Αυτή τη μέρα σου τη χαρίζω, δεν είναι κανείς εδώ γύρω να μου αποσπά την προσοχή. Οι δρόμοι άδειασαν, τα πουλιά σώπασαν. Ακόμα και η Φύση δε μιλά, δεν είναι σίγουρη αν θέλει να κλάψει ή όχι.
Σου αφήνω αποτσίγαρα να γεμίσει το τασάκι σου. Ένα για κάθε σκέψη μου. Κάθισε μαζί μου. Σήμερα είμαστε οι δυο μας. Εγώ κι εσύ, η μια απέναντι στην άλλη. Δε ξέρω αν σε κάνω και πολύ κέφι σήμερα, ούτως ή άλλως πάλι απρόσκλητη ήρθες, μα νομίζω πως θα τα πάμε καλά μέχρι να νυχτώσει και η αυριανή μέρα…
Βάλε ένα ποτό κι έλα μείνε δίπλα μου. Κι ας σιωπάς, δε με πειράζει, σιωπηλή ήσουν πάντα. Μα όχι αμήχανη. Άπλωσε τα πόδια σου πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού και κάνε τα όλα άνω-κάτω. Μη φοβάσαι… δε θα έρθει κανείς να κρίνει. Το σπίτι θα μείνει αδειανό μόλις φύγουμε οι δυο μας…
Βάλε τραγούδια σιγανά, δε θέλω θόρυβο για σήμερα. Εγώ κι εσύ, Μοναξιά μου, απομείναμε να γιορτάσουμε. Ας το κάνουμε όπως θέλουμε εμείς. Σε προσκαλώ σε διάλογο παραλογισμού. Έλα να τα πούμε…
Άσε το τηλέφωνο να χτυπά, κάποια στιγμή θα σταματήσει. Και αν θες να απαντήσεις, να τους πεις πως λείπω στη δουλειά. Σήμερα δε θέλω παρέα άλλη. Σιχαίνομαι τις τυπικούρες και τα συγκαταβατικά τηλεφωνήματα. Ο καθένας ας μείνει στον κόσμο του για σήμερα. Κι εγώ στον δικό μου…
Εσύ φιγούρα καραβίσια κι εγώ μια θάλασσα που σε κυκλώνει
Να μη μ’ αφήνεις μόνη….
Εσύ ανοίγεις τα πανιά κι εγώ την αγκαλιά μου αρμενίζεις
Να φεύγεις να γυρίζεις…
Μες το ζεϊμπέκικο κορμί σου ταξιδεύεις όλα εκείνα που αγαπώ
Κύμα η ψυχή μου και θυμήσου για δρόμο δίχως γυρισμό ένα ταξίδι είμαι κι εγώ
Μες το ζεϊμπέκικο κορμί σου…
Εσύ ανοίγεσαι βαθιά και βρέχω χίλια χάδια το σκαρί σου
Σαν σπάζω στο φιλί σου…
Τους καιρούς δε τους φοβάσαι σε λιμάνια δε κοιμάσαι έχεις λύσει τα σχοινιά
Άγριο πράγμα η ομορφιά…
Μες το ζεϊμπέκικο κορμί σου ταξιδεύεις όλα εκείνα που αγαπώ
Κύμα η ψυχή μου και θυμήσου για δρόμο δίχως γυρισμό ένα ταξίδι είμαι κι εγώ
Μες το ζεϊμπέκικο κορμί σου…
Μες το ζεϊμπέκικο κορμί σου ταξιδεύεις όλα εκείνα που αγαπώ
Κύμα η ψυχή μου και θυμήσου για δρόμο δίχως γυρισμό ένα ταξίδι είμαι κι εγώ
Μες το ζεϊμπέκικο κορμί σου…
Για ‘σένα που δε θα βρεθείς ποτέ εδώ να το ακούσεις…
Μόνο γι’ απόψε ξάπλωσε στα πόδια μου και αποκοιμήσου. Δε με νοιάζει το αύριο. Μικρές κουκίδες στον κόσμο του χρόνου είμαστε. Φύλαξε το κορμί μου μες την αγκαλιά σου, ζέστανε τον πόνο μου με την ανάσα σου.
