Θέλω να σου πετάξω δυο τρία κόμπλεξ
μου στη μούρη και να σε ξεφορτωθώ μαζί με αυτά. Και μετά να κάνω πως δεν
υπήρξες ποτέ, ποτέ δεν υπήρξες. Σε θυμάμαι βαθιά, πολύ βαθιά, δε θα μπορούσα να
σε ξεχάσω ποτέ μου κι ας μη μιλώ πια για σένα εδώ και πάνω από δυο ζωές, καμιά
φορά απορώ με τον εαυτό μου με το πόσο σκληρή μπορώ να γίνω όταν γυρίζω την
πλάτη μου σε ανθρώπους που αγάπησα όσο εσένα, δε μου έλειψες
ούτε μια στιγμή από τότε που ξέχασα το όνομά σου. Το όνομά σου ναι. Εσένα όχι.
Έχω επιλεκτική μνήμη από τα δώδέκα μου. Θυμάμαι το βλέμμα σου και δε θυμάμαι τα
μάτια σου. Θυμάμαι που τις Πέμπτες μετά το φροντιστήριο ερχόσουν να με πάρεις
και μια Πέμπτη μου είπες πως θες να με παντρευτείς κι εγώ γέλασα με την ψυχή
μου, νόμιζα πως έκανες πλάκα, έσκυψες το κεφάλι «πλάκα δεν έκανες;» σε ρώτησα,
«άντε γαμήσου» μου απαντησες, σε αγκάλιασα, σηκώθηκα στις μύτες των ποδιών μου,
έφερα το πρόσωπό μου μπροστά στο δικό σου, πέρασα το χέρι μου πάνω από το
πρόσωπό σου, νομίζω πως ψηλάφισα κάτι σαν απογοήτευση, ανέβηκα στο παγκάκι, σε
πήρα μέσα στην αγκαλιά μου, σε έκλεισα στο στήθος μου, «τα ‘παμε αυτά ρε μωρό
μου» σου είπα, δε μίλησες, «εμείς θα ζήσουμε μαζί για πάντα» σου είπα, «τότε
γιατί ρε μαλάκα;» με ρώτησες, σου πέταξα κάτι σκόρπιες λέξεις που δεν έβγαζαν
νόημα για να βρω απαντήσεις μα καμιά δε σου ταίριαζε, ήταν όλες τόσο λίγες όσες
και οι αντοχές μου στο «πάντα» και στο «ποτέ». Σε αυτό το κομμάτι δεν άλλαξα
ποτέ μου. Μετά που χωρίσαμε, στο δεύτερο έτος της σχολής, κατέβαινα τη
Μελενίκου με τον Αχιλλέα, έναν τύπο από τη σχολή, ήταν θυμάμαι στα μέλια μαζί
μου, ήμουν θυμάμαι στα μαχαίρια μαζί μου, σε κοίταξα, κοκάλωσα, σταμάτησες
μπροστά μου, με πλησίασες, έφερες το πρόσωπό σου απέναντι στο δικό μου όπως
τότε, με κοίταξες βαθιά μέσα στα μάτια, «Τι κάνεις;» με ρώτησες με μα μάτια
σου, «Σκατά, μου λείπεις» σου απάντησα με τα δικά μου, πιάσαμε έναν βαθύ
διάλογο με τα μάτια μας που κανείς δεν άκουγε, δε καταλάβαινε, δεν κατανοούσε, νόμιζα
πως ήμουν στην κορυφή του κόσμου και ο αέρας ήταν πνιγηρός, «Κι εμένα μου
λείπει κάθε σου οργή, κλάμα, θυμός, νάζι, έρωτας, αγάπη» μου είπες, στεκόσουν
απέναντι μου μια ανάσα από τα μεγάλα μας φιλιά, ο Αχιλλέας ένιωθε αμήχανα,
έκανε ένα βήμα πίσω λες και από σεβασμό στη μεγαλειώδη μας σιωπή, «θέλω να σε
φιλήσω» μου είπες, «φίλα με», σου είπα, έσκασε μύτη μια τύπισσα και σου είπε
«τελείωσα μωρό μου με τις φωτοτυπίες, πάμε;» την κοίταξα λοξά «Μάθε ρε βλήμα να
σέβεσαι τις μεγάλες σιωπές, άντε στο δέντρο σου» της είπα απλά λοξοκοιτάζοντάς
τη, έκανε κι εκείνη ένα βήμα αμηχανίας προς τα πίσω, «φίλα με αν έχεις τα
κότσια και πάμε να φύγουμε» σου ξαναείπα, πέρασες το χέρι σου πάνω από το
πρόσωπό μου, «κι εγώ» σου απάντησα με πνιγμένη φωνή χωρίς να πάρω τα μάτια μου
από τα δικά σου, «φοβάμαι πως πάντα θα σε χάνω» μου είπες κοιτώντας με
ακόμα πιο βαθιά, «δε φοβάσαι πως θα με χάνεις, φοβάσαι πως θα πρέπει να με
διεκδικείς» σου είπα, «τι κάνεις με τον φλώρο» μου είπες, « ότι κι εσύ με το
ραδίκι» σου απάντησα, έγειρες το κεφάλι σου, πλησίασες το πρόσωπό σου κι άλλο
στο δικό μου, έφερες το στόμα σου στο δικό μου χωρίς να με ακουμπάς, «θέλω να
σου ρουφήξω κάθε ανάσα» μου είπες, έκλεισα τα μάτια, δεν υπήρχε κανείς, ούτε η
τύπισσα, ούτε ο Αχιλλέας, και τότε βίαια σε τράβηξε η άλλη από το μπράτσο λίγο
πριν τη στιγμή της αιώνιας ένωσης. Την κοίταξες, με κοίταξες, έκανες ένα βήμα
πίσω, «Χέστη», σου είπα κοιτώντας σε και δεν απάντησες, «Να ρε γιατί δε σου
άξιζε να σε παντρευτώ και γελούσα κάθε φορά που το ζητούσες» συνέχισα, γύρισα,
είδα τον ο Αχιλλέα εκεί ακίνητο να κοιτάζει και να αιμορραγεί από τα μυαλό,
«Πάμε» του είπα, φύγαμε, σε προσπέρασα, δε γύρισα καν να σε κοιτάξω, γύρισε
εκείνος, «Ποτέ δε κοιτάμε πίσω μωρό μου» του είπα, «ποιος είναι αυτός» με
ρώτησε, «Ένας Τίποτας τελικά», του απάντησα «Εμένα δε θα με κοιτάξεις ποτέ με
αυτόν τον τρόπο, ετσι δεν είναι;» ρώτησε, «Δε σου κρύφτηκα ποτέ ούτε ψέματα σου
είπα» του απάντησα και συνέχισα να γελάω και να χοροπηδάω γύρω του λέγοντας
«Έλα, πάμε για παγωτό, πάμε για παγωτό» σαν να μην έγινε καμιά διακοπή για Ζωή,
«Είσαι τόσο παράξενη…» μου είπε, «αλλοπρόσαλη απλά» του είπα, «όταν γελάς
δυνατά πονάς;» με ρώτησε, «αβυσσαλαία» του απάντησα, «είσαι γεμάτη οργή και
θυμό» μου είπε, « Η οργή μου και οπ θυμός μου είναι τα μόνα μέσα απέναντι στην
αδυναμία μου να μην κλαίω και απέναντι στη μαλακισμένη μου ανάγκη να δείχνω
πάντα δυνατή», του είπα και ζήτησα ένα παγωτό χωνάκι με μια μπάλα σοκολάτα και
μια μπάλα φράουλα. Πέταξα μια σκέψη στα σκουπίδια και μετά έφαγα αμίλητη το
παγωτό μου. Τόσες λέξεις με τα μάτια και ούτε ένα κιχ δε βγάλαμε...
17.12.14
None
Δεν ξέρω αν ήσουν ο μεγαλύτερός μου έρωτας, μα σε θυμάμαι πιο πολύ από όλους μου τους
έρωτες που πέρασαν. Είχε μια σοφία ο Έρωτας μας που κράτησε αρκετά χρόνια.
