Η γρίπη κόλλησε πάνω μου σαν μωρό που έχει διάθεση να παίξει τη στιγμή που εσύ πρέπει να φύγεις. Είμαι μέρες τώρα έτσι.. Έρπω το κορμί μου που μοιάζει με κουφάρι, ανήμπορο να σταθεί όρθιο, όπως η Φύση του έμαθε πριν αρκετά χρόνια….
Σήμερα σηκώθηκα νωρίς. Στις 07.30 ήμουν ξύπνια και σύρθηκα κάτω από την παρατημένη κουβέρτα του καναπέ. Έπιασα να διαβάζω το βιβλίο, που παράτησα μαζί με την κουβέρτα, στον τριθέσιο καναπέ του σαλονιού μου. Έχει συννεφιά σήμερα. Βρέχει. Έπεσε το μάτι μου λίγο προς την μπαλκονόπορτα. Έχω κάτι λιγοστά ρούχα έξω απλωμένα. Δε ξερώ αν βρέχονται κάτω από την τέντα αλλά δεν έχω ούτε διάθεση, ούτε κουράγιο να πάω να το διαπιστώσω…
Μέσα από την κουζίνα μου ακούω το «κλικ» του βραστήρα που μου δηλώνει "φωνάζοντας" πως το νερό έχει βράσει. Σηκώνομαι και σέρνοντας το κορμί μου πάλι πηγαίνω στην κουζίνα. Βάζω στην κούπα μου, που γραφεί το όνομα μου, μια κουταλιά καφέ, τρεις ζάχαρη μαύρη, και μπόλικο γάλα. Ρίχνω το καυτό νερό κι έρχομαι πάλι να πλαγιάσω.
Πριν φτάσω στον καναπέ μου, κάνω μια στάση να δω τι κάνουν τα ψαράκια μου μέσα στο ενυδρείο. Με τούτα και με ‘κείνα δε ξέρω καν αν τα τάϊσα χτες. Το διαπίστωσα όταν όλα όρμηξαν προς την επιφανεια του νερού στα πρώτα φυλλαράκια τροφής. Αν το έκαναν αυτό χωρίς να τα ρίξω τροφή, θα έλεγα πως πρόκειται για ομαδική αυτοκτονία . Εγώ δε με αντέχω τόσες μέρες άρρωστη. Αυτά θα με άντεχαν;
Κάθομαι και τα παρατηρώ. Μετά τον χαμό του Ισίδωρου, του γατόψαρου μου, νιώθω λιγάκι άδειο το ενυδρείο μου. Εκείνος μου έκανε παιχνίδια και νάζια. Πολλές φορές νόμιζα πως είχε πεθάνει. Κολυμπούσε στο νερό ακόμα και ανάποδα. Έτρεχα προς το μέρος του, άνοιγα το καπάκι, έβαζα απαλά το δάχτυλο μου πάνω του κι εκείνος τρομαγμένος άρχισε να τρέχει και να κρύβεται ανάμεσα στα φυτά και στο ναυαγισμένο στοιχειωμένο πλοίο στο κέντρο του «κόσμου» του. Χαμογελούσα. Πάλι με ξεγέλασε. Μονό που μια μέρα… όταν τον ακούμπησα δε σάλεψε πια….Ένας ολόκληρος υδάτινος κόσμος βρίσκεται στη γωνιά του σαλονιού μου. Από την Κατερίνα που πρόκειται να γίνει μητέρα και αναρωτιέμαι πως κουβαλάει το κορμί της και κολυμπάει με τέτοια κοιλιά, μέχρι τον Προκόπη, το σαλιγκάρι που προχτές πήρε «αγκαλιά» το θερμόμετρο και το έκανε βόλτες… περίεργος τρόπος ζωής τελικά.. Περίεργος… χμμμ… διαφορετικός, διορθώνω….