Μόνο γι’ απόψε κοιμήσου πλάι στο κορμί μου. Ασήμαντες υπάρξεις ο κόσμος γύρω μας, κι εμείς μικροί θεοί που μετουσιώνουμε την ύπαρξή μας μέσα στις στιγμές.
Μόνο γι’ απόψε ακούμπησε το στόμα σου πάνω στο δικό μου και δώσε μου πνοή μέσα από την πνοή σου. Σφράγισε με τα χείλη σου όλη την ενέργεια του κορμιού μου και φύλαξε τη καλά˙ είναι ό,τι πολυτιμότερο έχω.
Μόνο γι’ απόψε ταξίδεψε στα όνειρά μου, γίνε όνειρο και μπες μέσα τους. Γίνε αέρας και δώσε τους ζωή. Γίνε φιλί και βάψε τα κόκκινα. Γίνε βροχή και ξέπλυνέ τα. Γίνε δάκρυ και δώσε τα ομορφιά.
Μόνο γι’ απόψε άπλωσε το χέρι σου και ζήτα με σε χορό. Πιάσε με, τύλιξε το σώμα μου με το ένα σου χέρι και πες μου όλα όσα έχεις μέσα από σιωπηλές φιγούρες γεμάτες πάθος. Μίλησέ μου με τα μάτια σου.
Τρέμοντας μην ζήσει μόνος του ως τα 80, μελαγχολούσε στο παράθυρο, σα να ‘χε μείνει πάνω σε ένα τρένο μία στάση πέρα από τον προορισμό του
Η νύχτα είναι δικιά μου και δικιά σου, μακρινή αγάπη, ολέθρια, που τώρα δεν ζω παρά για να σ αναστήσω. Μα να που τα λόγια δεν φτάνουν πια. Τα λόγια είναι φενάκη κι η αλήθεια εσύ. Εσύ μένεις να με οδηγείς με την σκοτεινή φωτοβολίδα σου στο χάος αυτό, το χάος μου, που φρόντισες να το γεμίσεις με την φωνή σου.
Τι ήρθα; Που πάω; Τι ζητώ; Γιατί χωρίς εσένα λιγόστεψε το φως μου;Μακρινή, μακρινή που μου φαίνεσαι αγάπη μου. Μακρινή, μακρινή που είσαι τώρα.
Μ’ άφησες τα σημάδια σου ανεξίτηλα. Τόσα ρούχα, τόσες γραφές στον αέρα, τόσα αποτυπώματα στην σκιά. Πως να πω ότι όλα αυτά ήταν ενέργεια κι εσύ ξαναγύρισες στην πηγή σου;
Θέλω να έρθω να σε βρω. Είσαι γλυκιά και σ’ αγαπάω. Μονάχα όταν έρχεσαι να σε δω να φοράς τα ρούχα που μ' αυτά σε γνώρισα, έτσι σ αγάπησα, έτσι σε πίστεψα. Σε αισθάνθηκα λίγο μακρινή όταν γύρισες από την Αμερική. Μετά απόκτησες μία κρούστα ασάφειας. Απ’ το να τα πνίγεις όλα μέσα σου, κόντευες να πνιγείς η ίδια.
Σ αυτό το πολύ βιαστικό πέρασμά μας από την γη, καθένας μας αφήνει μιαν ανάσα, μια πνοή κι όλα μετά τα σβήνει.