Θυμάμαι που ερχόσουν να με πάρεις από την Καυτατζόγλου για να
"βγούμε" κι εμείς κρυφά κατεβαίναμε στις πορείες, μου έπιανες σφιχτά
το χέρι μη χαθούμε στο πλήθος, φωνάζαμε, ουρλιάζαμε, και κοιταζόμασταν στα
μάτια κι ερωτευόμασταν και χαμογελούσαμε ο ένας του άλλου, θυμάμαι πως όταν
σχολούσαμε από το Λύκειο πάντα φεύγαμε τελευταίοι και αποκοβόμασταν από όλους,
συζητούσαμε για τον έρωτα και για το πώς θα αλλάζαμε τον κόσμο. Όταν φεύγαμε
από το σχολείο, μπαίναμε μέσα στο πάρκο πίσω από το θέατρο Κήπου, περπατούσαμε,
και μετά καθόμασταν πάντα στο ίδιο παγκάκι και αγαπιόμασταν, μιλούσαμε,
γλωσσοφιλιόμασταν να καταπιούμε ο ένας τον άλλο, το πρόσωπό μου γινόταν κόκκινο
από τα γένια σου, με κοιτούσες και γελούσες, εγώ θύμωνα που γελούσες, "με
πονάς όταν με φιλάς" σου έλεγα, "τα φιλιά είναι το πιο επώδυνο πράγμα
του κόσμου" απαντούσες και καταλάβαινα και σώπαινα και μ’ έπαιρνες αγκαλιά
και με έσφιγγες, με έσφιγγες, με έσφιγγες και με φιλούσες στα μαλλιά. Κι εγώ
σώπαινα ακόμα περισσότερο. Και μετά έπαιρνες το πρόσωπό μου και το φιλούσες.
Και για τελευταίο φιλί άφηνες τη μύτη. Κι εγώ χαμογελούσα με τα μάτια
κλεισμένα. Και μετά με έπιανες από τον ώμο, με έσφιγγες πάνω σου,
"ξεθύμωσες ρε βλάκα;" με ρωτούσες, "Ναι" σου απαντούσα και
αυτό ήταν μια τελετουργία ξεθυμώματος. Κάθε φορά η ίδια. Ακόμα και όταν ορμούσα
να σου βγάλω τα μάτια όταν έμπαινε στη μέση καμιά από αυτές τις τσούλες που σε
περιτριγυρίζανε. Ορμούσα, με αγκάλιαζες, σε χτυπούσα, με έσφιγγες με έσφιγγες
με έσφιγγες, "Σ’ αγαπάω ρε μαλάκα!" ούρλιαζες και μ' έσφιγγες, κι εγώ
αυτομάτως κοκάλωνα, μου φιλούσες τα μαλλιά και μετά το πρόσωπο και τελευταία τη
μύτη. Κι εγώ χαμογελούσα με τα μάτια κλεισμένα. Κι έκλαιγα, έκλαιγα, έκλαιγα,
και "πες τις τσούλες να μη υπάρχουν, να μην υπάρχουν, θάνατο στις
τσούλες", κι εσύ χαμογελούσες, με έσφιγγες πάλι και μου έλεγες
"ξεθύμωσες ρε βλάκα;" και σου έλεγα "Ναι". Πάντα ναι.
Ξεθύμωνα σε δευτερόλεπτα. Ήσουν εξαιρετικός στο να διαχειρίζεσαι το θυμό μου.
Εγώ πάλι με τον δικό σου δε τα κατάφερα. Όπως τότε που βγήκαμε το βράδυ για
ξύδια και ανέβηκα στην τουαλέτα και όταν γύρισα σε είδα από τις σκάλες με
εκείνο το ξέκωλο να είναι κολλημένο πάνω σου, ήθελα να ουρλιάξω με την
τελειωμένη που περίμενε πως και πώς να φύγω για να κολλήσει πάνω σου, ήθελα να
ουρλιάξω με σένα που δεν έκανες τίποτα, ήρθα, δεν έβγαλα κουβέντα, την κοίταξα,
έφυγε, "κότα" σκέφτηκα, κάθισα, σε κοίταξα, "τι έκανες όσο με είχες
ξεγραμμένη;" σε ρώτησα, δεν απάντησες, "θες να σου πω τι έκανα εγώ
όσο σε είχα ξεγραμμένο;" σε ξαναρώτησα, ήθελα να σε πληγώσω, να σε πληγώσω
βαθιά που με πλήγωσες, γύρισες και με κοίταξες αδιαπραγμάτευτα και μου είπες
ένα κοφτό "Όχι", σου άνοιξα μια τρύπα μέσα σου και χύθηκες ολόκληρος
απο εκεί, μετά μου είπες να πάμε σπίτι μου και όπως κάθε φορά που τα έκανα
σκατά, δε μιλιόσουν, δεν αγγιζόσουν, κλείστηκες στο δωμάτιο, ήσουν μόνος, πιο
μόνος, λες και σε ρουφούσες από μέσα. Έριξες μερικά γαμωσταυρίδια και μετά
έκλαιγες βουβά κι εγώ σώπαινα, καθόμουν πίσω από την πόρτα μέχρι να σε ακούω να
γδέρνεσαι, καιγόσουν απο ζήλια για τον Θάνο γιατί ήξερες πως όσο δεν ήμασταν
μαζί ο Θάνος έκανε "ντου", μπήκα μέσα σε κοιτούσα, τα μάτια σου ήταν
κόκκινα από κλάμα και θυμό, δεν έκανα τίποτα, μόνο σε κοιτούσα με δυο συγνώμες
στα χέρια, κι εσύ με άρπαξες και με φιλούσες ασταμάτητα. Και μετά πηδηχτήκαμε
με πάθος, θυμό, έρωτα και αγάπη. Βαθιά, μεγαλειώδη αγάπη. Ένιωθα τον φόβο σου
μη με χάσεις να κυλά ανάμεσα στα πόδια μου. "Μόνο εγώ" είπες.
"Μόνο εσύ" είπα. Και δεν ξαναβγάλαμε κουβέντα.
20.10.14
Betrayal
Ξέχασα
πως είναι να μην ακούς κακή κουβέντα. Έχω μάθει όλους τους αρνητικούς
επιθετικούς προσδιορισμούς έναν προς έναν. Αλφαβητικά. Ξεκινώ απο το
"Αγενής" και φτάνω στο "Ωραιοπαθής" με ταχύτητα που σπάει
το φράγμα του ήχου (μου) και δεν ακούγομαι, ούτε κι εσύ ακούγεσαι ούτε και οι
γείτονες, τί ωραία ησυχία αυτή πολύ πρωινιάτικα. Προσπαθώ να προσδιορίσω το
αργά και το νωρίς, έννοιες ακαταλαβίστικες και παράλογες, όταν γίνεται κάτι
γίνεται πάντα στην ώρα του, ούτε νωρίτερα ούτε αργότερα, "Άργησες"
μου λέει η μάνα "Δεν άργησα" της απαντώ, ήρθε η απλά τώρα η ώρα μου.
Μέρα πρώτη και όρεξη δεν έχω καθόλου, έφαγα ένα μήλο και ξόδεψα χρήματα. Μια
σχέση που μάλλον τελειώνει, σε είδα να κατεβαίνεις την κατηφόρα όταν έβγαζα τον
σκύλο βόλτα, με χαιρέτησες, δεν περίμενες να πέσεις πάνω μου, σου μίλησα
τυπικά, δε μου άρεσε και τόσο αυτή η τυπικότητα αλλά έτσι απλά μου βγήκε, δε
μου αρέσει απλά να εκμεταλλεύονται την ανοχή μου, αυτό είναι όλο, τώρα το
ξέρεις κι εσύ. Άνθρωποι γιατί πουλάτε τις αδυναμίες μου στα παζάρια; Πως θα
ζήσω χωρίς αυτές; Ξέρω, ξέρω πως θα έπρεπε απο την αρχή να μη σου πω κουβέντα
για τις προχθεσινές υπομονές μου. Τώρα να. Έπεσες πάνω μου και πίσω απο τα
γυαλιά σου δεν είχες μάτια. Είχες μόνο αντικατοπτρισμούς.
