17.12.11

Τζάκι με στάχτες

Ο χρόνος μετράει αντιστρόφως αντίστροφα. Οδηγώ με την πλάτη με ταχύτητα εκατό χιλιομέτρων την ώρα και με πιάνει τάση για εμετό. Τα δέντρα βγάζουν πόδια και απομακρύνονται μαζί με κάτι εργοστάσια κι εγώ εντυπωσιάζομαι που προτιμούν τα εργοστάσια από μένα. Εθισμένα σε δακρυγόνα και καυσαέριο πεθαίνουν όταν εισπνέουν τη βροχή μου και φοβούνται. Η ζωή κυλάει σε fast forward αλλά προς τα πίσω ακόμα και αν αυτό ακούγεται αδύνατο να συμβεί κι όμως συμβαίνει στην χώρα των θαυμάτων της Αλίκης που βρέθηκα χωρίς παραισθησιογόνα. Στον άσπρο μου λαιμό χτυπάει μια φλέβα που δεν είχα αντιληφθεί πως υπάρχει όλη μου τη ζωή εκεί. Ακολουθεί το ρα-πα-παμ-παμ των προηγούμενων ημερών και μιλάει με ποιητικό λόγο και λέει κάτι για προδοσία-έρωτα-φεύγα-τέλος-αρχή-αρχή-τέλος. Μη κατανεμημένες λέξεις τοποθετημένες άτακτα που αν τις βάλω τη μία δίπλα στην άλλη κάθε φορά με διαφορετική σειρά, βγάζουν τα πιο ακατανόητα νοήματα που μόνο το α-νοητό μυαλό μου μπορεί να καταλάβει. Προδοσία- τέλος-φεύγα-αρχή- αρχή-τέλος-έρωτα. Ή προδοσία-αρχή-έρωτα-τέλος-φεύγα-αρχή-τέλος. Αρχή- έρωτα-τέλος-προδοσία-φεύγα-τέλος-αρχή. Έρωτα-αρχή-τέλος-αρχή-φεύγα-τέλος-προδοσία. Και μπορώ κι άλλα αλλά θα μείνουν ανείπωτα. Δυο φορές πρόδωσα τη βροχή κι έφυγα. Μία όταν έφυγα και μία όταν έφυγα. Δεν είχα άλλη επιλογή. Και ξαναγυρίζω. Πάντα θα ξαναγυρίζω. Ούτε σε αυτό έχω επιλογή. Το κατάλαβα όταν ο αέρας είχε γεύση καλωδίου της ΔΕΗ και αίσθηση καμένης σάρκας. Δε τόλμησα να απλώσω το χέρι μου να σε αγγίξω˙ φοβόμουν τα κάγκελα του αέρα που με φυλάκιζαν και με κρατούσαν από πίσω. Είμαι πιο ψεύτρα από τη δειλία μου και πιο δειλή από το ψέμα μου. Εκείνο που πλάθω για να ονειρευτώ όταν κοιμηθώ. Δε τελείωσε. Όλα τώρα αρχίζουν. Σε μια αρχή που δε θα είναι σαν τα χρώματα της Δύσης αλλά της Ανατολής. Όχι δεν είναι τα ίδια. Εγώ τις νύχτες γίνομαι ήχος και μόνο τη μέρα γίνομαι άνθρωπος. Και μην ακούς αυτά που σου είπα άλλες φορές, το πριν είναι πριν και το μετά είναι μετά. Το τώρα όμως είναι Ενεστώτας. Αδιαπραγμάτευτο. Ξηλώνω αυτιστικά το φερμουάρ από τις παλιές μου μπότες κι γίνομαι η ίδια χρόνος μπαίνοντας μέσα στον χρόνο διαπιστώνοντας πόσο αλλιώς είναι να μετράς τον χρόνο από το να είσαι χρόνος. Τον ταΐζω ζαχαρόνερο με το κουτάλι της σούπας και όταν ο χρόνος μου τελειώνει τον ρωτάω «θες κι άλλο χρόνε;» αλλά εκείνος βαριέται εύκολα, μου ξινίζει τη μούρη του-μου ξινίζω τη μούρη μου- του ξινίζω τη μούρη μου- και συνεχίζει.
-Τέρμα οι πόρτες. Παίζουμε φεύγα;
-Πώς παίζεται;
-Είναι ένα παιχνίδι που σου μαθαίνει να φεύγεις σωστά ενώ ταυτόχρονα σου μαθαίνει πώς να σταματήσεις το φευγιό του άλλου που δε θες να φύγει.
-Δείξε μου.
-Πρέπει να πάω τα πούλια μου από εδώ-εδώ, από εδώ-εδώ και από εδώ-εδώ. η στρατηγική είναι να έχεις σχέδιο στον πόλεμο του φευγιού. Δεν πρέπει να με αφήσεις να προσπελάσω το οχυρό σου γιατί θα σου φύγω, και κάθε φορά που θα το κάνω θα πρέπει να έχεις εναλλακτικό σχέδιο να μου κλείσεις τις πόρτες για να μείνω πίσω.
-Πίσω από τις κλειστές πόρτες;
-Ακριβώς.
-Τι άλλο πρέπει να κάνω;
-Να βρεις τον σωστό τρόπο για να φύγεις.