Μην ζητάς να μάθεις πιο βαθιά τα μυστικά, δεν υπάρχουν, μα κι αν υπήρχαν, δεν τα ξέρουμε κι αυτά, δεν τα ξέρουμε
Δεν έχω άλλα δάκρυα. Μισώ το γράψιμο που με εκτόνωσε, που μου δίνει την αίσθηση ότι κάνω το χρέος μου απέναντί σου. Το μόνο χρέος μου, γλυκιά μου αγάπη, για πάντα χαμένη, είναι να κλαίω για σένα, να κλαίω, να κλαίω…
Ψέματα που κάνουν την ψυχή ανελεύθερη˙ φυλακισμένη από ανθρώπους που τα ζητούν και μετά έχουν ένα τεράστιο ‘‘κατηγορώ’’ εναντίων σου, λες και είναι έτοιμοι να αντέξουν τις αλήθειες σου. Βάζουν την ταμπέλα ‘‘Ψεύτης’’ και σε διώχνουν από τη ζωή τους, εξορίζοντάς σε, χωρίς να μπουν στον κόπο να σκεφτούν πως οι ίδιοι με λαχτάρα το ζητούν για να μη ξεβολέψουν την ήρεμη συνείδησή τους. Και χαιρέκακα, σχεδόν, τη «βρίσκουν» που είναι και από «πάνω»
-Που ήσουν χτες το βράδυ; -Άν σου πω με τον Κώστα, θα το αντέξεις; -Όχι… -Με τη Σόφη ήμουν λοιπόν…
…και μετά θυμός μες την ψυχή….
Ψέματα που ο δρόμος τους είναι δύσκολος. Η αλήθεια είναι μπροστά, ολοζώντανη, δε χρειάζεται να την εφεύρεις, όπως το ψέμα, που μετά πρέπει να το συντηρήσεις κι όλας. Άνοιξε τ’ αυτιά σου, άνοιξε το μυαλό σου, κι εγώ θα σου δώσω όλη την αλήθεια μου μέσα από τα δικά μου μάτια. Κι ας πονά. Εγώ θα επουλώσω τις πληγές σου, αρκεί να αποδέχεσαι τις αλήθειες μου…
-Μου το υπόσχεσαι; -Δε μπορώ… -Υποσχέσου! -Υπόσχομαι…
...και μετά απογοήτευση στη ματιά…
Ψέματα που πονούν, μα βολεύουν, γιατί είμαστε αδύναμοι στον πόνο που προκαλεί το άκουσμα της αλήθειας. Ψέμα στο ψέμα μεγαλώσαμε, μα το ψέμα δε μπορεί εύκολα να επιβιώσει στην «απρόσεχτη» ζωή μας. Η αλήθεια πιο δυνατή από κάθε αξία, θα φανερωθεί μπροστά σου σε χρόνο ανύποπτο και θα σου αφήσει διπλά πικρή γεύση. Εκείνη της προδοσίας , της κρυμμένης αλήθειας που ούτως ή άλλως δεν ήθελες να ακούσεις…
-Γιατί… γιατί μου είπες ψέματα; -Επειδή το ζήτησες με τον τρόπο σου…
…και μετά η ζωή γίνεται θρύψαλα από ένα κρυστάλλινο ποτήρι που γλίστρησε από τα χέρια με δύναμη στο πάτωμα…
Αλήθειες που προσφέρουν πόνο και καταπατούν τον εγωισμό, μα μέσα από αυτές γίνεσαι πιο ανθεκτικός, πιο ζωντανός, πιο λαμπερός, μπορείς να αγαπήσεις χωρίς εγωισμούς, υπεκφυγές, ανασφάλειες. Άσε με ελεύθερη να σου λέω τις αλήθειες μου, μη μου δίνεις την επιλογή να σου πω ψέματα. Η Αγάπη δεν κρύβει ψέμα. Κοίταξέ με… είμαι ολοζώντανη μπροστά στα μάτια σου.