Πηγαίνω και πάλι με την κούπα στο δεξί μου χέρι γεμάτη ζεστό και λαχταριστό καφέ προς τον καναπέ. Ξαπλώνω. Αφήνω την κούπα στο γραφείο μου, φοράω τα γυαλιά οράσεως μου και συνεχίζω να "λερώνω" με υπογραμμίσεις και σημειώσεις το βιβλίο που κρατώ στα χεριά μου…
Σήμερα σηκώθηκα νωρίς. Στις 07.30 ήμουν ξύπνια και σύρθηκα κάτω από την παρατημένη κουβέρτα του καναπέ. Έπιασα να διαβάζω το βιβλίο, που παράτησα μαζί με την κουβέρτα, στον τριθέσιο καναπέ του σαλονιού μου. Έχει συννεφιά σήμερα. Βρέχει. Έπεσε το μάτι μου λίγο προς την μπαλκονόπορτα. Έχω κάτι λιγοστά ρούχα έξω απλωμένα. Δε ξερώ αν βρέχονται κάτω από την τέντα αλλά δεν έχω ούτε διάθεση, ούτε κουράγιο να πάω να το διαπιστώσω…
Μέσα από την κουζίνα μου ακούω το «κλικ» του βραστήρα που μου δηλώνει "φωνάζοντας" πως το νερό έχει βράσει. Σηκώνομαι και σέρνοντας το κορμί μου πάλι πηγαίνω στην κουζίνα. Βάζω στην κούπα μου, που γραφεί το όνομα μου, μια κουταλιά καφέ, τρεις ζάχαρη μαύρη, και μπόλικο γάλα. Ρίχνω το καυτό νερό κι έρχομαι πάλι να πλαγιάσω.
Πριν φτάσω στον καναπέ μου, κάνω μια στάση να δω τι κάνουν τα ψαράκια μου μέσα στο ενυδρείο. Με τούτα και με ‘κείνα δε ξέρω καν αν τα τάϊσα χτες. Το διαπίστωσα όταν όλα όρμηξαν προς την επιφανεια του νερού στα πρώτα φυλλαράκια τροφής. Αν το έκαναν αυτό χωρίς να τα ρίξω τροφή, θα έλεγα πως πρόκειται για ομαδική αυτοκτονία . Εγώ δε με αντέχω τόσες μέρες άρρωστη. Αυτά θα με άντεχαν;
Κάθομαι και τα παρατηρώ. Μετά τον χαμό του Ισίδωρου, του γατόψαρου μου, νιώθω λιγάκι άδειο το ενυδρείο μου. Εκείνος μου έκανε παιχνίδια και νάζια. Πολλές φορές νόμιζα πως είχε πεθάνει. Κολυμπούσε στο νερό ακόμα και ανάποδα. Έτρεχα προς το μέρος του, άνοιγα το καπάκι, έβαζα απαλά το δάχτυλο μου πάνω του κι εκείνος τρομαγμένος άρχισε να τρέχει και να κρύβεται ανάμεσα στα φυτά και στο ναυαγισμένο στοιχειωμένο πλοίο στο κέντρο του «κόσμου» του. Χαμογελούσα. Πάλι με ξεγέλασε. Μονό που μια μέρα… όταν τον ακούμπησα δε σάλεψε πια….Ένας ολόκληρος υδάτινος κόσμος βρίσκεται στη γωνιά του σαλονιού μου. Από την Κατερίνα που πρόκειται να γίνει μητέρα και αναρωτιέμαι πως κουβαλάει το κορμί της και κολυμπάει με τέτοια κοιλιά, μέχρι τον Προκόπη, το σαλιγκάρι που προχτές πήρε «αγκαλιά» το θερμόμετρο και το έκανε βόλτες… περίεργος τρόπος ζωής τελικά.. Περίεργος… χμμμ… διαφορετικός, διορθώνω….
Πηγαίνω και πάλι με την κούπα στο δεξί μου χέρι γεμάτη ζεστό και λαχταριστό καφέ προς τον καναπέ. Ξαπλώνω. Αφήνω την κούπα στο γραφείο μου, φοράω τα γυαλιά οράσεως μου και συνεχίζω να "λερώνω" με υπογραμμίσεις και σημειώσεις το βιβλίο που κρατώ στα χεριά μου…
Κυριακή 09/12/07 10.05
φωτό:http://shathas.deviantart.com/art/Sick-130722676