18.10.14
Εxpectation
Απο τότε που μεγάλωσα άλλαξα. Είναι αυτή η ανωμαλία του μεγαλώνω αλλά ένα
παιδί χοροπηδάει στην κοιλιά μου. Περιμένω τα ταγμένα μου, ο Άγιος Βασίλης μου
είπε πως καλό Φλεβάρη θα μου φέρει το δικό μου το δώρο, "δε πειράζει"
του είπα "αρκεί να ξέρω πως θα μου φέρεις το δώρο μου τον Φλεβάρη"
του ξαναείπα, χτες μου έπιασε τα χέρια μου και τα έβαλε μέσα στα δικά του,
"αλήθεια" μου είπε, "αλήθεια θα σου το φέρω" μου ξαναείπε,
εγώ ένιωσα μέσα μου να φυτρώνουν υπομονές και κουράγια, "για ένα
ομορφότερο αύριο" είπα, "για ένα ομορφότερο αύριο" μου είπε,
άρχισα να φαντάζομαι πάλι εκείνο το ξύλινο σπιτάκι μπροστά στη λίμνη και τη
σούπερ ντούπερ ζωή μου, ο Σάος βήχει απο χτές το βράδυ, εγώ ανέβασα πυρετό, έκανα εμετό και δροσίστηκα, εσύ είχες
θυμό με κάτι αλλά τι δε μου είπες ακόμα, έφυγες πάλι για Αθήνα, τί σκατά ρε
πούστη μου, εγώ την Αθήνα την αγαπούσα πολύ και τώρα την απεχθάνομαι, είναι
σουρλουλού και χωρίζει ανθρώπους, θέλω να κλάψω, να κλάψω, δε θέλω να φύγεις,
κάθε φορά που φεύγεις φεύγει μαζί με σένα κι ο ένας μου νεφρός, τουλάχιστον μία
μου πλευρά, και το ένα μου το μάγουλο κοκκινίζει σαν να έφαγα σφαλιάρα, δε ξέρω
πότε θα έρθεις πίσω, δε ξέρω πότε θα έρθεις ξανά, πέρασα σχεδόν μια βδομάδα
μαζί σου, πέρασα σχεδόν μια ζωή, μη φεύγεις το κέρατό μου, μη φεύγεις, δε
γουστάρω να ζω μόνη μου πια, μετράω μήνες -άντε στα μέσα ο Οκτώβρης, όλος ο
Νοέμβρης, Δεκέμβρης Χριστούγεννα - μισός και αυτός-, άντε Γενάρης και τον
Φλεβάρη πάλι πίσω λένε τα προγνωστικά. Έτσι λένε. Νιώθω σαν πεντάχρονο που του
τάξανε κούνιες μετά το μεσημεριανό σπανακόρυζο, πεντάχρονο που κοροϊδεύτηκε και
κούνιες δε πήγε ποτέ, γιατί γαμώ το κέρατό μου δε πήγα στις κούνιες αφού έφαγα
το κωλοσπανακόρυζο, βία, βία ψυχολογική και εκπληρωμένη πίσω απο τα ανεκπλήρωτα,
πέρασαν τα χρόνια, έγιναν σχεδόν πέντε, έγινα σχεδόν τριάντα έξι, μου λείπουν
τα χείλη σου σαν στήθος μαμάς, μου λείπει το κορμί σου σαν παιδικό καρουζέλ,
έλα να αγαπηθούμε όπως παλιά, θέλω αγκαλιές και χάδια, απο σένα, απο σένα που
αγαπήθηκα όσο δεν αγαπήθηκα απο κανέναν άλλο, πάντα με είχες στα ώπα ώπα, ότι
ήθελα το είχα, πάντα τα καλύτερα, μόνο τα καλύτερα, δε δεχόσουν τίποτα λιγότερο
για μένα, μόνο το καλύτερο, δεν καταλαβαίνω γιατί για τα καλύτερα προϋποθέτουν
την ώρα του αποχωρισμού που κάθε φορά τρυπάει το στέρνο και βγαίνει απο την
πλάτη και στάνταρ ως την επόμενη φορά έχω χάσει απο τις τρύπες ένα πλευρό ή
έναν νεφρό. Διεκδικώ τη ζωή μου απο αόρατους εχθρούς, ισχυρούς, θέλω να
γυρίσεις πριν τα μυαλά μου χυθούν στον καφέ τοίχο απέναντι απο το τζάκι, να
γυρίσεις γιατί φέτος το σπίτι θα έχει ζέστη, έχει σύννεφα σήμερα, τί υπέροχος
καιρός με συννεφιά, πιάσε δυο σύννεφα για μεζέ να έχουμε να τρώμε μέχρι να
γυρίσεις, θα τρώω σύννεφα ώσπου να γυρίσεις, μόνο μη λείψεις πολύ γιατί τα
σύννεφα δε μένουν για πολύ, θα γίνουν πάλι νερό και θα κλαίω απο εδώ ως την
άκρη του κόσμου. Όσο έκλαψα απο τότε που σε γνώρισα, δεν έκλαψα ολόκληρη τη ζωή
μου. Είναι που σε περιμένω πάντα. Είναι και που τρώω μόνο σύννεφα μέχρι να
γυρίσεις.
Τέλος φόρμας
28.9.14
Chauvinism
Κάθε φορά που φεύγεις, νιώθω μικρή και
ασήμαντη. Παίρνεις κάτι απο μένα, ένα πλευρό, μια βλεφαρίδα, ένα ρουθούνι,
πας-έρχεσαι, πας-έρχεσαι, λείπεις, μου λείπεις, το σώμα μου λείπει και αυτό απο
τη θέση του και μοιάζω με τη Γυναίκα-Αέρα που κανείς δε τη βλέπει, δε τη
μυρίζει, κανείς δε τη γεύεται. Μόνο για να νιώθομαι είμαι εγώ. Δεν είμαι για
χόρταση και το έχεις καταλάβει καλά μάλλον αυτό, γι αυτό και εξαφανίζεσαι.
Βαρέθηκα να ζω έτσι. Με τρείς κι εξήντα και να κρέμομαι απο τα παπάρια του καθενός. Θέλω
οικογένεια, αγκαλιά, αγάπη να φυτρώνει σαν κισσός να χωράει να κρατάμε και στην
άκρη, να βάζουμε στις τσέπες μας να είμαστε και να γινόμαστε σπάταλοι, να
μοιράζουμε στους άλλους, να χαρίζουμε μα ποτέ να μη δανείζουμε. Αν είχα λεφτά,
θα αγόραζα ένα μεγάλο οικόπεδο 4-5 στρέμματα, θα έχτιζα μέσα του ένα σπιτάκι
60-70 τμ απο ξύλο· το πιο οικολογικό και ενεργειακό σπίτι στον κόσμο θα ήθελα.
Να μη μπάζει απο πουθενά Χειμώνα τον Γενάρη. Όλο το υπόλοιπο θα ήταν ο κήπος
μου, τα λουλούδια μου, θα μάζευα όλα τα αδέσποτα του κόσμου. Και όποιο αλλο
ζωάκι αν ήθελε ας ερχόταν κι ας έμενε, πρόβλημα δεν έχω. Και όλα αυτά μπροστά
σε μια λίμνη. Με πλήγωσε πολύ η σκρόφα τη Νίκη, η μάνα, ο μπαμπάς μου κι εγώ.
Δε διασκεδάζω καθόλου πια με τα δεδομένα μου, δεν προσαρμόζομαι, δεν
ταυτοποιούμαι, δεν ανακαλύπτομαι. Γι αυτό και ξέρω πως θα είμαι απο αυτούς που
δε θα τη βγάλουν καθαρή ως το τέλος. Αλλά στ' αρχίδια μου. Είμαι άλλη απο αυτό
που πραγματικά θέλω. Θέλω να είμαι άλλη απο αυτό που πραγματικά είμαι. Έκοψα
και το γράψιμο και τώρα πια δεν αναλύομαι, δεν αυτοαναλύομαι, δε σκαλίζομαι με
το δάχτυλό μου, έχασα την ικανότητα της αυτοψυχανάλυσης, βρήκα τον Μήτσο ξανά
μα μου είπε πως έγινε φασισταριό και σωβίνι. Ποιός, ο Μήτσος. Απο Θεοδωράκη,
τώρα ακούει Σφακιανάκη. Α, και αυτός με πλήγωσε μετά απο όλο αυτό. Έχασα τον σύντροφό
μου στα πέντε χρόνια σχεδόν που είχαμε να βρεθούμε. Και μου λείπει ο Φίλος μου.
Που ζώο μου τον κάνανε τα ζώα. Αγάπη ρε. Μόνο Αγάπη. Ο κόσμος που ονειρεύεσαι
δεν έχει καμία σχέση με τον δρόμο σου.
13.8.14
Beast
Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα
μου τα ‘πες
με το πρώτο σου το γάλα.
Μα τώρα που
ξυπνήσανε τα φίδια
εσύ φοράς τα
αρχαία σου στολίδια
και δε
δακρύζεις ποτέ σου μάνα μου Ελλάς
που τα παιδιά
σου σκλάβους ξεπουλάς.
Τα ψεύτικα τα
λόγια τα μεγάλα
μου τα ‘πες
με το πρώτο σου το γάλα.
Μα τότε που
στη μοίρα μου μιλούσα
είχες ντυθεί
τα αρχαία σου τα λούσα
και στο
παζάρι με πήρες γύφτισσα μαϊμού
Ελλάδα Ελλάδα
μάνα του καημού.
Τα ψεύτικα τα
λόγια τα μεγάλα
μου τα ‘πες
με το πρώτο σου το γάλα.
Μα τώρα που η
φωτιά φουντώνει πάλι
εσύ κοιτάς τα
αρχαία σου τα κάλλη
και στις
αρένες του κόσμου μάνα μου Ελλάς
το ίδιο ψέμα
πάντα κουβαλάς.
