1.6.11

Κολοκύθια με τη ρίγανη

Θέλω να κλειστώ μέσα στην τρύπα ενός τούβλου και να αποκτήσω χρησιμότητα χτισμένη. Να βρεθώ ως υλικό σε καινούρια οικοδομήματα, καθαρά, περιποιημένα, από εκείνα που όλοι τα θαυμάζουν. Θέλω να γίνω μια πολυτελής οικοδομή με τζαμαρία για να μπορώ να βλέπω τη θέα από μέσα μου προς τα έξω. Θέλω να γίνω ουρανοξύστης. Να φτάνω ψηλά στον ουρανό -μισό να στρίψω τσιγάρο γιατί τώρα πήρα φόρα και θα πω κι άλλα- και το διαμέρισμα που θα νοικιάζω θα είναι πάνω από τα σύννεφα. Θα ανοίγω το παράθυρό μου και θα κόβω κεραυνούς να τους κάνω σαλάτα με το μεσημεριανό φαγητό. Όταν βρέχει θα κατοικώ  πάνω από τη βροχή, για πρώτη φορά στη ζωή μου, και θα βρέχομαι πάνω της-μου. Θα βλέπω τις αστραπές αφ’ υψηλού και θα περπατάω πάνω τους κι έτσι θα γίνω ηλεκτροφόρα και δε θα μπορεί να με αγγίξει κανείς. Όταν θέλω θα σβήνω για να απολαύσω αγγίγματα κατ’ επιλογήν. Θα γίνω εγωιστικά ηλεκτροφόρα. Αυτό! Αν θέλω να ακούσω μουσική θα ανοίγω τα παράθυρα όταν μπουμπουνίζει. Και αν θέλω να πάω καμιά βόλτα θα περπατάω ξυπόλυτη στα πλακάκια μου, θα ανεβοκατεβαίνω με τα πόδια όλους τους ορόφους  και όταν πονέσουν οι πατούσες μου θα φτάνω πάλι σπίτι μου και θα περπατάω στα σύννεφα. Θα γίνω αιθεροβάμων στην κυριολεξία. Ηλεκτροφόρα αιθεροβάμων. Με βροντερές αναπνοές.
Τρεις και σαράντα τέσσερα και νυστάζω αλλά το φαγητό στον φούρνο θα καεί αν κοιμηθώ γιατί θα κοιμηθώ για χρόνια. Και στην σημερινή εφημερία δε θα πατήσει κανείς. Και χτες μετά το meeting αποφασίστηκε πως θα χάσω τη θέση μου αν κάνω λίγο το κεφάλι μου προς τα πίσω μπας για να αποφύγω το παπούτσι του διευθυντή. Και μια ύπουλα προαναγγελθείσα στάση πληρωμών ελλοχεύει κι έτσι άφραγκη το όνειρο να κατοικίσω στην τρύπα του τούβλου θα πάει περίπατο γιατί  δε θα μπορώ να πληρώνω το νοίκι. Θα κάνω στάση εργασίας στα συναισθήματα από τις επτά το πρωί μέχρι τις πέντε το απόγευμα και από τις εννιά το βράδυ μέχρι το τέλος των συναισθημάτων. Όποιος πρόκειται να με νιώσει παρακαλώ να πάρει ταξί. Δε λειτουργώ.
Τρεις και πενήντα τρία και αλλα επτά λεπτά μένουν μέχρι να ακούσω τη φωνή μου. Από τις δύο και επτά είμαι άφωνη. Τα μάτια μου τσούζουν από τη νύστα αλλά τα κολοκυθάκια διαμαρτύρονται, ακόμα και αυτά μπορούν να το κάνουν, και αν στην επόμενη ζωή γεννηθώ κολοκυθάκι σε παρακαλώ να γεννηθείς ρίγανη να συναντιόμαστε. Θα είμαι κολοκυθάκι σε μπαξέ ολόφρεσκο έτοιμο προς βρώση, να είσαι ρίγανη φρεσκοκομμένη και να ακουμπήσεις πάνω μου με το κλαδί. Θα κάνουμε έρωτα στην κατσαρόλα ένα μεσημέρι Κυριακής. Για μια φορά όλη κι όλη στη ζωή μας. Μα τι φορά……!
Τέσσερις και μηδέν μηδέν και αρχίζω και βγάζω τους πρώτους φθόγγους…
Θέλω να κλειστώ μέσα στην τρύπα ενός τούβλου και να αποκτήσω χρησιμότητα χτισμένη. Όχι φτυσμένη! Χτισμένη είπα! Άκου σωστά μια φορά αυτά που λέω ρε γαμώτο…

Θέλω να υποσημειώσω αλλά πάλι θα νομίζεις άλλα ‘ντ’ άλλων…
Όχι κι εδώ αλυσίδες ρε πούστη μου….