20.2.16

Chaos

Με έχει πιάσει μανία και τρώω ματαιότητα με την κουτάλα της σούπας αχόρταγα
Στραβοκαταπίνω και βήχω μισοπεθαμένα
Μου χτυπάς την πλάτη
Και είναι σαν να μου ρίχνεις σφαλιάρες στο μυαλό
Παίρνω ανάσες και συνεχίζω
Το ίδιο αχόρταγα με πριν
Με πιάνει μια φυγή από το λαιμό και με σφίγγει και με ταρακουνάει
Λίγο πριν καταπιώ την τελευταία μου μπουκιά
Ασφυκτυώ ακόμα και μέσα στο Σύμπαν
Δεν έχω χώρο να κρυφτώ από τις εμμονές μου
Είμαι ξεβράκωτη απέναντι στον εαυτό μου
Θα ήθελα να υπάρξει ένας ανθρωπος να με δει ξεβράκωτη χωρίς να τρομάξει
Είμαι ένας κώλος γεμάτος σπυριά κυκλοθυμίας
Τρέχω πάνω κάτω αυτιστικά και πάλι δε με βρίσκω εκεί που με ξέχασα
Ο κακός μου εαυτός ξαναγυρνά κάνοντας κύκλους γύρω από μένα–γύρω από τον εαυτό του
Με κάνει μίζερη και απόμακρη από μένα τουλάχιστον δώδεκα εκατοστα
Και αν με αγαπήσεις κι έτσι
Τότε ο πόλεμος που θα ξεσπάσει
Θα είναι δικός μου και δικός σου
Στην πιο ρομαντική σφαγή της ανθρωπότητας
Χωρίς ηττημένους
Και με μόνους κερδισμένους εμάς.
Αγάπησέ με κι άλλο να αλλάξω γραφή
Να μη πιάσω ποτέ ξανά μολύβι και χαρτί
Αυτή η πηδιόλα ανάγκη
Με κάνει και γράφω με τα μάτια μου κλεισμένα
Και συνειδητοποιώ
Πως τα  χειρότερα ποιήματα που γράφτηκαν ποτέ
Είναι εκείνα που βγήκαν με ορμή από το στομάχι σαν ρουκέτα εμετού
Και γράφτηκαν σε λιγότερο από δύο λεπτά της ώρας

