21.9.11

Γιουβαρλάκια αυγολέμονο

Κυκλοφορεί ένας θάνατος στο μπαλκόνι μου. Τα λουλούδια μου πεθαίνουν το ένα μετά το άλλο χωρίς προφανή λόγο. Η απόσταση που διανύει το προφανές από το υποκειμενικά φαινομενικό απέχει όσο ο γαλαξίας από το υπόλοιπο Σύμπαν. Μερικές μελανιές στο ασυνείδητο μου σώμα, είναι η απόδειξη πως το προφανές και το υποκειμενικά φαινομενικό, αγγίζεται μόνο μέσω ενός αστρικού ταξιδιού με προορισμό το δωμάτιο πανικού του μυαλού μου. Εκεί έχω το ονειρεματοκιβώτιό μου και όποτε κάποιος εισβάλει στη ζωή μου με βία τρέχω και χώνομαι εκεί, κλείνω εισόδους και εξόδους, βάζω τον κωδικό μου, ανοίγω το ονειρεματοκιβώτιο και διαλέγω ποιο όνειρο με κάνει να νιώθω ασφαλής. Το κάνω μπάλα και παίζω στους ατσαλένιους τοίχους μου αφήνοντας από έξω την καταστροφή να κυνηγάει κάτι για να τραφεί. Να γίνει δυνατή, δυνατότερη, αλλά όχι πιο δυνατή από τους ατσαλένιους τοίχους μου.
Βρέχει και λυτρώνομαι. Χτες το βράδυ κοιμήθηκα βαθιά, πολύ βαθιά, τόσο βαθιά που χάθηκα μέσα στους κεραυνούς και τα μπουμπουνητά και σώπασα. Πετάχτηκα όρθια μέχρι το ταβάνι και άλλαξα πλευρό εκεί πάνω, κι έμεινα να βλέπω τη ζωή μου να εξελίσσεται μέσα στο πορτοκαλί ριχτάρι που σκέπαζε απροσάρμοστα το σώμα μου. Τα βράδια ξαπλώνω στον καναπέ και τραβάω το ριχτάρι που σκεπάζει την πλάτη του καναπέ και με σκεπάζω. Κι έτσι με παίρνει ο ύπνος. Και μένω εκεί, ακίνητη για να μη ξεσκεπαστώ και κρυώσω. Ο καναπές αυτός μοιράστηκε ολόκληρη την ενήλικη ζωή μου κι έχουμε πει τόσα μυστικά ο ένας στον άλλο που αν πρέπει να τον αποχωριστώ κάποια στιγμή πρέπει να τον ορκίσω να μη πει τίποτα ή να βρω έναν τρόπο να τον δεσμεύσω με ένα απόρρητο αψυχολόγητου καναπέ για να μη με αφήσει χωρίς μυστικά και χωρίς ζωή. Μοιάζω να ταξιδεύω πάνω του έντεκα χρόνια πριν, να γίνομαι εικοσιένα, να βουλιάζω στα μαξιλάρια του κι έπειτα να βάζω το πρόσωπό μου μέσα του και να κλαίω για κάθε μη απτή πραγματοποίηση, απογοητευμένη. Νιώθω τρία γράμματα να με βάζουν από κάτω και να με ποδοπατάνε με μανία κι εγώ νιώθω απογυμνωμένη και αδύναμη ενώ ταυτόχρονα έχω στιγμές απεριόριστης δύναμης που με κάνουν να μπορώ να καταστρέψω τον κόσμο και, πριν καταστραφώ κι εγώ, να τον αναδομήσω από την αρχή με τα χέρια και τα νύχια μου. Είναι οι στιγμές της απόλυτης οργής και το αμέριστου θυμού μου. Εκείνες τις στιγμές γίνομαι η ίδια τοίχος από ατσάλι στο δωμάτιο πανικού μου και χτίζομαι ενσωματώνοντας την ύπαρξή μου με το μπετόν. Αν κοιτάξεις βαθιά μέσα στα μάτια μου εκείνη την ώρα δε θα βρεις επιφάνεια να πατήσεις και θα βουλιάξεις. Μόνο μη λυγίσεις. Αν λυγίσεις, λύγισα. Και θα γυρίσω ηττημένη κλαίγοντας, πάλι  πίσω στο κορμί μου και τα μάτια μου θα αποκτήσουν και πάλι βάθος και θα πατήσεις και θα σωθείς. Και η συνομωσία ανάμεσα στην θυμωμένη οργή και στην ηττημένη μου ύπαρξη συνεχίζεται μέχρι τη στιγμή που ποτέ πια δε θα είναι αργά είτε για να θυμώσω, είτε για να ηττηθώ, ή θα είναι πολύ αργά και για τα δύο. Έξω μπουμπουνίζει και περιμένω την επόμενη αστραπή με τη μύτη κολλημένη στο τζάμι και την ανάσα μου να θολώνει το γυαλί. Και όταν γίνει αρκετά θολό, φτιάχνω σχέδια με το δάχτυλο τέτοια που θα μείνουν εκεί αόρατα και θα εμφανίζονται με κάθε τυχαία ή σκόπιμη ανάσα. Είναι τα λεγόμενα μαγικά σχήματα που είναι αόρατα κι όμως υπάρχουν. Όταν τα βαρεθώ θα πάρω πανί και νερό και θα τα σβήσω, γιατί μόνο έτσι παύουν να υπάρχουν, και ίσως με μια καινούρια ανάσα να φτιάξω καινούρια σχέδια. Κι έτσι κολλημένη στο τζάμι περιμένοντας την αστραπή των δώδεκα και τέταρτο θα βρω την ευκαιρία να ταξιδέψω ηλεκτρισμένη για όσο διαρκεί ένα ‘‘πάντα’’ πάνω από τα σύννεφα, για να δω από ψηλά όλα εκείνα που φαίνονται τόσο μικροσκοπικά που σχεδόν δεν υπάρχουν. Γράφω εκτονωμένη ασταμάτητα και γράφω διαφορετικά πράγματα από εκείνα που είχα σκοπό εξ’ αρχής να γράψω και αυτό γιατί ήδη τα ξέχασα -με λένε μνήμη αποσπώμενη από την κάρτα του μυαλού μου- κι έτσι φοβάμαι να κλείσω γιατί αν κλείσω θα κλειστώ για βδομάδες πάλι κι έτσι το μυαλό μου θα στερέψει από λέξεις και τα βράδια θα λέω λέξεις άλεξες δίχως ήχο και θα ξεχάσω τη γλώσσα μου αλλά δε βαριέσαι εαυτέ μου… θα μιλάμε με τα μάτια, τα χέρια και τις ανάσες μας. Και όποιος καταλάβει κατάλαβε…
Θέλω να γίνω απαλή
να πάψω να είμαι 
άκαμπτη
να μοιάζω σύννεφο
να μη μπορεί 
κανείς να με πιάσει
να γίνω νότα 
σαξόφωνου
που μόνο το
δύο της εκατό των 
ανθρώπων θα μπορούν
θα μπορούν
να με γευτούν
Εσύ;