12.8.14
Monster
Έγινα σχεδόν τριάντα έξι και
ακόμα δεν έμαθα να ξεχωρίζω τα συναισθήματα όταν είναι έντονα και χτυπάνε σαν
φλέβα στο μέτωπό μου. Με ρωτάς "πως είσαι;" και σου απαντάω
"σκατά" γιατί δε ξέρω αν είμαι θυμωμένη, απογοητευμένη, χαζή ή
ρομαντική. Έτσι με το "σκατά" ξεμπερδεύω με όλα. Και κυρίως με τις
ερωτήσεις. Οι άνθρωποι που επέλεξα με ξεπουλούν όσο όσο στις μεγάλες λαϊκές του
Σαββάτου. Παρασκευή βράδυ μου χαϊδεύουν τα αυτιά με χρυσόχαπα και το Σάββατο
βγαίνω σε προσφορά μετά τη μία το μεσημέρι μια που κανείς δε με προτίμησε και
απο το να σαπίσω καλύτερα σε προσφορά, λέει ο έμποράς μου. Κάνω κύκλους γύρω
απο τον άξονά μου και ψάχνω τα λάθη μου σε πολύ συγκεκριμένα πράγματα, δε
βρίσκω κάτι, βοήθεια, ζητάω βοήθεια, ας με βοηθήσει κάποιος να δω, κάπου κάνω
λάθος, δε μπορεί, κάπου κάνω λάθος και δε το βλέπω, βοήθεια, βοήθεια γαμώ το
κέρατό μου, παλιομπινέδες άνθρωποι που περνάτε απο δίπλα μου βοήθεια, ουρλιάζω
γαμώ την απανθρωπιά που μας μαστιγώνει τα μάτια και δε βλέπουμε, που μας
κλείνει τ' αυτιά και δεν ακούμε, το λουρί σφίγγει το λαιμό μας κι εμείς
φωνάζουμε βοήθεια, βοήθεια, σκατά σε αυτούς που δεν ακούνε, σκατά σε μας που με
τη δηθενιά μας γίναμε δυνάστες των απόρων, ξεσπιτωμένων, των αυτόχειρων δειλών,
των αυτόχειρων επαναστατών, των αυτόχειρων μαλάκων ή ηρώων. Μια μούφα είναι η
ζωή μερικές φορές. Μια μούφα κι εγώ, που θυμώνω με την αδιαφορία, με την
απανθρωπιά, με τον τύπο που ετοίμαζε χτες την κρεμάλα του σιγοσφυρίζοντας κι
εγώ πέρασα απο δίπλα του και δε τον είδα καν γιατί πήγαινα στη δουλειά μου,
εκείνος πήγαινε στο διάολο άλλα δε γαμιέται, εγώ πάω στη δουλειά μου, συνήθως
αργοπορημένη και τρεχάμενη να προλάβω ώρες και προθεσμίες κρατώντας την τσάντα
μου σφιχτα - μη μου κλέψουν και την τσάντα έχω όλα τα χαρτιά μου μέσα,
ταυτότητα, διπλώματα, παπλώματα, χωρίς τα χαρτιά είμαι ένα τίποτα, δεν υπάρχω,
ένα χαρτί είμαι πλαστικοποιημένο με δακτυλικό αποτύπωμα, καμένο χαρτί θα έλεγα,
ωχ συγνώμη κυρ- ανάπηρε που σε πάτησα και σε τσάκισα ήμουν απασχολημένη με το
να κρατάω σφιχτά τη τσάντα μου και να τρέχω για τη δουλειά μου, πάρε κι εσύ το
σκαμνάκι σου ανθρωπέ μου απο τη μέση, εδώ βρήκες να κρεμαστείς; , ορίστε
σκόνταψα κι έπεσα κι έχασα έναν πόντο απο το καλσόν μου κι έσπασα το νύχι μου,
πως θα πάω για καφέ, και τώρα που το σκέφτομαι όχι, εγώ πήγαινα στο διάολο και
ο άλλος έκανε την καλύτερη δουλειά, την καλύτερη και απο τη δική μου γι αυτό
σιγοσφύριζε. Είμαι ένα κτήνος μέσα στα κτήνη. Ίσως εκείνο με το κάπα το κεφαλαίο.
Ένα προσπαθώ να αποφύγω. Το να μη παραπλανηθώ και αδικήσω. Έχω αδικήσει τόσο
πολύ άθελά μου, που προσπαθώ να είμαι πολύ προσεκτική. Κι εσύ που χτες μου
φώναζες, μπορεί και να έχεις δίκιο. Αλλά μπορεί και όχι. Η μεγαλύτερη αξία της
ύπαρξης είναι η Δικαιοσύνη.
2.7.14
Wolf
Ξάπλωσα περίπου δέκα εκατοστά
απο το κορμί μου για αλλαγή. Προσπαθώ να με πλησιάσω σιγά σιγά να ξεμπερδεύω με
τ' απωθημένα μου. Συνήθως απομακρύνομαι τουλάχιστον ενάμιση μέτρο απο μένα όταν
είμαι ανυπόφορη. Αυτό το κόλπο το έμαθα απο σένα κάπου κοντά στη μετεφηβεία μου
ένα απο τα απογεύματα που αρνιόσουν να αγγίζεσαι. Σαν εκείνο που προχωρούσαμε
μόν(η)οι στην παραλιακή και άπλωσα το χέρι να πιάσω το δικό σου και τρόμαξες
και γρύλισες σαν λύκος και τρόμαξα κι έμεινα πίσω κι εσύ άνοιξες το βήμα σου
και εξαφανίστηκες. Δε με πείραζε όταν εξαφανιζόσουν, ίσα ίσα, μου άφηνες χώρο
και χρόνο για να μάθω λίγο καλύτερα τον εαυτό μου και τα τερτίπια σου. Μ'
αγαπούσες με έναν τρόπο παρανοϊκό και παράλογο. Όπως ο λύκος το πρόβατο.
Μπορούσες να με κατασπαράξεις και μετά να πεθάνεις απο το κενό της απουσίας μου
μέσα στην βαθιά σου θλίψη. Μια μέρα, πάνω σε έναν καυγά, σου είπα πως και το
πρόβατο μπορεί να φάει τον λύκο αν χρειαστεί, "μα πως, το πρόβατο δεν
τρώει λύκους" μου είπες, "το πρόβατο μπορεί να φάει τον λύκο αν ο
λύκος καταφέρει να κάνει το πρόβατο ίδιο με αυτόν" σου απάντησα. Θυμάμαι
σε κοίταξα με βλέμμα λύκου κι έκανες ένα βήμα πίσω, εγώ έκανα ένα βήμα μπρος,
εσύ έκανες άλλο ένα βήμα πίσω και κοιτώντας σε στα μάτια σου είπα
"Αυτό." Δε μου γρύλισες ξανά...
