1.9.11

Τασάκι με αποτσίγαρα

Το τελευταίο ηλιοβασίλεμα του καλοκαιριού πάντα με εντυπωσίαζε διαφορετικά από τα άλλα. Από τότε που γεννήθηκα σε άλλη ζωή θυμάμαι πως πάντα το κοιτούσα ακόμα κι αν χρειαζόταν να κάνω διαδρομή μια που το παλιό σπίτι έβλεπε στη φλαμουριά και στις απέναντι οικοδομές. Περιμένω καρτερικά εκείνη τη βροχή την πρώτη του φθινοπώρου, μια δυνατή καταιγίδα να με παρασύρει ως τις άκρες των βρόμικων δρόμων μαζί με τα βροχόνερα και να κυλίσω στο ρέμα απέναντι. Εκεί που όταν βρέχει ακούγεται σαν καταρράκτης και θυμάμαι την πρώτη ανάμνηση της ζωής μου.
-Μιλάς;
-Όχι.
-Τι κάνεις;
-Χάνομαι γιατί ρεμβάζω…
-…
Χαμόγελο.
Νιώθω μια ηρεμία συντριβής. Σαν να είσαι παρόν σε μια κατεδάφιση. Μηχανές που βογκούν, μπάζα που πέφτουν και σκονίζουν την ανάσα, καδρόνια να σπάνε κι έπειτα σιγή. Και ηρεμία. Κι έπειτα συντρίμμια. Κι ένα τίποτα κρεμασμένο στο χερούλι της εξώπορτας της όρθιας που με προκαλεί να της κάνω "μπου" και να πέσει. Πάντα γελούσα με το παιχνίδι του "μπου"
-Σε τρόμαξα, ε; Έλα πες την αλήθεια.
-Χέστηκα από τον φόβο μου, τι να σου πω.
Αλλά δεν έφταιγαν οι άλλοι που δε τρόμαζαν. Έφταιγα εγώ που ήμουν προβλέψιμη. Όπως και να έχει, τρόμαζαν δε τρόμαζαν εγώ γελούσα με τη φάτσα τους. Είτε την αιφνιδιασμένη-σπανιότατα- είτε εκείνη που αποτυπώνει το άκουσμα κάτι κρύου. Ειδικά με τη δεύτερη γελούσα πολύ. Αλλάζω… αργά ή γρήγορα αλλάζω. Κάποτε όταν έλεγα μαλακία ήταν ένας σοβαρός  λόγος για να μείνω κλεισμένη στο καβούκι μου για μήνες βουτηγμένη στα κόμπλεξ μου μέχρι πάνω από το φωτοστέφανό μου. Μέχρι να βγω για ανάσα και μετά άντε πάλι έλεγα μαλακία και κλεινόμουν. Ο χρόνος μου είχε πέντε ανάσες και τριακόσιες εξήντα ασφυξίες. Ενώ τώρα μου αρέσει τόσο να λέω μαλακίες! Είτε αμπελοφιλοσοφημένες-καλή ώρα- είτε μονοσύλλαβες.
Νυχτώνει νωρίς. Και σήμερα που πήγα να πάρω ανάσα έβαλα ζακέτα και παντελόνι. Ούτε που θυμάμαι πόσο καιρό έχω να βάλω παντελόνι μακρύ. Τόσο που μου έπεφτε και το κρατούσα για να μη πέσει και φανεί το βρακί μου. Το πατούσα με τα παπούτσια μου κι έπειτα δε νοιαζόμουν πέρα από το να μη πέσω. Ούτε πως λερωνόταν με ένοιαζε. Ούτε πως ήταν λευκό με αφορούσε. Μονό να μη πέσω με ενδιέφερε. Δε μπορώ να πέφτω κι άλλο. Μου φτάνουν οι φορές που μάτωσαν τα γόνατά μου. Έχω γεμίσει σημάδια. Θέλω ένα μαντζούνι που να φτιάχνει δέρμα παρακαλώ. Να το φοράω όταν τα σημάδια μου θυμίζουν πληγές αιμορραγούσες για καιρό. Ή να το φοράω για καλό. Πληρώνω όσο όσο από τον πρόσφατα περικομμένο μου μισθό. Μου αρέσει που νυχτώνει νωρίς. Ο χρόνος μου κυλάει σε άλλους ρυθμούς. Σκοτεινή και νυχτωμένη περιπλανημένη ανάμεσα σε σύννεφα και ανάσες, ανάμεσα στην κολακεία και την εκδίκηση σαν σκέψη που χάνεται όταν τα μάτια ανοίγουν και η τελευταία φράση ήταν ‘‘Να θυμάμαι τη σκέψη’’ που μόλις ξυπνάω χάνεται. Κουβαλάω την κατάρα της Ντόρις από γεννησιμιού μου. Πριν περάσουν δυο δεύτερα αφύπνισης ξεχνάω το ποια είμαι και χάνομαι. Αποθηκεύω τόσα στο υποσυνείδητο ασυνείδητα που στο τέλος θα γίνει τις πουτάνας εκεί μέσα και όταν αρχίζουν να πετάγονται οι τελευταίες σκέψεις πριν το άνοιγμα των ματιών δε θα ξέρω από πού να τις μαζέψω. Το μυαλό μου αρνείται να καταγράψει πληροφορίες κι έτσι γίνομαι και πάλι ενέργεια και ζω από την αρχή. Κάθε λεπτό. Και να δεις πως οι πρώτοι διάλογοι θα είναι
-Α! Γεια!
-Με κοροϊδεύεις; Με ξέρεις πολύ καλά!
-Εγώ; Εσένα; Σοβαρά;
-Ναι. Κι εγώ εσένα.
-Νομίζεις…
Σιχαίνομαι το κρύο. Και τον καύσωνα. Κι έτσι έχω σκοπό να νιώσω αυτό το Φθινόπωρο μέχρι το τελευταίο ετοιμοθάνατο κύτταρό μου. Και μπορεί να είναι το τελευταίο μου αλλά δε θα είναι, έχω μια ζωή να κουβαλήσω…



Θέλω να δω τα στρουμφ σε 3D για να δω πως
είναι να ζεις σε μανιτάρι.
Κι αυτή η συναυλία 
δεν παρακολουθήθηκε ποτέ….
Α! Και σήμερα άστραψε…