Ρέθυμνο, καλοκαίρι του 1992. Η πόλη αργοξυπνούσε έτσι καθώς ανηφόριζα από την παραλία. Περπάταγες ακριβώς δίπλα μου και αυθόρμητα σου είπα "Καλημέρα". Μακριά, το πρώτο φως, έσκαγε στην βουνοκορφή και ο ουρανός δεν είχε ίχνος σύννεφου.
Βιέννη, Χριστούγεννα του 1991. Στη Ρααμστρασε ο ουρανός είχε σχεδόν καθίσει πάνω στα σπίτια, λίγο πριν αρχίσει να διαλύεται σε κομμάτια που έπεφταν επάνω μου και με κατάπιναν. Πάει ώρα που σε κυνηγούσα από γωνία σε γωνία μέσα στην αδηφάγα λαιμαργία της πόλης που με εξαφάνιζε, ανάμεσα στα δαιδαλώδη της σχήματα, στις γωνίες και τις τεθλασμένες, το μόνο που δεν είχε σχήμα, ήταν ο ουρανός.
Μόναχο, πρωτοχρονιά του 1992. Πελώριες οι σάλπιγγες αντηχούσαν στην κεντρική πλατεία, κάτω από έναν καθαρό, αλλά παγωμένο ουρανό. Το μάτι μου σε πήρε ανάμεσα στο πλήθος, αλλά τα πόδια μου ήταν βαριά από την κούραση και την ορθοστασία. Σε λίγο είχες χαθεί.
Σκόπελος, καλοκαίρι του 1990. Θάλασσα και ουρανός είχανε γίνει ένα. Ο ήλιος βυθιζότανε στην άκρη ενός γαλάζιου τοπίου κι εγώ ονειρευόμουνα την αφόρα του φεγγαριού.
Νανσίο , φθινόπωρο του 1991. Ποιος το περίμενε ποτέ να βρεθείς σε έναν δρόμο που να ονομάζεται "Οδός της ερημιάς μου" Η προοπτική του χανότανε στον ουρανό, έμεινα εκεί ώρα πολλή χωρίς να περιμένω απολύτως τίποτα.
Ρέθυμνο, τέλη καλοκαιριού 1992. Ξαναγυρίζω. Δεν είχα άλλη επιλογή. Πάντα θα ξαναγυρίζω. Δεν είναι απλά ένας τόπος όπου πηγαίνεις, αλλά από όπου επιστρέφεις, με τα μάτια γεμάτα ουρανό. Μόνο ουρανό. Τίποτα άλλο από ένα βαθύ, καταγάλανο και καθαρό ουρανό. Και κατάλαβα πως αυτός ο ίδιος ουρανός με ακολουθούσε για πάντα...
Δε γεννήθηκα χτες, περπάτησα δρόμο μεγάλο για τα μέτρα μου, μακρύ για τη ζωή μου. Πέρασα ανάμεσα από γιγάντια κύματα που προσπάθησαν να με πνίξουν μα πάλεψα μαζί τους. Άφησα τα βήματά μου σε δρόμους ανηφορικούς που προσπάθησαν να με λυγίσουν, μα συνέχισα. Ξάπλωσα σε κρεβάτια κόκκινα γεμάτα πόθο και πάθος που προσπάθησαν να κρατήσουν εκεί μα σηκώθηκα. Βρέθηκα ανάμεσα σε ανθρώπους που ήθελαν να με κρατήσουν δέσμιά τους, μα τους ξέφυγα…
Άκου Φίλε…
…η ψυχή μου γέμισε θυμό που παραλίγο να με κατασπαράξει και τον έβαλα απέναντι μου και τον πολέμησα. Η καρδιά μου γέμισε οργή που παραλίγο να με βουλιάξει και κούνησα τα πόδια μου μέσα στη λάσπη της και βγήκα πάλι στην επιφάνεια. Η ματιά μου γέμισε με φόβο μα τον νίκησα. Σιχάθηκα κάποια στιγμή τους ‘‘δήθεν’’ που αποτελούν τον κόσμο που περνούσε από δίπλα μου και άνοιξα το βήμα μου να τους προσπεράσω. Βρέθηκα μπροστά από εκείνους, βήματα πολλά, τόσα που τους έχασα από τα μάτια μου. Πορεύτηκα μόνη μου…
