17.2.11

(...)

Βρέχει και το ξέρω πως το ξέρεις αλλά θα ήθελα να το μάθεις από μένα πρώτα. Έχει καιρό να βρέξει και χτες που σήκωσα τα μάτια και είπα ‘‘Βρέξε’’ ένιωθα απελπισμένη και αφυδατωμένη. Δε ξέρω πως και γιατί αυτός ο κόσμος στέρεψε και μάλλον δε θα μάθω ποτέ, τουλάχιστον όχι όσο εκείνος μένει βουβός και άφωνος. Και δε ξέρω και αν με νοιάζει και στο φινάλε να σου πω, τους περισσότερους από αυτούς τους έχω γραμμένους στα παλιά μου τα παπούτσια. Το κακό είναι πως οι ευχές τους για λιακάδα ακούγονται περισσότερο από τις δικές μου για βροχή και μου τη σπάνε. Μου λείπεις κοπελιά, να το ξέρεις… πέρασε από μας καμία φορά…
 Ξέρεις τις προάλλες που πέρασα που τη γειτονιά σου περίμενα να σε συναντήσω σε κανένα στενό αλλά δε φάνηκες. Μόνο η Γεωργία άκουγε βροντές και μπουμπουνητά και έβλεπε αστραπές αλλά μόλις έφαγε λίγο χαλβά και της έφυγε το μεθύσι πέρασαν όλα. Ούτε βροντή ούτε ακρόαση
Τα απογεύματα με μελαγχολούν. Προτιμώ τα πολύ πρωινά ή τα βράδια. Η νύχτα είναι πάντα αλλιώς, σου το είχα πει και τις προάλλες, και το πρωινό με γεμίζει ενέργεια, αρκεί να μην είμαι χωμένη σε μολύβδινα πετάσματα και δε μπορώ να δω το φως της μέρας. Σήμερα που βγήκα να κάνω τσιγάρο έξω στον πρώτο όροφο στο μπαλκόνι ξεχάστηκα κι έμεινα εκεί πάνω από μερικές μέρες, αρνούμενη να πάω στο υπόγειο έστω και για ένα λεπτό. Και όταν τελικά ήμουν ανάμεσα στο να την κοπανήσω μια και καλή,- με την ποδιά; Με την ποδιά δε γαμιέται- ή να κατέβω κάτω και τελικά κατέβηκα μου βάλανε χέρι για τις μέρες απουσίας μου αλλά δε ξέρω αν και αυτό με ένοιαζε. Θα μου πεις τι τελικά με νοιάζει. Θα σου πω. Με νοιάζει οτιδήποτε μου προκαλεί ενδιαφέρον. Αυτό που μου ξεκλειδώνει πόρτες, ιδίως με νοιάζει αυτό που μου ξεκλειδώνει πόρτες για καιρό κλειδωμένες και πόρτες που δεν ήξερα πως έχω, ή δεν ήξερα πως τις έχω κλειστές. Και από ανθρώπους; Λίγοι. Τόσοι λίγοι που μπορώ όλους να τους κρατήσω στη χούφτα μου κι εκείνοι να με κρατήσουν στον αντίχειρα του ενός χεριού τους. Και μην απορείς που πολλούς τους έχω απαξιωμένους. Ξέρεις πόσοι έχουν εμένα; Άπειροι. Και ξέρεις πόσο με νοιάζει; Καθόλου. Και ξέρεις πόσο θα έπρεπε να τους νοιάζει και αυτούς; Όσο κι εμένα. Και αν τους απασχολούσε λιγότερο η όψη τους τότε θα ήταν όλα αρμονικά δεμένα μεταξύ τους κι εγώ χέστηκα γι αυτούς κι αυτοί για μένα. Άραγε πόσο εγωιστής πρέπει να είναι κάποιος για να μη αποδέχεται το χρώμα της γυρισμένης πλάτης;
