14.4.13

Entschuldigung



Για να κερδίσω κάτι, χάνω κάτι άλλο. Σαν κατάρα εκ γενετής. Μου λείπει το χρωμόσωμα της ισορροπίας και πάντα πέφτω όταν θέλω να σταθώ ανάμεσα σε αυτό που θέλω και σε αυτό που επιβάλλεται. Δε μπορώ να πω πόσες φορές γκρεμίζομαι στο ένα ή στο άλλο. Έτσι δε μπορώ να καταλήξω στο αν είμαι επιρρεπής ή συνεπής. Μπουμπούνιζε, άστραφτε κι έβρεχε πολύ όταν έπεσα να κοιμηθώ στις οκτώ και τέσσερα το πρωί. Είχα να νανουριστώ με τέτοια μουσική απο πρόπερσι. Δε κοιμόμουν στ' αλήθεια, ο ένας εαυτός μου έμεινε με τα μάτια ανοιχτά να μου περιγράψει τις εικόνες και τους ήχους. Μάλλον γι αυτό αναστέναξα άτσαλα και γέμισαν τα τζάμια υδρατμούς. Οι επιθυμίες μου, μου πάνε κόντρα και ο καιρός λιγοστεύει· στιγμή στιγμή πλησιάζω στο τέρμα και παθαίνω κρίσεις πανικού. Σπαταλάω τα όνειρά μου σε πεζοδρόμια βρώμικα. Πουλάω σκέψεις με το κιλό κι επιβιώνω όπως όπως. Θα πουλήσω πρώτα εκείνη που όταν έρχεται μου γαμάει τον ύπνο και ξενυχτάω κουρελιασμένη. Και τα χαράματα σηκώνομαι να κλείσω τα πατζούρια μέχρι την τελευταία γρίλια και κοιμάμαι. Και η σκέψη μεταμορφώνεται σε εφιάλτη και μου τρώει τα μάτια. Και πετάγομαι όρθια και ιδρωμένη, το δωμάτιο είναι θεοσκότεινο, δε βλέπω τίποτα, ουρλιάζω, βάζω τα χέρια μου πάνω στα μάτια μου να δω αν τα μάτια μου είναι στη θέση τους. Ανάβω το πορτατίφ να ελέγξω τις αισθήσεις μου και μετά το κλείνω και κοιμάμαι πάλι. Αυτό που μέσα μου γεννήθηκε άγριο, μέρα με τη μέρα αγριεύει και μου δημιουργεί μια ρυτίδα ανάμεσα στα φρύδια. Την πιάνω, την τεντώνω, την καλοπιάνω για να φύγει· δε θέλω να γεράσω θυμωμένη. Οι θυμωμένες γυναίκες γίνονται άσχημες γριές. Εμένα μου αρέσουν οι άλλες οι γριές, οι στρουμπουλές, με τα μάτια τα ευγενικά, τα γεμάτα φως μάτια, που το δέρμα τους τσιτώνει πάνω στα ροδαλά τους μάγουλα. Αυτό που απο μέσα μου με τρώει, μόλις άλλαξα δεκαετία κι έγινα τριάντα ξεκίνησε να με κατασπαράζει. Δε φταις εσύ, μην ταυτίζεις τους καιρούς. Τέσσερα χρόνια τώρα ξεμένω απο άκρα και απο σπλάχνα και μοιάζω άσπλαχνη αλλά δεν είμαι, αλήθεια δεν είμαι, τεστάρω τις αντοχές μου κάθε φορά που μπαίνω στο μπουρδέλο και γίνομαι πόρνη για δώδεκα ευρώ τη βραδιά. Τα Σάββατα πληρώνομαι διπλά· παράπονο δεν έχω. Ο νταβατζής μου είναι χουβαρντάς και ανοιχτοχέρης. Και ταΐζει το μυαλό μου σκατά με γεύση φράουλας. Με όλες τις πουτάνες του ο ίδιο κάνει. Κι έτσι, όταν η βάρδια τελειώνει λέμε "...και δόξα τον θεό που έχουμε αυτά που έχουμε" Και στο τέλος μας μένει απλά μια ξεχειλωμένη τρύπα. Που όταν το τίποτα θα απομείνει να ευγνωμονούμε, τότε η τρύπα θα μετακομίσει στο κεφάλι. Εκεί, ανάμεσα στα φρύδια μου. Δίπλα στη ρυτίδα που την πιάνω, την τεντώνω και την καλοπιάνω για να φύγει...

...θα ονειρευτώ
πρίγκηπες σωτήρες...