13.2.16

La Haine


Πίνω καφέ, μα καφέ πρωί πρωί μετά από ξενύχτι, πως θα κοιμηθείς ρε βλήμα μετά, μα δε θα κοιμηθώ, δε θα κοιμηθώ, αν δεν ανέβει ο ήλιος καταμεσήμερα να κλείσω πατζούρια μέχρι την πάνω γρίλια δε θα κοιμηθώ, δε μου αρέσει ο ύπνος τώρα που όλα είναι "Σςςςςςς". Θα ξεκινήσει ο χαμός, τα παιδιά θα τραγουδούν το "μια ωραία πεταλούδα", οι από κάτω θα μαλώνουν μέχρι να ξεκολλήσουν οι γλώσσες τους, αγαπιούνται λένε κι εγώ γελάω μέχρι το ταβάνι στο σημείο που ξεκόλλησαν οι σοβάδες, νομίζω στα όνειρά τους βλέπουν τον έναν να κατασπαράζει τον άλλο με τα δόντια και τα νύχια του, το πρωί ξυπνούν με την ευφορία της κατασπάραξης και της γεύσης του αίματος στον οισοφάγο τους μισώντας ο ένας τον άλλο αλλά αγαπημένα κατά τα άλλα, προσποιούνται μεγάλες αγάπες,  έμαθα να διαβάζω πια τα συννεφάκια των ανθρώπων, ας είσαι καλά κι εσύ που με κατασπάραξες και απέκτησα τη σοφία του διαβάσματος των σύννεφων πάνω από τα κεφάλια των ανθρώπων όταν υποκρίνονται. Οι άνθρωποι μισιούνται μεταξύ τους, όλη η ανθρωπότητα μισιέται και μισεί, ρε βλάκες θα έπρεπε να πηδιόμαστε όλη μέρα αντί να μισιώμαστε, το μίσος μας κλείνει στα σπίτια μας, μας κάνει αντικοινωνικούς και ανθρωποφοβικούς και μένουμε αγάμητοι, τι ωραία τα γαμήσια, να τρέχουν υγρά από παντού από το στόμα, τους αδένες, τα καυλιά και τα αιδοία και κυρίως από τα μάτια, κυρίως από αυτά. Δε χρειάζονται πολλά, μόνο ένστικτο, να όπως τις προάλλες που σε ρώτησα αν θες να πηδηχτούμε και μου είπες ναι, και γαμηθήκαμε βγάζοντας ο ένας στον άλλο όλη μας την εξαρτημένη ανθρωπότητα τραβώντας τη από τα μαλλιά. Ξυπνάει ο κόσμος, ουρλιάζουν όλα, κάνουν βββζζζζζννννν, κάνουν ααααααααααααααα, κι εγώ χώνω τις ωτοασπίδες μέχρι τα τύπανά μου και ακούω μελωδίες από Mozart και τα ουρλιαχτά των ανθρώπων που μισούνται και προσποιούνται αγκαλιές μετατρέπονται σε νότες και είμαι έτοιμη να αρχίσω να κουνάω ρυθμικά τα χέρια, το κεφάλι και το κορμί μου. Έχω μια Ελένη να αγαπώ και τώρα έχω κι άλλη μία, και άλλη μια και γίνανε τρείς οι Ελένες, που ξεφυτρώσατε όλες οι Ελένες ξαφνικά γύρω γύρω, δεν ήξερα πως είστε τόσες πολλές, ξαφνικά οι Ελένες που ξέρω είναι πιο πολλές από τις Μαρίες, πρέπει να βρω Μαρίες να τις βάλω δίπλα δίπλα να κάνουνε ζευγάρι γιατί η Μαρία και η Ελένη όσο και αν χωρίζονται κατά καιρούς είναι πάντα καρμικά μαζί, το γράφει και στον ώμο μου, να δες. Χτες ο Σάος είχε γεννέθλια και του πήρα ένα κόκκαλο και του είπα "αυτό είναι για τα γενέθλια σου, να ξες, μη ζητήσεις τίποτ’ άλλο μετά, δεν έχω φράγκα" και είναι ειρωνεία γιατί προχτές έφυγε το σκυλίσιο κορίτσι με πόνους σφοδρούς απ ότι έμαθα από τη "μάνα" της που δε μιλιέται, και τι να μιλιέται εδώ που τα λέμε, όταν χάνεις τον αγαπημένο σου τι να πεις και σε ποιον και όποιος πει "σιγά ρε σκύλος ήτανε δεν ήταν και άνθρωπος", θα του πω "ρε αντε και γαμίδια, οι σκύλοι δεν είναι για να ψοφούν - η ανθρωπότητα είναι,  γαμώ το κλούβιο σου μυαλό" και θα του φάω το λαρύγγι όπως ο από κάτω μου της γυναίκας του. Κιχ δεν έβγαλα για τον χαμό. Ούτε ένα δάκρυ δεν έριξα. Γενικά έχω να κλάψω από τότε που ήμουν άνθρωπος. Συνειδητά πουλάω τρέλα στους μεγάλους πόνους˙ 0.50 το κιλό. Τώρα πια δε κλαίω, μόνο γελάω, ξέρεις από εκείνα τα δυνατά τα γέλια που τα φχαριστιέσαι, που σε βλέπει ο άλλος και σκέφτεται πόσο χαρούμενος άνθρωπος είσαι, κι εσύ σπαράζεις και γελάς, όσο σπαράζεις τόσο γελάς, μέχρι να δακρύσεις από σπαραγμό και να πεις "πωωωω μαλάκα, φτάνει τόσο δάκρυσα από τα γέλια" και γελάς ξανά από τον εύστοχο σαρκασμό. Ο διπλανός βλέπει τα δάκρυα και του σφηνώνεται στο μυαλό το δακρυγόνο -όχι δακρύβρεχτο, ούτε δακρυσμένο˙ το δακρυγόνο, γέλιο σου και ουστ από δω που θα κοιτάς τα μάτια μου όταν δακρύζουν. Είμαι ένα δακρυγόνο ολόκληρη. Θα σκάσω στη μούρη όλων κάποια μέρα. Μέχρι να πνιγούμε στα κλάματα. Ή στα αίματά μας.  

photo by Nasos Karabelas