Άκου Φίλε…
Αγρίμι η ύπαρξή μου, δε μπορεί να ζήσει στη σκλαβιά που της προσφέρεις. Μάθε με, αν θες, και μείνε χωρίς αλυσίδες και δεσμά. Δως της το τίποτα σου, αρκεί να είναι αληθινό…
Άκου Φίλε…
…χτες το βράδυ πέθανα στο όνειρό μου μα δε φοβήθηκα. Άνοιξα τα φτερά μου και πέταξα πάνω από ανθισμένα λουλούδια… έγινα πεταλούδα…
Άκου Φίλε…
...πάρε τα χέρια μου και βάλε τα μέσα στα δικά σου. Μόνο αγάπη έχω να σου δώσω μέσα από αυτά. Και τότε θα ακούσεις όλο το είναι μου να σου ψιθυρίζει γλυκά στο αυτί ‘‘σ’ ευχαριστώ που υπάρχεις’’…
Νιώθω μια γλυκιά μελαγχολία στο άκουσμα μιας μουσικής, ενός στίχου. Κοιτάζω έξω από το παράθυρο το ψιλόβροχο και αναπολώ, θυμάμαι. Κλείνω τα μάτια και βρίσκομαι σε μέρη νοσταλγικά που χαίρομαι που ακόμα δε ξέχασα. Περπατώ σε δρόμους παρελθοντικούς γεμάτους με μυρωδιές από καραμέλα, σε δρόμους γεμάτους με παιδικές φωνές, σε δρόμους γεμάτους με εφηβικούς έρωτες. Σε δρόμους γεμάτους πόνο, σε δρόμους γεμάτους γνώση και απόγνωση, σε δρόμους γεμάτους χαμόγελα, σε δρόμους γεμάτους δάκρυα χαράς ή λύπης.
Νοσταλγώ…όλους εκείνους τους δρόμους που περπάτησα και που με έβγαλαν στο σημερινό μου μονοπάτι που το δημιουργώ με τα βήματά μου. Αγαπώ τις αναμνήσεις μου. Αγαπώ κάθε στιγμή που έφυγε και που θα φέρει μια άλλη ολοκαίνουρια μπροστά μου…
Στρίβω σε σταυροδρόμια του μυαλού˙ είμαι τραγούδι, είμαι στίχος, είμαι χρώμα, είμαι σύννεφο, είμαι σταγόνα, είμαι ανάμνηση, είμαι ύπαρξη, είμαι ένας μεγάλος Έρωτας, είμαι ξεχασμένη…
Κλείνω σε φάκελο σκέψεις γραμμένες σε αρωματικό χαρτί παιδικής αλληλογραφίας και τον βάζω στο γεμάτο γραμματοκιβώτιο του χρόνου, σπρώχνοντας τον με το δάχτυλο για να χωρέσει κι αυτός μαζί με τους άλλους που επιστραφήκαν πίσω από άγνωστους παραλήπτες. Γράμματα που έμειναν ανεπίδοτα, σκέψεις χωρίς φωνή, λέξεις στο χαρτί που ο χρόνος τις έκανε μουτζούρες…
Έκανα κόπο πολύ, τα χέρια μου πόνεσαν, οι παλάμες μου μάτωσαν και τα δάχτυλά μου κόπηκαν στην προσπάθεια μου να σκαρφαλώνω στη ματιά σου. Εκεί, κρυμμένη στη σκοτεινή πλευρά του μυαλού σου, έριξα το σχοινί στις βλεφαρίδες σου και πιάστηκα σκαρφαλώνοντας σιγά και σταθερά μέχρι να με προσέξεις. Έμεινες έκπληκτος μπροστά στη θέα των δικών μου ματιών που κοίταζαν την απύθμενη ψυχή σου μέσα στα δικά σου μάτια… δε με περίμενες…σ’ αιφνιδίασα…
