον σπάσω και θα είμαι η πιο πλούσια του κόσμου. Θα μπορώ να αγοράσω την αγαπημένη μου κάλτσα για να τη βάλω στο τζάκι κι έτσι θα έχω και φέτος δώρο γιατί νομίζω πως ο Αϊ Βασίλης μου θα με αγαπάει και φέτος. Θα μπορώ να αγοράσω και τη σοφίτα. Και όπου και να βρεθώ θα έχω δικαίωμα πρόσβασης σε αυτή. Θα κάθομαι ρευστά πάνω στο κρεβάτι και θα πίνω μερικές γουλιές κόκκινο κρασί από εκείνο που έχει μέσα ημίγλυκες παρουσίες και μπρούσκες απουσίες. Θα κοιτάζω τηλεόραση με μαντήλι στα μάτια και θα νιώθω τους ήχους να περπατούν αλήτικα πάνω στο δέρμα μου. Θα ρωτάω τη Βροχή για την αξία της γιατί κάποια μου είπε πως η Βροχή είναι Γυναίκα, μάλλον ένα μεγάλο κορίτσι. Μου έρχεται μια εικόνα από το παλιό μου σπίτι τότε που έβρεχε καταρρακτωδώς ένα σκούρο απόγευμα ενός Χειμώνα κι εγώ άνοιξα το παράθυρο και καθόμουν στον καναπέ κι έβγαλα το κεφάλι μου έξω και βρεχόταν το πρόσωπό μου. Να της πω συγνώμη που την ξέχασα. Και πιο πολύ συγνώμη που δεν επέτρεψα εδώ και καιρό να μπει μέσα μου. Είναι που σκλήρυνα κι έγινα ένα κομμάτι τσιμεντόλιθου κι έπρεπε πολλά χρόνια βροχής να περάσουν από πάνω μου για να με κατατροπώσει και να γίνω και πάλι σύννεφο. Το κεφάλι μου κουδουνίζει σαν τον κουμπαρά μου πριν τον γεμίσω με χαρτοπετσέτες αξίας πεντακοσίων ευρώ αλλά δε το βάζω κάτω θα πάρω μερικά κιλά αναβράζον παυσίπονα και θα πω τη μάνα να με ξεματιάσει. Το φιλί της στο μέτωπό μάλλον θα σταματήσει τα πρόωρα κάλαντα. Κι έτσι εγώ θα μπορώ να βγω στην ώρα μου στους δρόμους να χτυπάω πόρτες και να ρωτάω «να τα πω;» κι έπειτα θα μαζέψω εκατομμύρια ευρώ και θα αγοράσω δώρα για όλα τα παιδιά που δεν κατάφερα να αποκτήσω ποτέ ως τώρα. Συγνώμη! Μπορώ να κρατήσω μερικά κέρματα για να αγοράσω και άλλους βολβούς για πόδια; Υπόσχομαι να περιμένω να φυτρώσουν αντί να αγοράσω έτοιμα από την αγορά της Βαλαωρίτου στο κέντρο…

 
Φοβάμαι τον εαυτό μου 
τελευταία αλλά 
στην ουσία πάντα τον
φοβόμουν,
μόνο που 
τώρα το ανακάλυψα. 
Με έχω δει να κάνω 
ελεύθερη 
πτώση στο κενό. 
Φοβάμαι τα ασανσέρ 
κάθε φορά όταν τα 
βλέπω στον ύπνο μου.
Περιμένω τη μέρα που
θα ονειρευτώ πως 
μπαίνω σε ασανσέρ
και δε πέφτει και
δε σκοτώνομαι. 
Περιμένω τη μέρα που 
δε θα σταθώ στην
πόρτα 
του και να έχω το δίλημμα 
αν θα μπω ή θα κατέβω
με τις σκάλες. Και ο
Κένης με κοιτάζει
πάνω απο το μάρμαρο 
που κάθεται στο τζάκι...