1.6.14
Lurk
Έτσι έβρεχε κι εκείνη την
Τετάρτη όταν μπήκα βιαστικά στα Γκούντις της Αγ. Σοφίας και ήμουν μούσκεμα,
έσταζα βροχές απο τα μαλλιά, ακόμα και απο τα ματόκλαδα μου. Έστυψα το
μπλουζάκι μου στη μέση του καταστήματος, νομίζω κρύωνα λίγο κι ας ήταν
κατακαλόκαιρο. Είχα μια έντονη αίσθηση πως κάποιος έχει καρφώσει το βλέμμα του
πάνω μου, κοίταξα λίγο απο 'δω, λίγο απο 'κει, τα μάγουλά μου ήταν κόκκινα,
"ιδέα μου θα είναι" σκέφτηκα, μόνο ιδέα μου δεν ήταν, σε κάθε μου
κίνηση ένιωθα την ίδια ενέργεια του βλέμματος να με ακολουθεί, να με
επεξεργάζεται, σαν να με τυλίγει ολόσωμα, σαν να γίνεται αύρα μου και να
παίρνει το σχήμα μου. Κάθισα σε ένα τραπέζι, άναψα τσιγάρο, έβαλα την κούπα με
τον ζεστό καφέ στα χέρια μου, κρύωνα το είπα; -Το είπα. Περίμενα να περάσει η
βροχή, περίμενα να περάσει κι εκείνος ο μαλάκας, "Πάνε μήνες πάλι που έχω
να τον δω τυχαία" σκέφτηκα και αναθεώρησα την έννοια "τυχαία"
και σκέφτηκα πως εμφανίζεται μπροστά μου σαν φαντομάς μόνο όταν έχω κάτι να
πάρω και να δώσω, να ανταλλάξω, να αλληλεπιδράσω με κάποιον τρόπο, και πως εγώ
κι αυτός δε θα βρισκόμασταν ποτέ για να προσπεράσουμε ο ένας τον άλλο - και
αυτή η ενέργεια που με κυκλώνει με αποσυντονίζει- βρισκόμαστε μόνο όταν τα βλέμματά μας αποκτήσουν βάθος, έννοια και
υπόσταση. Η βροχή κυλούσε ακανόνιστα στα παράθυρα, το αγαπημένο μου παιχνίδι
ήταν να μαντεύω την πορεία της σταγόνας κι ενώ έλεγα πως θα πάει
"εδώ", εκείνη άλλαζε πορεία και πήγαινε "εκεί", χωριζόταν, ενωνόταν,
αποχωριζόταν μερικές φορές και άλλαζε πορεία εντελώς και χανόταν. Μια μικρή
μικρογραφία της ζωής, μια μικρή επιβεβαίωση πως η ζωή είναι σταγόνες που
αλλάζουν πορείες, η ζωή δεν είναι γραμμική και οι άνθρωποι σταγόνες είναι και χωρίζονται,
ενώνονται, αλλάζουν πορείες, ενώνονται και πάλι ή χάνονται εντελώς. Μια σταγόνα
απο τα μαλλιά μου έπεσε πάνω στο τσιγάρο μου κι έσβησε την καύτρα, βλαστήμησα
γιατί ήταν το τελευταίο, βλαστήμησα γιατί δεν είχα ούτε λεφτά, βλαστήμησα
γενικώς, δεν είχα ούτε ένα χρυσό δόντι να ανταλλάξω για ένα τσιγάρο, θύμωσα,
θύμωσα, θύμωσα με την ζωή μου, "πως τον άφησα κι έφυγε", σκέφτηκα και
στήριξα το κεφάλι μου μέσα στην παλάμη μου και κοιτούσα τη βροχή, η αφορμή του
βρεγμένου και σβησμένου μου τσιγάρου γέμισε με μυρωδιά αποτσίγαρου ολόκληρη η
ζωή μου, ένιωσα κάτι να με καρφώνει στον αυχένα, κάτι σαν... σαν.... σαν να
χάθηκα για λίγο, γύρισα απότομα το κεφάλι μου και είδα εσένα, έναν υπέροχο
άντρα με σκοτεινά μάτια και φωτεινό βλέμμα, "πάρε ένα απο τα δικά
μου" μου είπες, το πήρα χωρίς να σου πω κάτι, "δεν είναι η μάρκα σου,
ε;" μου είπες πάλι εσύ, "Τσου" σου απάντησα, και άναψα τσιγάρο, κάθισες
στο δίπλα κάθισμα χωρίς να με ρωτήσεις, σε κοίταξα περίεργα, γιατί τάχα μερικοί
άνθρωποι νομίζουν πως τους χρωστάς μόνο και μόνο επειδή θέλησες να βγεις μια
βόλτα μόνος σου, "Με έψαχνες και
κοιτούσες ολόγυρα;" ρώτησες, "Τί εννοείς, δε καταλαβαίνω",
απάντησα, "Κι όμως κοιτούσες να με βρεις", είπες "Δε σε ξέρω για
να σε ψάχνω", απάντησα, "και αν θες πας λίγο απέναντι νιώθω
άβολα" συνέχισα, χαμογέλασες, σηκώθηκες, κάθισες στο απέναντι τραπέζι, και
έβαλες το κεφάλι σου μέσα στις παλάμες σου, στηριζόσουν στους αγκώνες σου, με
κοιτούσες επίμονα, εγώ ένιωθα πάλι την ίδια αίσθηση με πριν, σε κοίταξα και
είδα πόσο απροκάλυπτα με κοιτούσες, "εμένα ψάχνεις τελικά" μου είπες
και μου χαμογέλασες, "βασικά μια συγκεκριμένη αίσθηση ψάχνω" σου
είπα, "το ίδιο λέμε" είπες βιαστικά και μου έκοψες τη φόρα της
αντίδρασης. Χαμογέλασα αμήχανα. "Πάμε;" είπες "Έχει
σκατόκαιρο", απάντησα, "Τι έχει ο καιρός;" ρώτησες, "Βρέχει
καρέκλες λέμε και μπουμπουνίζει και αστράφτει" σου απάντησα, "Άρα η
Φύση τραγουδάει" συμπλήρωσες και με τράβηξες και βγήκαμε στη βροχή. Ήθελα
να τρέξω, να βρω μια ομπρέλα, ένα υπόστεγο, ένα μπουφάν , έστω μια
τζαμποσακούλα τώρα που το σκέφτομαι, ένα αδιάβροχο ένα κάτι, κάτι, κάτι τέλος
πάντων, γύρισα, σε κοίταξα διασκέδαζες πολύ με την αμηχανία μου, μου έπιασες το
χέρι κι ένιωσα να βρέχει μέσα μου, ένιωθα να ξεπλένομαι, "είσαι
μαγικός;" σε ρώτησα, "Ναι" μου απάντησες, μου κρατούσες το χέρι
λες και με ήξερες αιώνες, σου απέτρεψα αυτή την οικειότητα λες και μου άρεσε να
αγγίζομαι, ειδικά εκείνη τη ρευματοφόρα περίοδο. Κατεβήκαμε στη Λεωφόρο Νίκης
απο Αγίας Σοφίας και φτάσαμε προς το λιμάνι. Καθίσαμε κάτω στα σκαλιά, είχα
ξεχάσει πόσο έβρεχε, είχα ξεχάσει τη λασπουριά, είχα ξεχάσει τα αμάξια που
περνούσαν, είχα ξεχάσει σχεδόν τον λόγο που βρισκόμουν εκεί, άρχισα πάλι να
κρυώνω, τα σανδάλια μου ήταν μούσκεμα, το σαλβάρι μου είχε κολλήσει πάνω μου, με
αγκάλιασες κι άρχισες να μου τρίβεις τα μπράτσα για να μη τρέμω, "Δε
κρυώνεις;" σε ρώτησα "όχι, κορίτσι μου" μου απάντησες,
ερωτεύτηκα απευθείας τη φωνή σου, "κορίτσι μου" σκέφτηκα, "πως
θα ζήσω τώρα χωρίς τη φωνή σου" ξανασκέφτηκα, έριξες ένα πνιχτό γελάκι και
με κοίταξες σαν να έκανες μια σωστή μαντεψιά, "Διαβάζεις τις
σκέψεις;" ρώτησα, και απάντησες "Μόνο αν με ενδιαφέρει." Η βροχή
σταμάτησε. Έβγαλες τη μπλούζα σου, τη στράγγισες και μου σκούπισες τα μαλλιά.
Θα χάσω το τρένο για Αθήνα μου είπες βιαστικά. "Τι έγινε τώρα;"
ρώτησα, "Πρέπει να φύγω" μου είπες "θα χάσω το τρένο",
"Πότε θα έρθεις πάλι;" σε ρώτησα, "όταν θα ρίχνει και πάλι
καρέκλες, κορίτσι της βροχής!" είπες και χαμογέλασες, "Που
μένεις;" σε ρώτησα, "Εξάρχεια" μου είπες, γούρλωσα τα μάτια, δε
περίμενα να μένεις τόσο μακριά μου, δεν ήθελα, πως το λένε. Δίπλωσα την μπλούζα
σου, σου την έδωσα, "Κράτα τη, να σκουπίζεις τα μαλλιά σου" είπες,
σηκώθηκες όρθιος, με σήκωσες κι εμένα, "Πρέπει να φύγω" είπες, έσκυψα
λίγο το κεφάλι μου, "Μη" είπες, σε κοίταξα, "Με λένε Φώτη,
όποιον και να ρωτήσεις στην πλατεία θα σου πει που μένω ή που θα με βρεις"
είπες. "Με λένε Μαρία" σου απάντησα. "Δε σε λένε Μαρία. Σε λένε
Βροχή" είπες, χαμογέλασες, με φίλησες πολύ απαλά και μπήκες βιαστικά στο λεωφορείο το 2 και σε κοιτούσα καθώς χανόσουν όπως παλιά οι άνθρωποι κοιτούσαν τους
άλλους ανθρώπους να χάνονται στα τρένα. Εκείνη τη μέρα ερωτεύτηκα τη βροχή. Απο
τότε, για πάντα.
14.5.14
Protect me from what I want
Πήγαινα να πληρώσω τη Δ.Ε.Η.
στην Παπαναστασίου και πέρασα μπροστά απο το σπίτι που έζησα την πρώτη μου ζωή.
