Τα νέα μου. Τί να σου γράψω για να σου πω πόσο καλά
περνάω και να μη φανεί θλιβερό και μαύρο. Είναι η εκ γενετής μου παρόρμηση προς
αυτό το χρώμα και προς αυτό το συναίσθημα κάθε φόρα, ακόμα και στις πιο λευκές
μου μέρες. Σου μοιάζω. Μετά απο πολλά χρόνια συμβίωσης με το εγώ σου μετατράπηκα
σε Εσύ και τώρα άντε να μαζέψω τα αμάζευτα. Δεν είναι πως είναι κακό αυτό,
είναι πως σε απέρριψα κι έτσι θα μοιάζει σαν να απορρίπτω τον εαυτό μου. Κάποτε
σου είχα πει όταν σε πλήγωσα πως όταν λες
αλήθειες παίρνεις το ρίσκο της διαπίστωσης πως ίσως τελικά να μη σε
αγαπούν τόσοι όσοι ήξερες αλλά αν μείνει έστω κι ένας, έστω και αν αυτός ο ένας
είναι ο εαυτός, τότε έχεις παρέα για καινούρια ξεκινήματα. Και είναι ωραία τα
καινούρια ξεκινήματα. Ειδικά αν ξεκινούν απο την παλάμη σου. Εκείνη την υπέροχη
απαλή παλάμη που μοιάζει απαίδευτη στα σκληρά αγγίγματα. Όταν τις νύχτες την ακουμπάς
πάνω μου νομίζω πως θεραπεύομαι απο τις νοσηρές μου εμμονές. Όταν χαϊδεύεις το
σημείο στη σχισμή του στήθους μου στον καναπέ παίρνω ανάσες. Λιώνω όμορφα στα
χέρια σου, θυμάσαι; Κι όσο θα λιώνω σε θερμοκρασία δωματίου, θα τριγυρίζεις σαν
κάλαντο γύρω απο τον εαυτό σου σήμερα τη στιγμή που θα πλάθω κουλουράκια με τα
δυο χεράκια. Θα μου φέρεις τούρτα και κεράκια τριάντα τέσσερα. Σκέφτομαι καμιά
φορά πως μεγαλώνω ταυτόχρονα με τις αμαρτίες μου. Και αυτόματα τις Πρωτοχρονιές.
Σήμερα, μάτια μου, θα εκπληρώσω τις τελευταίες μου ευχές και θα χαρώ που το
τέλος του κόσμου ήρθε μέσα μου στην ώρα του και ξεκίνησα απο την αρχή. Ούτε
ξέρεις, ούτε φαντάζεσαι το πόσο όμορφα θα χαμογελώ στην αλλαγή του χρόνου. Σε
ένα χρόνο απο σήμερα δε ξέρω που θα βρίσκομαι, αν θα βρίσκομαι. Γι αυτό θα βάλω
το κόκκινο κραγιόν μου και τα μαύρα ρούχα μου. Θα γεμίσω κοκκινάδια τον λαιμό
σου. Και όταν δε με ξαναδείς ποτέ σου θα καταλάβεις πόσο πολύ λάτρεψα τις
μπούκλες σου...
...για το ανείπωτο...
για όλα όσα
δεν είπαμε ποτέ ...
...για όλα
όσα ποτέ δε
θα ειπωθούν ποτέ
μεταξύ μας...