Μέσα στο σταμάτημα του χρόνου ακουμπώ ένα χάδι πάνω στο πρόσωπό σου και διακρίνω ουλές από παλιές πληγές που επουλώθηκαν, μα τα σημάδια έμειναν εκεί για να σου θυμίζουν να μη ξεχνάς. Παίρνω ένα δάκρυ σου και το ρίχνω πάνω στα διψασμένα, για αγάπη, χείλη σου…
Ο χρόνος κάνει μια ρωγμή και πιασμένοι χέρι με χέρι νιώθουμε να πέφτουμε μέσα της μα βγάζουμε φτερά και πετάμε πάνω από τον κόσμο μας παρατηρώντας τις αλλόκοτες ζωές των ανθρώπων. Ακόμα και τις δικές μας. Μας κοιτάζουμε από ψηλά να γελάμε, να κλαίμε, να ζούμε ή να νομίζουμε πως ζούμε. Με τα ‘‘θέλω’’ μας αδιάφορα μπροστά στις ανάγκες μας, άλλα ψάχνουμε και άλλα κοιτάζουμε αναζητώντας τα πάντα σε λάθος κρυψώνες…
Ήρθες και ξάπλωσες στα πόδια μου αδιαμαρτύρητα και απαλά Όσο η φωνή σου χανόταν μέσα στην κραυγαλέα σιωπή σου, το σώμα σου μιλούσε ασταμάτητα χωρίς λέξεις, χωρίς νοήματα. Ακολούθησες τα ίχνη μου και βρέθηκες πλάι μου. Έτσι απλά…
Ακολουθώντας μικρές ενοχικές σκέψεις άφησα το μυαλό μου να συνταξιδέψει μαζί με το δικό σου χωρίς αιτία, από ανάγκη μάλλον. Μια ανάγκη ενστικτώδη που βάζει τα βήματά μου δίπλα στα δικά σου, ακολουθώντας τη φιλοσοφία του Παπάζογλου ‘‘Θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό’’…
Απλώνω τα χέρια μου και μένω πάνω στο πρόσωπο σου για ώρα˙ θέλω να αποτυπώσω τη μορφή σου πάνω στα ακροδάχτυλά μου. Κοιτάζω βαθιά τα πράσινα μάτια σου και χάνομαι μέσα στα λιβάδια της ηρεμίας τους. Προχωρώ ξυπόλυτη πάνω τους περνόντας ανάμεσα από τα μικρά βαμβακένια άνθη της λεύκας. Γυρίζω γύρω από τον εαυτό μου, γελώ δυνατά, χορεύω πάνω τους έναν χορό ερωτικό…
-Μου λείπεις… -Είμαι εδώ… -Κι όμως… μου λείπεις…
Ψίθυροι που μοιάζουν με μυστικά καλά φυλαγμένα που δεν έχουν καμιά ανάγκη να δουν το φως της ημέρας. Μένουν μόνα τους στη σιωπή που τονίζει τη σημαντικότητά τους. Σε κοιτώ κατάματα…δε θέλω κάτι άλλο…
Σηκώνεσαι και αφήνεις τα πόδια μου γυμνά από το σώμα σου να κρυώνουν χωρίς τη ζεστασιά του. Φεύγεις… μα δε με ενοχλεί. Μόνο σβήσε το φως… θέλω να κοιτάζω τη φιγούρα σου καθώς θα γίνεται σκιά και θα χάνεται μες το σκοτάδι…
Μουσικές αναπάντεχες με ακούμπησαν και μου αποσπάσανε την προσοχή από την καθημερινότητα μου… βρέχει… βγαίνω στο μπαλκόνι και κοιτάζω ψηλά τον γκρίζο ουρανό να νιώθει ανακούφιση βρέχοντας, όπως εγώ, όταν κρατώ για μέρες τα δάκρυα κλειδωμένα κάτω από τα βλέφαρά μου για μέρες… τι μοναδικά εξαιρετική στιγμή…
Θυμάμαι ξεχασμένους και περασμένους έρωτες όταν βρέχει. Ο καθένας έχει κι ένα κομμάτι της καρδιάς μου, εκείνο που του αναλογεί. Κι όμως δε νιώθω κομματιασμένη. Έχω πολλά ακόμα να δώσω.