Το σπίτι μου. Το δικό μου σπίτι. Εκείνο που άνηκε μόνο σε μένα, το είχα
διεκδικήσει εκείνο το σπίτι, ήταν σπίτι ΜΟΥ. Όχι Μας. Μου. Ό,τι πιο εγωιστικά
αγάπησα ποτέ. Εκείνο το σαλόνι, τη μικρή κουζίνα και το μπάνιο που με το ζόρι
γύριζες απο τη λεκάνη στο νεροχύτη. Εκεί ερωτεύτηκα ξανά. Εκεί σε ξεπέρασα για
πάντα. Ούτε που με νοιάζει πια να θυμηθώ τη μορφή σου. Όχι γιατί με πρόδωσες, ή
με πλήγωσες ή δε ξέρω κι εγώ τί, αυτά τα
κάνουμε όλοι οι άνθρωποι ηθελημένα ή ερήμην μας και αλί σε όποιον δεν πλήγωσε
ποτέ, δεν αγαπήθηκε τότε και, τί κρίμα να μην αγαπιούνται οι άνθρωποι. Είναι
που σε άφησα στο μεσαίο ντουλάπι της κουζίνας και σε κλείδωσα να μη βγεις πριν
κλείσω την πόρτα εκείνου του σπιτιού και με σταματήσεις αρχίζοντας να
εξιστορείς αναμνήσεις. Έπρεπε να φύγω. Ήθελα να φύγω. Ήθελα στα τριάντα μου να
κάνω την επανάστασή μου και να τα τινάξω όλα στον αέρα και να ξεκινήσω απο την
αρχή. Αυτά σκεφτόμουν σταματημένη στο φανάρι Παπαναστασίου και Βούλγαρη, και το
φανάρι άναψε πράσινο κι εσύ κόρναρες σε κοίταξα απο τον καθρέφτη αλλά δε σε
είδα, σε χαρακτήρισα απο μέσα μου, δεν αντέχω τους βιαστικούς ανθρώπους, δεν
αντέχω ούτε εμένα όταν βιάζομαι, η βιασύνη είναι άγχος και το άγχος καρκίνος.
Μου ξανακόρναρες κι εγώ ανέβασα την ένταση στο ραδιόφωνο, είχε ένα
ανεβαστικότατο τραγούδι, ξεκίνησα να τραγουδάω δυνατά και να κουνιέμαι χωρίς να
το καταλαβαίνω στο ρυθμό όπως κάνουν στις αμερικάνικες ταινίες, χαμογελούσα,
αυτοϊκανοποιούσα την ανάγκη μου για χαμόγελα "εσύ κορίτσι μου μόνο, κανείς
δε μπορεί να σε κάνει να νιώσεις καλύτερα αυτή τη στιγμή όσο εσύ"
μονολογούσα στο κεφάλι μου, η κόρνα σου υπήρχε δεν υπήρχε, εσύ υπήρχες δεν
υπήρχες, ποιος νοιαζόταν;, στο επόμενο φανάρι στάθηκες δίπλα μου, άνοιξες το
παράθυρό σου και μου είπες "Ξέρω ένα μέρος που θα παίζει μόνο αυτό το
τραγούδι αν είναι να χαμογελάς, να τραγουδάς και να χορεύεις όπως τώρα",
γύρισα σε κοίταξα και πάγωσα για μια στιγμή, μου χαμογέλασες και ο πάγος έλιωσε
με μιας "Έχω να πληρώσω τη Δ.Ε.Η" σου απάντησα λες και είχα να σε δω
απο χτες το βράδυ που πέσαμε για ύπνο χωρίς να πηδηχτούμε, μου χαμογέλασες ξανά
και μου πήδηξες το μυαλό με τη μία, "Ποια Δ.Ε.Η. ρε μαλάκα, στο επόμενο
φανάρι ακολούθησέ με" με πρόσταξες κι εγώ σε ακολούθησα χωρίς δεύτερη
κουβέντα, είχα πάνω μου τα εκατό ευρώ της Δ.Ε.Η. θα μπορούσα να φουλάρω και να
φτάσω μαζί σου ως την άκρη της Γης με αυτά τα εκατό μου ευρώ, φτάσαμε στον Άγιο
Παύλο σε ένα σημείο που ποτέ μου δεν ήξερα, πάρκαρα δίπλα σου, ένιωθα αμήχανη
μετά απο τόσα χρόνια, δε κουνήθηκα απο το κάθισμά μου, ξαφνικά άρχισε να παίζει
το τραγούδι, εγώ έκλεισα τα μάτια και ένιωθα πλήρης εκείνη της στιγμή, ίσως τη
μοναδική στιγμή πληρότητας μαζί σου, κατέβηκες, μου άνοιξες την πόρτα, με
τράβηξες και με τη μία με σήκωσες και με κόλλησες πάνω σου, άρχισες να
χοροπηδάς και να τραγουδάς, άρχισα κι εγώ να τραγουδάω δυνατά μαζί σου,
χοροπηδούσα γύρω απο τον εαυτό μου και γύρω απο σένα, και όταν το τραγούδι
τελείωσε πέσαμε με την πλάτη στο χώμα και το βλέμμα στον ουρανό λαχανιασμένοι.
"Είσαι το ίδιο μαλάκας με τότε, δεν άλλαξες καθόλου" σου είπα και
γύρισα το κεφάλι μου και σου χαμογέλασα, "Άλλαξα" μου απάντησες,
"Που ρε βλάκα; Στ' αυτιά;" σε ρώτησα, "Παντρεύτηκα" μου
απάντησες, σκοτείνιασα μέσα μου απεριόριστα, πέρασαν άπειρες σκέψεις απο το
μυαλό μου σε μια στιγμή που ξεκινούσαν απο "... - να... - πως...; -
αφού....", σαν να με διάβασες, βίασες με μιας ότι σκεφτόμουν αβίαστα,
"Γιατί με έφερες εδώ; Εγώ τη Δ.Ε.Η. πήγαινα να πληρώσω" ρώτησα σαν να
μονολογούσα, "Δεν έφυγες ποτέ απο μέσα μου" μου απάντησες, "Σε
είχα κλειδώσει στο ντουλάπι της κουζίνας και σε άφησα για πάντα πίσω μου"
σου είπα, "Γι αυτό προχώρησα μόνος μου χωρίς εσένα, επειδή ήξερα πως δε θα
γύριζες ποτέ σου πίσω κι ας ήξερες πως σε περίμενα" είπες, "και όσο
με περίμενες είπες να παντρευτείς" σε διέκοψα, "είσαι εγωίστρια"
συνέχισες, σηκώθηκα όρθια σε κοίταξα στα μάτια, ήξερα πως είχες δίκιο, είχες
πολύ δίκιο, μα τί σκατά έκανα εγώ μαζί σου εκεί πάνω, στην κορυφή του κόσμου
ξύνοντας τις πληγές μου; "Μου έλειψες και ήθελα να σε δω, να περάσω λίγο
χρόνο μαζί σου, σε συνάντησα τυχαία"-μα δεν υπάρχει τύχη μωρό μου-
"ήξερα πως αν σου τηλεφωνούσα δε θα απαντούσες, με είχες αφήσει για πάντα
κλεισμένο στο ντουλάπι της κουζίνας του σπιτιού που άφησες μαζί με τα πάντα
σου". Σε κοίταξα στα μάτια με απάθεια. Σε ένιωθα απολογητικό. "Πες μου κάτι" μου είπες.
"Είσαι το ίδιο μαλάκας με τότε, δεν άλλαξες καθόλου" σου απάντησα.
Σηκώθηκα να φύγω. "Που πας;" με ρώτησες. "Ίσα που προλαβαίνω να
πληρώσω τη Δ.Ε.Η."