-Να σε κρατάω πίσω και ταυτόχρονα να φεύγω;
-Ακριβώς!
-Γιατί να το κάνω αυτό;
-Για να έχεις την ικανοποίηση πως έφυγες πρώτα εσύ.
-Εγωισμός;
-Ναι μερικές φορές ναι.
-Τις άλλες;         
-Τις άλλες παγίδα.
-Παγίδα;
-Ναι. Να σε αφήσω να φύγεις και να σε κάνω να πιστέψεις πως φεύγεις και τα καταφέρνεις δίχως άλλο, με σκοπό να μου ανοίξεις τις πόρτες για να μπορώ κι εγώ να φύγω πιο εύκολα. Και ίσως σε προσπεράσω και φύγω πρώτη εγώ.
-Κοροϊδία.
-Στρατηγική.
-Εγωισμός.
-Πόλεμος.
-Πάμε παρτίδα;
-Πάμε.
-...  
-Έχασες.
-Τι σημαίνει αυτό;
-Ότι δε ξέρεις να φεύγεις.
-Εσύ ξέρεις;
-Έτσι φαίνεται. Δε το απέδειξα;
Μαλακίες. Μαλακίες εντυπωσιασμού. Ποτέ δεν ήξερα να φεύγω. Πάντα έμενα πίσω και περίμενα. Όταν έφευγα γινόταν επειδή βαριόμουν να περιμένω. Αυτό δεν είναι φευγιό. Αυτό είναι «πιάστηκε ο κώλος μου και σηκώνομαι». Όσες φορές έφυγα, έφυγα βίαια. Άκομψα. Ούτε αυτό σημαίνει «ξέρω να φεύγω» αυτό είναι γκρέμισμα. Κι έπειτα ένα βίαιο συναίσθημα αποκλήρωσης. Μη με κοιτάς. Δεν έχω σπίτι, δεν έχω ζωή να τη βάλω κάπου. Εξάρχεια, Ομόνοια, Καλαμαριά, Πλαγίαρι, Ντεπό, Σταθμός Λαρίσης, Φάρος, Καραμπουρνάκι, Νέοι Επιβάτες, Κρήνη, Εύοσμος, Αιγάλεω, Χαϊδάρι, Γ’ Σώσμα Στρατού, Ευζώνων, Μοναστηράκι, Θησείο, Αναφιώτικα, Λουτρό των Ανέμων-τοίχος, Βασ. Γεωργίου-Πρόσκοποι, Μαρτίου, Άνω Περαία, Ωραιόκαστρο, Επανομή, Αττάλειας, Ιερά Οδός, Καβάλας, Νεραϊδόκοσμος, Μπούρτζι, Belvedere, Παλαμήδι, Δύο χιλιάδες επτά, δύο χιλιάδες οκτώ, δύο χιλιάδες έντεκα και βουρ για το δώδεκα. Εκεί κατοικεί η ζωή μου. Σ’ εκείνα τα παγκάκια παρέα με άλλες ξεσπιτωμένες, απόκληρες, άστεγες ζωές, απολυμένες και στοιχισμένες η μία πίσω από την άλλη στην ουρά για το επόμενο παγκάκι. Όπου άστεγος και το παγκάκι του. πώς να απλώσω το χέρι μου να σου γυρέψω ψιλά για δυο τσιγάρα; Έχω ένα κάλπικο μονόευρω αλλά δε το παίρνει κανείς. Έχει αξία δύο δραχμές˙ ίσα ίσα τα έξοδα παραχάραξης. Το κουβαλάω από το δύο χιλιάδες τέσσερα από τότε που κοροϊδεύτηκα και το πήρα για αληθινό και νόμιζα πως ερωτεύτηκα. Και είχα να ερωτευτώ από το χίλια εννιακόσια ενενήντα εννιά. Ήταν πουστιά, γιατί για πέντε χρόνια ζούσα μέσα στην απελπισμένη σκιερή περιπλάνηση. Δεν ερωτεύτηκα. Έτσι νόμιζα. Ερωτεύτηκα παράφορα το δύο χιλιάδες οκτώ. Μετά από εννιά χρόνια. Εννιά χρόνια ευνουχισμένων αισθημάτων. Και ήταν δύο επανωτές. Τι σκληρό… Η ζωή με πάει προς Λιανοκλάδι και από εκεί Αλεξανδρούπολη κι έπειτα Ορεστιάδα και τα δέντρα τρέχουν κι εγώ θέλω τσιγάρο και η όπισθεν μου καίγεται, τα τούνελ σκοτεινιάζουν, οι ήχοι γίνονται σαν εμένα όταν σκοτεινιάζει, το νερό είναι σκατά, το καπάκι δεν είναι κλειστό, και μυρίζει προπέρσινη μούχλα. Τα μολύβια μου σώθηκαν, πήρα στυλό και αν δε σωθεί το μελάνι του δε πρόκειται να σταματήσω, το νερό μου έγλυψε τον οισοφάγο μου κι έχω γεύση χώματος στον ουρανίσκο και λίγο φετινό φρέσκο λάδι- δε μου αρέσουν τα ξινά σου λέω, δε μου αρέσουν! Πες του μπλιάχ του chef- και μια βδομάδα που πέρασε που την έζησα όλη με μόνη παρέα τον άλλο μου εαυτό…


-Πόσο κοστίζει μια βδομάδα εαυτού;
-Πεντακόσια τα ρούχα και εξακόσια η περιπλάνηση.
-Τα ρέστα μου…