Photo by Nasos Karabelas

13.2.16

La Haine


Πίνω καφέ, μα καφέ πρωί πρωί μετά από ξενύχτι, πως θα κοιμηθείς ρε βλήμα μετά, μα δε θα κοιμηθώ, δε θα κοιμηθώ, αν δεν ανέβει ο ήλιος καταμεσήμερα να κλείσω πατζούρια μέχρι την πάνω γρίλια δε θα κοιμηθώ, δε μου αρέσει ο ύπνος τώρα που όλα είναι "Σςςςςςς". Θα ξεκινήσει ο χαμός, τα παιδιά θα τραγουδούν το "μια ωραία πεταλούδα", οι από κάτω θα μαλώνουν μέχρι να ξεκολλήσουν οι γλώσσες τους, αγαπιούνται λένε κι εγώ γελάω μέχρι το ταβάνι στο σημείο που ξεκόλλησαν οι σοβάδες, νομίζω στα όνειρά τους βλέπουν τον έναν να κατασπαράζει τον άλλο με τα δόντια και τα νύχια του, το πρωί ξυπνούν με την ευφορία της κατασπάραξης και της γεύσης του αίματος στον οισοφάγο τους μισώντας ο ένας τον άλλο αλλά αγαπημένα κατά τα άλλα, προσποιούνται μεγάλες αγάπες,  έμαθα να διαβάζω πια τα συννεφάκια των ανθρώπων, ας είσαι καλά κι εσύ που με κατασπάραξες και απέκτησα τη σοφία του διαβάσματος των σύννεφων πάνω από τα κεφάλια των ανθρώπων όταν υποκρίνονται. Οι άνθρωποι μισιούνται μεταξύ τους, όλη η ανθρωπότητα μισιέται και μισεί, ρε βλάκες θα έπρεπε να πηδιόμαστε όλη μέρα αντί να μισιώμαστε, το μίσος μας κλείνει στα σπίτια μας, μας κάνει αντικοινωνικούς και ανθρωποφοβικούς και μένουμε αγάμητοι, τι ωραία τα γαμήσια, να τρέχουν υγρά από παντού από το στόμα, τους αδένες, τα καυλιά και τα αιδοία και κυρίως από τα μάτια, κυρίως από αυτά. Δε χρειάζονται πολλά, μόνο ένστικτο, να όπως τις προάλλες που σε ρώτησα αν θες να πηδηχτούμε και μου είπες ναι, και γαμηθήκαμε βγάζοντας ο ένας στον άλλο όλη μας την εξαρτημένη ανθρωπότητα τραβώντας τη από τα μαλλιά. Ξυπνάει ο κόσμος, ουρλιάζουν όλα, κάνουν βββζζζζζννννν, κάνουν ααααααααααααααα, κι εγώ χώνω τις ωτοασπίδες μέχρι τα τύπανά μου και ακούω μελωδίες από Mozart και τα ουρλιαχτά των ανθρώπων που μισούνται και προσποιούνται αγκαλιές μετατρέπονται σε νότες και είμαι έτοιμη να αρχίσω να κουνάω ρυθμικά τα χέρια, το κεφάλι και το κορμί μου. Έχω μια Ελένη να αγαπώ και τώρα έχω κι άλλη μία, και άλλη μια και γίνανε τρείς οι Ελένες, που ξεφυτρώσατε όλες οι Ελένες ξαφνικά γύρω γύρω, δεν ήξερα πως είστε τόσες πολλές, ξαφνικά οι Ελένες που ξέρω είναι πιο πολλές από τις Μαρίες, πρέπει να βρω Μαρίες να τις βάλω δίπλα δίπλα να κάνουνε ζευγάρι γιατί η Μαρία και η Ελένη όσο και αν χωρίζονται κατά καιρούς είναι πάντα καρμικά μαζί, το γράφει και στον ώμο μου, να δες. Χτες ο Σάος είχε γεννέθλια και του πήρα ένα κόκκαλο και του είπα "αυτό είναι για τα γενέθλια σου, να ξες, μη ζητήσεις τίποτ’ άλλο μετά, δεν έχω φράγκα" και είναι ειρωνεία γιατί προχτές έφυγε το σκυλίσιο κορίτσι με πόνους σφοδρούς απ ότι έμαθα από τη "μάνα" της που δε μιλιέται, και τι να μιλιέται εδώ που τα λέμε, όταν χάνεις τον αγαπημένο σου τι να πεις και σε ποιον και όποιος πει "σιγά ρε σκύλος ήτανε δεν ήταν και άνθρωπος", θα του πω "ρε αντε και γαμίδια, οι σκύλοι δεν είναι για να ψοφούν - η ανθρωπότητα είναι,  γαμώ το κλούβιο σου μυαλό" και θα του φάω το λαρύγγι όπως ο από κάτω μου της γυναίκας του. Κιχ δεν έβγαλα για τον χαμό. Ούτε ένα δάκρυ δεν έριξα. Γενικά έχω να κλάψω από τότε που ήμουν άνθρωπος. Συνειδητά πουλάω τρέλα στους μεγάλους πόνους˙ 0.50 το κιλό. Τώρα πια δε κλαίω, μόνο γελάω, ξέρεις από εκείνα τα δυνατά τα γέλια που τα φχαριστιέσαι, που σε βλέπει ο άλλος και σκέφτεται πόσο χαρούμενος άνθρωπος είσαι, κι εσύ σπαράζεις και γελάς, όσο σπαράζεις τόσο γελάς, μέχρι να δακρύσεις από σπαραγμό και να πεις "πωωωω μαλάκα, φτάνει τόσο δάκρυσα από τα γέλια" και γελάς ξανά από τον εύστοχο σαρκασμό. Ο διπλανός βλέπει τα δάκρυα και του σφηνώνεται στο μυαλό το δακρυγόνο -όχι δακρύβρεχτο, ούτε δακρυσμένο˙ το δακρυγόνο, γέλιο σου και ουστ από δω που θα κοιτάς τα μάτια μου όταν δακρύζουν. Είμαι ένα δακρυγόνο ολόκληρη. Θα σκάσω στη μούρη όλων κάποια μέρα. Μέχρι να πνιγούμε στα κλάματα. Ή στα αίματά μας.  