9.4.14
Consciousness
Πέρασα απο την γειτονιά τις προάλλες. Μετά απο σχεδόν
δέκα χρόνια. Το δημοτικό μου σχολείο είναι πια σταθμός του μετρό, "ποιου
μετρό ρε μαλάκες" αναρωτήθηκα, η πόλη μου εδώ και μια δεκαετία σχεδόν
είναι ένα τεράστιο γιαπί. Γκρεμίζουμε σχολεία για να φτιάξουμε σταθμό του
μετρό, ρίχνουμε και μια ταμπέλα πολιτισμού και ανάπτυξης, γεμίζει το κεφάλι μου
ερωτηματικά, ποιός πολιτισμός και ποιά ανάπτυξη βασίζεται στο γκρέμισμα
των σχολείων και των παιδικών αναμνήσεων; Το οτι δε θέλω να θυμάμαι είναι ένα
άλλο θέμα. Είμαι επιλεκτικά αφοσιωμένη στις αναμνήσεις μου, για παράδειγμα την
κυρία Βενετία δε θέλω καν να τη θυμάμαι, παιδί οκτώ χρονών ήμουν όταν μπήκα για
πρώτη φορά στην τάξη της ως καινούρια μαθήτρια κι εκείνη με αποκάλεσε
"φρούτο", εμένα και τη Λίνα, τις δυο καινούριες, μωρή καριόλα,
αλλάξαμε σχολείο για κάποιον λόγο, φύγαμε απο κάτι που θέλαμε να ξεφύγουμε πάση
θυσία και τα καταφέραμε, χώρισαν οι γονείς μας και αλλάξαμε πόλη, πήγαμε σε
μεγαλύτερη για να αποφύγουμε τον ρατσισμό της μικρής, έχασα τον Λεωνίδα, τον
πρώτο μου έρωτα κι εσύ μας έβαλες στο τελευταίο θρανίο και μας βάφτισες
"φρούτα". Σαπίλα, σαπίλα παντού, μυρίζει ο αέρας χαλασμένο φρούτο, όχι
κυραΒενετία, το φρούτο που σάπισε δεν είμαι εγώ. Ό,τι πάνω μου σαπίζει το κόβω
και με τον καιρό φυτρώνει ξανά. Υγιή και δυνατό. Αυτά σκεφτόμουν και έπεσα
αφηρημένη πάνω σου ήσουν αδύνατη, σχεδόν χτικιάρα, τα μάτια σου απο τη μαστούρα
ήταν απλανή και το βλέμμα σου ακαθόριστο. Με προσπέρασες κι έφυγες χωρίς
κουβέντα, σε παρατηρούσα καθώς περπατούσες κι έβαλα νόημα στη μέρα μου και σε
ακολούθησα για να έχω προορισμό, δεν ήξερα που πας, ίσως να μην ήξερες κι εσύ,
αλλά κάπου θα οδηγούμασταν οι δυο μας, δε μπορεί, βγήκαμε στην Παπάφη και στην
Κιλκισίου έστριψες στο φωτογραφείο, κοντοστάθηκες και κοντοστάθηκα κι εγώ,
έβγαλες κάτι ψιλά απο την τσέπη σου, τα μετρούσες και δεν αντιλαμβανόσουν πως
το σώμα σου κουλουριαζόταν και πως τα γόντατά σου λύγιζαν, κόντεψες να πέσεις
με το κεφάλι στο πεζοδρόμιο, σε πλησίασα και σε άρπαξα απο τη μέση και σε
στήριξα πάνω μου, σε ρώτησα αν είσαι εντάξει, γύρισες και με κοίταξες με το
ίδιο βλέμμα σαν να κοιτούσες πίσω απο μένα, "κι εσένα τί σε νοιάζει;"
με ρώτησες κι εγώ σου απάντησα "με νοιάζει και με παρανοιάζει" και
τότε εστίασες και με κοίταξες στα μάτια με απορία, σου χαμογέλασα, "έχεις
μισό ευρώ;" με ρώτησες, "έχω" σου απάντησα, μου άπλωσες το χέρι
και σου άπλωσα κι εγώ το χέρι, αιφνιδιάστηκες, σκοτείνιασες, μπορεί και να νόμιζες
πως σε κορόιδευα ή σε ειρωνευόμουν, "δεν έχω λεφτά" μου είπες,
"ούτε κι εγώ είμαι η πιο πλούσια της γειτονιάς αλλά έναν καφέ κι ένα τοστ
έχω για να κεράσω" σου απάντησα και σου έπιασα το χέρι και πήγαμε στον
Ηρακλειώτη και καθίσαμε αμίλητες. Ξεκίνησα να σου μιλάω για τη ζωή μου, για τα
μπουγέλα που παίζαμε κάθε τελευταία μέρα του σχολείου σε αυτό το πάρκο, έξι
χρόνια μπουγέλο απο την πρώτη γυμνασίου μέχρι την τρίτη λυκείου, σήκωσα το
αριστερό μπατζάκι μου και σου έδειξα την ουλή στο γόντατό μου, "Ο Αντώνης
με έριξε σε αυτή τη λίμνη κι έπεσα με το γόνατο πάνω σε μια πέτρα και πληγώθηκα
αλλά δε το κατάλαβα κι έτρεχα σαν κατσίκι και γύρισα στο σπίτι καταματωμένη και
η μάνα κόντεψε να τρελαθεί" σου είπα, σου βγήκε ένα αυθόρμητο χαμόγελο κι
ένας πνιχτός ήχος, σου χαμογέλασα κι εγώ κι έπειτα δίψασες κι εγώ παρήγγειλα
γρανίτες. "Γιατί είσαι τόσο εντάξει με μια άγνωστη" ρώτησες,
"γιατί κάνω επανάσταση" σου απάντησα, "είσαι παράξενη" μου
είπες και θυμήθηκα τότε στο παγκάκι του Λευκού Πύργου που είχα δώσει την ίδια
απάντηση σε 'κείνον που μου χάρισε τα μολύβια μου, "Ξέρω τί εννοείς"
σου απάντησα και μετά σωπάσαμε. Ξεκίνησε να βρέχει και κοίταξες για λίγο γύρω
σου, "Ανθίζουν όλα" μου είπες και τότε παρατήρησα τα χρώματα για
πρώτη φορά εκείνη τη μέρα, "Είναι Άνοιξη σου είπα" κι εσύ κοίταξες τα
παπούτσια σου, "φαντάσου τί κάνει η Άνοιξη όταν μπαίνει μέσα μας"
συνέχισα κι εσύ μου είπες βιαστικά "πάμε;" Πλήρωσα, σηκωθήκαμε,
περπατήσαμε λίγο προς το σπίτι, "χόρτασες τη μέρα σου;" σε ρώτησα,
μου απάντησες "Δε θα τη ξεχάσω ποτέ" και σου είπα "Θα ήταν
αρκετό να μη ξεχάσεις εύκολα." Σε χαιρέτησα κι έφυγα. "Ε! Πως σε
λένε;" φώναξες όταν είχα αρχίσει να απομακρύνομαι. "Ανοιξιάτικη
βροχή" σου απάντησα. Χαμογέλασες πλατιά. Το ίδιο κι εγώ.
5.4.14
Inconvenience
Επανάσταση μωρό μου είναι να
σε φιλάω όταν σηκώνεις το χέρι σου να με χτυπήσεις και μετά να σου γυρνάω την
πλάτη μου και να σε αφήνω να πεθάνεις μόνος. Χωρίς αγάπη, είσαι ήδη νεκρός. Να
ξέρεις. Επίσης να ξέρεις πως δε φοβάμαι. Κι ας φοβάμαι μερικές φορές, δε
πειράζει μου περνάει. Ανά περιόδους έχω κοντά πόδια, αλλά έχω πάντα ψηλή καρδιά.
Μωρό μου.
30.3.14
Weep...
