3.2.16

Ο κουτσός και ο μαλάκας

Είδα έναν άνθρωπο κουτσό που έτριζε το πόδι του καθώς το έσερνε στην άσφαλτο. Κοντοστεκόταν στους γεμάτους κάδους σκουπιδιών κι έψαχνε τις σακούλες που ξέσκιζαν οι γάτες. Μύριζε τη σαπίλα από τα σάπια φρούτα, τα λαχανικά και τα κρέατα και σκαλίζοντας τη μύτη του έμοιαζε να σκαλίζει τη σάπια ζωή. Περπατούσε χωλαίνοντας μέσα στην άδεια πόλη μια Πρωτοχρονιά καπνίζοντας μια πίπα κι ένας περαστικός που ξέμεινε στη στάση του λεωφορείου του ζήτησε φωτιά. Κι εκείνος του έδωσε τα σπίρτα. «Ευχαριστώ» του είπε ο περαστικός, κι εκείνος του έδωσε μια κλωτσιά στ’ αρχίδια με το ψεύτικό του πόδι κι έφυγε κλάνοντας. Και γκρίγκι γκρίγκι γύριζε όλη την πόλη μ' ένα πόδι και όπου έβλεπε χαρά έφτυνε με αηδία βρίζοντας και βλαστημώντας. Μέχρι που του την 'πέσαν κάτι τύποι και τον κορόιδεψαν, του έφτυναν το ψεύτικο το πόδι του φώναζαν «κουτσέ, δείξε μας πως τρέχουν τα σαράβαλα» κι αυτός γούρλωσε τα μάτια κι ένιωσε τον φόβο να περνάει μέσα από το  σίδερο του ποδιού του και  ίσως και να μετάνιωσε που κλώτσησε τον άλλον στ’ αρχίδια. Και οι νταήδες κάναν κύκλο γύρω του και χλεύαζαν και σκάει μύτη ένας  τύπος που έτρεξε προς το μέρος του κουτσού να βοηθήσει κι έκανε πέρα τους νταήδες με μια πράσινη χλέμπα. Μετά γύρισε στον κουτσό και τον ρώτησε αν είναι εντάξει. Και ο κουτσός του έφτυσε το πρόσωπο. Συνειδητοποίησε ότι ήταν ο τύπος που ξέμεινε στη στάση όταν ο άλλος του φώναξε «μου έσπασες τον πούτσο, με έφυσες γιατί τον καινούριο μου χρόνο μέσα;» μα ο κουτσός μουρμούριζε κι έβριζε μέσα από τα δόντια του, και γκρίγκι γκρίγκι συνέχισε την πορεία του. Μέχρι που στραβοπάτησε κι έπεσε στην άσφαλτο καταμεσής της Τσιμισκή κι ένα ταξί τον έκοψε στα δύο. Στα τρία. Το κουτσό του πόδι πετάχτηκε στον αέρα κι έπεσε στο μπαλκόνι της απέναντι οικοδομής. Είναι ότι απέμεινε από αυτόν.

photo by Nasos Karabelas