Κάθε σταγόνα της και μια θύμηση. Μια λησμονημένη ανάμνηση που σκάλωσε στη γωνιά των χειλιών μου κάνοντας κούνια κάτω από το χαμόγελό μου. Αναμνήσεις γεμάτες χρώματα και φως. Όμορφες και άσχημες,και τώρα που το σκέφτομαι οι όμορφες υπερτερούν. Λόγια τρυφερά, στιγμές ονειρεμένες…
Σκύβω λίγο πιο έξω και αφήνω τη βροχή να μουσκέψει το πρόσωπο μου. Θέλω να βγω και να περπατήσω ξυπόλητη πάνω στα πεζοδρόμια να πλατσουρίσω στα νερά της. Νιώθω μια υπεροχή, μια έντονη αίσθηση ελευθερίας.Νιώθω πως μπορώ να ρίξω το λάσο μου και να πιάσω ένα σύννεφο και να με πάρει σε μέρη αλλόκοσμα να με ξεναγήσει όσο ακούραστο με κουβαλάει πάνω του… Βροχή… βροχή μου… μείνε λίγο ακόμα…
Ανάβω τσιγάρο. Νιώθω λίγο ένοχη, άφησα μια δουλειά στη μέση. Μα υποτάσσομαι στο κάλεσμά της και αποφασίζω πως η δουλειά μπορεί να περιμένει. Η βροχή είναι ταξιδιάρα. Ελεύθερη σαν τα πουλιά. Δε περιμένει, δε ξαποσταίνει. Δεν έχει αφετηρία, ούτε προορισμό. Απλά ταξιδεύει. Πάνω σε γκρίζα μεγάλα σύννεφα…
Το υγρό χώμα ευωδιάζει. Μουσκεμένα φύλλα που έχουν κρεμασμένο ένα δάκρυ που πέφτει κι εκείνα αναπάντεχα τινάζονται και τραμπαλίζονται σε ένα χορό γεμάτο αρμονία και ρυθμό. Τιτιβίσματα πουλιών που βγήκαν από τιςφωλιές τους μετά το γρήγορο πέρασμά της από τον κόσμο μου. Σταμάτησε να βρέχει. Κι εγώ γεμάτη από την ενέργειά της και ξεσκονισμένη από το νερό της γυρίζω και πάλι πίσω στην καθημερινότητά μου…
Φθινόπωρο στον Έρωτα, απόψε ανατέλλει… Αρισμαρί και μέλι μύρισαν τα βουνά Κι εγώ κοιτάζω σιωπηλός το χώμα το βρεγμένο σαν κάρβουνο αναμμένο Η ομορφιά πονά
Φιλί γυρεύω τ’ ουρανού κι αυτός μου δίνει στάχτη Μα απ’ της καρδιάς τ’ αδράχτι σαν θέλω να κοπείς Σαλεύουν τα πορτόφυλλα ,κι η κλειδωνιά γυρίζει Αέρας μου σφυρίζει,aν έρθεις μην αργείς….