Χτες είχα πολύ ερωτική διάθεση αλλά δε μπορούσα να κάνω και πολλά παρά μόνο στον ύπνο μου. Και να σου πω την αλήθεια τώρα τελευταία μπερδεύω λίγο τα όνειρα με την πραγματικότητα. Ή μάλλον να το πω πιο σωστά. Μπερδεύω τη μια πραγματικότητα με την άλλη. Τρυπώνω στα άδυτα του μυαλού, του δικού μου και του δικού σου κι έπειτα μπορώ να μείνω εκεί για όσο θέλουν τα μυαλά μας. Και όταν σε ακουμπώ έχω την αίσθησή σου στα δάχτυλά μου ακόμα και όταν τα μάτια μου ανοίγουν στην πραγματικότητα του κρεβατιού μου. Χτες το κορμί μου σείστηκε τόσο που κόντεψε να πέσει από τον καναπέ και το ρήγμα ήταν τοπικό και μεγάλο. Αν με ρωτήσεις πως σε βρήκα, θα σου απαντήσω πως βρήκα το φως αναμμένο και εισχώρησα πριν εισχωρήσεις μέσα μου. Και ξέρω πως ήσουν εκεί γιατί ένιωθα τα μάτια σου να με κοιτούν πριν ακόμα περάσω την πόρτα του μυαλού σου. Αλλάζω, αλλάζεις κι εσύ αν και δε ξέρω πως ήσουν στην προηγούμενη ζωή σου πριν τη δική μου. Μερικά χρόνια πριν. Θα ήθελα να μπορούσα να μάθω αν και δεν είμαι σίγουρη τελικά ούτε και γι αυτό. Μερικές φορές νιώθω πως είμαι το πιο  αναποφάσιστο πλάσμα στον κόσμο σε ότι αφορά τις ζωές των άλλων πριν από ‘μενα. Είμαι περίεργη, πεθαίνω από περιέργεια αλλά αυτό έρχεται σε σύγκρουση με την άποψή μου περί παρελθόντος και τελικά υπερισχύει η άποψη. Αλλά μόνο για σήμερα. Για αύριο δε ξέρω αν θα σου λέω τα ίδια με απόψε. Παίρνε τα λόγια μου πάντα στα σοβαρά πάντα αλλά μόνο σε ό,τι αφορά τη στιγμή…
Μου αρέσει ο καναπές μου. Μου θυμίζει τότε που πρωτομετακόμισα  και έφυγα από την οικογενειακή θαλπωρή και την αγκαλιά της μαμάς. Και αυτό δε πρόκειται ποτέ να μου το συγχωρέσει η μάνα που έφυγα τόσο μικρή από τα σπλάχνα της αλλά το σώμα μου και η ψυχή μου ενηλικιώθηκαν νωρίς. Αυτός ο καναπές, ο ίδιος εδώ και δέκα χρόνια δεν άλλαξε ποτέ την άποψή του για μένα. Ούτε κι εγώ γι’ αυτόν. Μου αρέσει αυτή η οικειότητα που έχουμε αναπτύξει ξέρω τις προθέσεις του κι εκείνος τις δικές μου. Γνωριζόμαστε τόσο καλά που ξέρω πότε δε με αντέχει άλλο και με κάνει να πιάνομαι αλλά εγώ πεισματικά βρίσκομαι στο ίδιο σημείο κάθε βράδυ μαζί του. Νιώθω αλλιώς, ανέκαθεν ένιωθα. Όταν έπιασα το πρώτο μου σπίτι αναρωτήθηκα πολλές φορές τι σκατά τη θέλω τόσο μεγάλη κρεβατοκάμαρα κι έπειτα αποφάσισα πως θα αλλάζω τα σεντόνια στο κρεβάτι μόνο όταν θέλω να αλλάξω διακόσμηση στο δωμάτιο. Έπειτα συνήθισα το κάλεσμα του ορθοπεδικού στρώματος και πάλι από την αρχή, αν δε κοιμόσουν μέσα θα άλλαζα σεντόνια μόνο όταν ήθελα να αλλάξω διακόσμηση στο μωβ δωμάτιο. Και τώρα που υπάρχει και η σοφίτα θα έκανα την κρεβατοκάμαρα αποθήκη αναμνηστικών περιοδικών και αναμνήσεων. Λέω πολλά και δε ξέρω αν πρέπει. Ήδη νιώθω πως έβγαλα το βρακί μου πάλι και ξεγυμνώθηκα. Και το κρύο δε μου αρέσει πολύ. Είναι ανατριχιαστικό και μπορώ να το ανεχτώ μόνο όταν υπάρχει κορμί δίπλα μου. Θα φύγω. Θα πάω στον καναπέ να βρω το κορμί σου. Θα έρθεις; Θα έρθεις… Και τώρα που δε φοράω βρακί μπορείς να γίνεις όσο άτακτος θες…….