photo by Nasos Karabelas



7.2.16

Unpredictable

Η πιο πικρή διαπίστωση, η πικρότερη όλων
Είναι ο κόσμος, ο όχλος και η ζωή
Που λειτουργούν αντίθετα από τη ροή μου
Πιάνοντας από το λαιμό τ’ αποθυμένα μου.
Ξηλώνομαι από το μικρό μου δαχτυλάκι
Με τραβάω και με κάνω κουβάρι και με πετάω στο καλάθι
Είμαι για να παίζουν οι γάτες
Από τις αριστοκρατικές, ψηλομύτες ξινομούνες
Μέχρι τις πιο αλήτισες κεραμιδόγατες.
Είμαι όμορφη μέσα στο καινούριο μου δέρμα
Ίσως είναι λίγο πιο μωβ απ ότι ήθελα
Μα με βρίσκω γοητευτική κι ενδιαφέρουσα
Με χαϊδεύω στις ρώγες
Μου φιλάω τα χείλη
Κι έπειτα χωρίς ίχνος δισταγμού μου ξηλώνω τη γλώσσα από τον λάρυγγα
Σ' ένα φιλί τελευταίο
Όχι σαν εκείνο που δεν ήξερε πως είναι το τελευταίο
Και ήταν μελάτο και απαίσιο
Σαν εκείνο
Τότε που αγαπηθήκαμε με τα μυαλά μας
Και υποσχεθήκαμε πως δε θα ιδωθούμε ποτέ ξανά.
Είμαι απρόοπτη.
Κι επομένως απρόβλεπτη.
Λειτουργώ αυτόνομα
Δε υπακούσω σε κανόνες και νόμους



Photo by Nasos Karabelas

3.2.16

Ο κουτσός και ο μαλάκας

Είδα έναν άνθρωπο κουτσό που έτριζε το πόδι του καθώς το έσερνε στην άσφαλτο. Κοντοστεκόταν στους γεμάτους κάδους σκουπιδιών κι έψαχνε τις σακούλες που ξέσκιζαν οι γάτες. Μύριζε τη σαπίλα από τα σάπια φρούτα, τα λαχανικά και τα κρέατα και σκαλίζοντας τη μύτη του έμοιαζε να σκαλίζει τη σάπια ζωή. Περπατούσε χωλαίνοντας μέσα στην άδεια πόλη μια Πρωτοχρονιά καπνίζοντας μια πίπα κι ένας περαστικός που ξέμεινε στη στάση του λεωφορείου του ζήτησε φωτιά. Κι εκείνος του έδωσε τα σπίρτα. «Ευχαριστώ» του είπε ο περαστικός, κι εκείνος του έδωσε μια κλωτσιά στ’ αρχίδια με το ψεύτικό του πόδι κι έφυγε κλάνοντας. Και γκρίγκι γκρίγκι γύριζε όλη την πόλη μ' ένα πόδι και όπου έβλεπε χαρά έφτυνε με αηδία βρίζοντας και βλαστημώντας. Μέχρι που του την 'πέσαν κάτι τύποι και τον κορόιδεψαν, του έφτυναν το ψεύτικο το πόδι του φώναζαν «κουτσέ, δείξε μας πως τρέχουν τα σαράβαλα» κι αυτός γούρλωσε τα μάτια κι ένιωσε τον φόβο να περνάει μέσα από το  σίδερο του ποδιού του και  ίσως και να μετάνιωσε που κλώτσησε τον άλλον στ’ αρχίδια. Και οι νταήδες κάναν κύκλο γύρω του και χλεύαζαν και σκάει μύτη ένας  τύπος που έτρεξε προς το μέρος του κουτσού να βοηθήσει κι έκανε πέρα τους νταήδες με μια πράσινη χλέμπα. Μετά γύρισε στον κουτσό και τον ρώτησε αν είναι εντάξει. Και ο κουτσός του έφτυσε το πρόσωπο. Συνειδητοποίησε ότι ήταν ο τύπος που ξέμεινε στη στάση όταν ο άλλος του φώναξε «μου έσπασες τον πούτσο, με έφυσες γιατί τον καινούριο μου χρόνο μέσα;» μα ο κουτσός μουρμούριζε κι έβριζε μέσα από τα δόντια του, και γκρίγκι γκρίγκι συνέχισε την πορεία του. Μέχρι που στραβοπάτησε κι έπεσε στην άσφαλτο καταμεσής της Τσιμισκή κι ένα ταξί τον έκοψε στα δύο. Στα τρία. Το κουτσό του πόδι πετάχτηκε στον αέρα κι έπεσε στο μπαλκόνι της απέναντι οικοδομής. Είναι ότι απέμεινε από αυτόν.

photo by Nasos Karabelas