Γδύσου κι από τα μάτια μου Πάρε νερό και πλύσου Ο χωρισμός θυμήσου Είναι χειμωνανθός Τη λύπη την κατοίκησα σε νύχτα και σε μέρα Σ’ αφήνω στον αέρα για να σε βρω στο φως…
Η αγάπη φόβους κι όνειρα δείπνα προτού ραγίσει Στου πόνου το ξωκλήσι αγιάζει η ερημιά Κι εγώ μια θλίψη που ζητώ για να με σημαδέψει Το φως πριν βασιλέψει Θα σ’ αρνηθώ ξανά
Γδύσου κι από τα μάτια μου Πάρε νερό και πλύσου Ο χωρισμός θυμήσου Είναι χειμωνανθός Τη λύπη την κατοίκησα σε νύχτα και σε μέρα Σ’ αφήνω στον αέρα για να σε βρω στο φως…
Γδύσου κι από τα μάτια μου Πάρε νερό και πλύσου Ο χωρισμός θυμήσου Είναι χειμωνανθός Τη λύπη την κατοίκησα σε νύχτα και σε μέρα Σ’ αφήνω στον αέρα για να σε βρω στο φως…
Βγαίνω στο μπαλκόνι μου σε έναν σκοτεινό ουρανό να αφήσω σκέψεις να καθίσουν πάνω στα καινούρια φύλλα των δέντρων να κάνουν παρέα σε μουσικές από πουλιά που κελαηδούν. Πετάγομαι στον αέρα με δύναμη σαν να ταξίδεψα πάνω σε έναν φελλό από ένα μπουκάλι σαμπάνιας που κάποιος την άνοιξε για να γιορτάσει. Κι εκεί ταξιδεύοντας βρέθηκα σε κόσμους ονειρεμένους ανάμεσα σε άστρα που φέγγουν ή τρεμοσβήνουν…
Ακροβατώντας πάνω σε τεντωμένο σχοινί με τα χέρια ανοιχτά να κρατώ ισορροπίες μέσα μου, νιώθω τα γόνατα μου να λυγίζουν και παραπατώ, ενώ τα μάτια ανοίγουν διάπλατα στο κενό με μια εικόνα φόβου ζωγραφισμένη πάνω τους. Οι μαύρες τρύπες των ματιών μου μένουν καρφωμένες στο άπειρο όσο τα πόδια μου ‘‘κλειδώνουν’’ για να μη πέσω. Σάμπως… και αν πέσω που θα βρεθώ; Κλείνω αμυντικά τα μάτια μου…
…τα ανοίγω ξανά γυρίζοντας πίσω και νιώθω τα πόδια μου να πατούν πάνω στο μωσαϊκό του μπαλκονιού μου. Στρίβω ένα τσιγάρο και αφουγκράζομαι τους ήχους που υπάρχουν γύρω μου. Δυνατά σιωπηλοί και υπέροχοι ήχοι. Μου αρέσει η νύχτα· ανέκαθεν δηλαδή... ο αέρας γεμίζει με σκέψεις ξάγρυπνες, με όνειρα και φαντασιώσεις. Εστιάζοντας περισσότερο σεαυτούς, μπορώ να ακούσω ακόμα και τους ψύθιρους αυτών. Αισθάνομαι σαν να υποκλέπτω τις πιο κρυφές συνομιλίες από σκέψεις παράτολμες. Η νύχτα είναι Έρωτάς…
Το τσιγάρο μου κάηκε και μαζί του κάηκαν και οι σκέψεις μου. Ακουμπισμένη με τους αγκώνες μου πάνω στα κάγκελα, σκύβω το κεφάλι μου και κοιτάζω τα πόδια μου τα γυμνά να πατούν πάνω στο κρύο μωσαϊκό. Νιώθω το σώμα μου να ριγεί. Κρυώνω…
Μπήκα στο σαλόνι και πλησίασα το κρεβάτι μου. Ακούμπησα το κεφάλι μου στομαξιλάρι αφήνοντας τις καμένες μου σκέψεις να γίνουν όνειρα μέχρι το πρώτο φως της καινούριας μέρας…