Δεν είχαμε κάνει έρωτα ποτέ μας κι ας ήμασταν μαζί ήδη δύο χρόνια. Τα κορμιά μας είχαν το ανέγγιχτο της αγνότητας. Ξέραμε μόνο να αγαπιόμαστε, να φιλιόμαστε να ερωτευόμαστε και να μην έχουμε ποτέ τίποτα να χωρίσουμε. Ένα βράδυ εκεί που βλέπαμε ταινία και μου πείραζες τη μύτη και γελούσαμε, με κοίταξες και σε κοίταξα διαφορετικά. Κι έτσι έγινε για πρώτη μας φορά. Απλά, αυθόρμητα, ουσιαστικά. Μπήκε ο ένας στο κορμί του άλλου και νομίζω ή έκλαιγα απο ευτυχία ή σου χαμογελούσα απο ευτυχία όταν έπεσες απο πάνω μου ιδρωμένος κι ευτυχισμένος. Πιο ερωτευμένος απο ποτέ. Και μου άρεσε. Και σε ήθελα πάλι και με ήθελες κι εσύ. Το νόημα της ζωής μου ήταν ανάμεσα στα πόδια μου. Το νόημα της ζωής μου ήταν η ένωση. Μαζί σου. Ήταν η πρώτη φορά που απο κορίτσι σου έγινα γυναίκα σου κι εσύ απο αγόρι μου άντρας μου και σε έκανα δικό μου, ήσουν ο πρώτος άνθρωπος που έκανα δικό μου και τότε ξεκίνησα να πληγώνομαι. Πέρασαν καμιά δεκαριά χρόνια απο τότε μέχρι να καταλάβω πως κανένας δεν ανήκει σε κανένα, ως τότε δεν ήξερα, έτσι μου μάθανε, έτσι έκανα, οι ενήλικες τα ήξεραν όλα βλέπεις κι εμείς τα κουτορνίθια, ποιοι, εμείς τα κουτορνίθια, εμείς που τραγουδούσαμε την αγάπη στους δρόμους πιασμένοι χέρι χέρι, και οι ενήλικες μας λέγανε πως λάθος αγαπάμε όταν αγαπιόμαστε ελεύθεροι χωρίς ιδιότητα, "όοοοοχι" επιμένανε οι ενήλικες πρέπει να έχουμε και ιδιότητα και ρόλο γιατί τα πράγματά μας είναι δικά μας και μας ανήκουν, "μα, μαμά, ο Έρωτας δεν είναι πράγμα" έλεγα χωρίς να καταλαβαίνω τότε πως γίνεται ο άνθρωπος να είναι πράγμα αφού ο άνθρωπος νιώθει, αγαπάει, ερωτεύεται, καβλώνει, "έχεις δει ρε μάνα ψυγείο να καβλώνει;" τη ρωτούσα, "όχου, δε καταλαβαίνεις" μου απαντούσε κι εγώ μετρούσα στα δάχτυλά μου πόσα απο τα αντικείμενα που ξέρω έμοιαζαν με 'σένα και άκρη δεν έβγαζα αλλά κάτι θα ήξεραν οι μεγαλύτεροι. Κι εγώ σε αγαπούσα, σε αγαπούσα και όσο σε αγαπούσα τόσο ζήλευα και όσο ζήλευα τόσο πονούσα, αρρώσταινα μέσα μου. Ειδικά τη Μαργαρίτα. Εκείνη τη τσούλα που πάντα μου άρεσε να χαρακτηρίζω και να κατηγοριοποιώ κι ας έμοιαζα κατωτέρου, κι ας ήμουνα κατωτέρου εκείνη τη στιγμή, δε με ένοιαζε, εγώ ήμουν κατωτέρου άλλα εκείνη ήταν τσούλα και σου τριβόταν στα διαλείμματα κι εγώ μάτωνα, έχανα αίμα απο παντού, ακόμα και απο τα ματοτσίνορά μου έτρεχε αίμα γιατί μερικές φορές κοκκίνιζαν όλα. Ένα μεσημέρι στο σχόλασμα κατέβηκες μαζί της τις σκάλες κι εγώ σε άρπαξα απο το χέρι και σε τράβηξα και έκλαιγα και σου έλεγα "Σε μισώ που με πονάς, σε μισώ, σε μισώ, σε μισώ" κι εσύ πόνεσες που σε μισούσα αλλά ήξερες πως δε θα μπορούσα να μη σε μισώ, αθέτησες την υπόσχεση που δώσαμε πως απο τη στιγμή που κάναμε έρωτα θα ανήκουμε ο ένας του άλλου, ξαφνικά δεν ήθελες να ανήκεις κάπου, ξαφνικά δεν ήθελα ούτε κι εγώ, πονάει το να ανήκεις σε κάποιον "αλλά γιατί δε πονάει το ίδιο το ψυγείο" αναρωτήθηκα, "ίσως επειδή δε καβλώνει" αποφάνθηκα, σκεφτόμουν μήπως η τσούλα σε καβλώνει καλύτερα και περισσότερο απο μένα, ειδικά απο μένα που η μόνη γνώση στο να σε καβλώνω ήταν το ένστικτό μου και όχι η γνώση και η εμπειρία μου και, κόντεψα να χάσω τα λογικά μου εκείνη τη στιγμή και τότε κατάλαβα για πρώτη φορά το γιατί εσύ με πλήγωσες ενώ το ψυγείο μου όχι, είναι η κάβλα που πληγώνει, αυτό μας ξεχωρίζει απο τα άψυχα τελικά, η κάβλα. Γι αυτό θεωρείται το να μπεις σε άλλο κορμί απάτη. Επειδή καβλώνεις και απολαμβάνεις χωρίς εμένα. Εκείνο το βράδυ νομίζω μεγάλωσα. Έτσι νομίζω. Γαμήθηκε ότι αγαπήσαμε με πάθος. "Το γαμήσι και ο έρωτας δεν είναι το ίδιο;" με ρώτησες." Όχι μανάρι μου. Δεν είναι το ίδιο. Η διαδικασία είναι η ίδια." σου απάντησα και αναρωτήθηκα τί κάθομαι και λέω σε κάποιον που δε ξέρει τη διαφορά του έρωτα απο το γαμήσι απο μόνος του και τί να εξηγήσω. Σε κοίταξα στα μάτια. Οι μπάτσοι περνούσαν απο δίπλα μας όπως τότε που παντρευτήκαμε. Τίποτα δεν ήταν το ίδιο πέρα απο τους καπνούς και το χρώμα. Ούτε εσύ. Ούτε καν εγώ. Γύρισα την πλάτη μου κι έφυγα. Δε σε ξαναέψαξα ποτέ.
23.3.14
Πέντε, Τρία εικοσιένα
Τρέχαμε μιλιούνια μες στην
Τσιμισκή με τα χέρια πλεγμένα απο τα μπράτσα και φωνάζαμε συνθήματα αγάπης και
θυμού και απο τα στενά χυνόταν ο κόσμος πάνω μας και έδενε τα μπράτσα του στα
δικά μας. Απο ψηλά δε μοιάζαμε με ανθρώπους, μοιάζαμε περισσότερο με ιδέα
πιασμένη αγκαζέ. Ήμουν ευτυχισμένη γιατί στις πορείες ήμουν πάντα η εγώ που δεν
υπήρχε τις καθημερινές στο σχολείο γιατί η άλλη εγώ είχε όνομα και ιδιότητα και
την έβαζα μπροστά γιατί η εγώ εγώ ήταν φωνακλού και έβραζε το στήθος της απο
θυμό. Πόσο σε αγαπούσα τότε, αντί για τα ξενέρωτα στέκια με έβγαζες σε πορείες
και αυτό ήταν το μυστικό μας απο όλους τους άλλους στο σχολείο. Χτυπούσες το
κουδούνι, άνοιγε η μάνα, "Καλησπέρα κυρία Έλλη ήρθα να πάρω τη Μαρία"
μας έβαζε μπουκαλάκια νερό στο σακίδιο, κασκόλ και μια ευχή. Φοβόταν η μάνα.
Της έλεγα να μη φοβάται, πως τα χρόνια άλλαξαν απο την εποχή της και δεν είναι
τόσο επικίνδυνα όσο τότε αλλά δεν ήξερα την τύφλα μου στην πραγματικότητα,
γιατί τα χρόνια δεν άλλαξαν ποτέ κάποια πράγματα ενώ ταυτόχρονα τα πράγματα άλλαξαν
πολύ και ήταν πιο σκληρά απο τότε. Θυμόταν το 1992 στης 14 Φλεβάρη τότε που με
πήρε η μάνα απο το χέρι και κατεβήκαμε στην πορεία στην Αριστοτέλους με το ένα
εκατομμύριο κόσμο που φώναζαν οργισμένοι αλλά μύτη δεν άνοιξε. Ακόμα και σήμερα
έχει να τη θυμάται ακόμα εκείνη την πορεία. "Θυμάσαι Μαρία, μικρούτσικο
ήσουν" μου έλεγε, "Τί μικρούτσικο ρε μαμά γυμνάσιο πήγαινα" της
έλεγα εγώ, "μικρούτσικο ήσουν" επέμενε, και στα τριάντα πέντε μου
ακόμα "μικρούτσικο" με φωνάζει. Εκείνο το απόγευμα που ήρθες να με
πάρεις είχε μαγειρέψει μπάμιες με κοτόπουλο στο φούρνο "καθίστε να φάτε
πριν φύγετε" μας είπε κι εσύ απο ευγένεια ήσουν έτοιμος να φας της μπάμιες
της μαμάς, σε γλίτωσα στο τσακ πριν σου στρώσει τραπέζι, "Μανούλα μου
έχουμε ραντεβού με τα παιδιά" της είπα κι εκείνη απάντησε "Να μην
αργήσετε τότε, θα σας κρατήσω τις μπάμιες για μετά", εσύ με κοίταξες
απελπισμένος, σου έκανα νόημα πως αφού αγάπη μου δεν ήθελες μπάμιες, μπάμιες δε
θα έτρωγες ποτέ, ούτε εγώ θα σου μαγείρευα όταν θα παντρευόμασταν και απ' όσο
θυμάμαι ήταν η πρώτη υπόσχεση που σου είχα δώσει στα ψέματα αφού δεν είχα σκοπό
να σε παντρευτώ ποτέ, ούτε εσένα ούτε κάποιον άλλο, αλλά αν παντρευόμουν ποτέ εσένα θα ήθελα. Κατεβήκαμε την
Καυταντζόγλου, βγήκαμε Λ. Στρατού και λίγο μετά την Δ.Ε.Θ. ενωθήκαμε με τους
άλλους και κατηφορίζαμε προς την Αριστοτέλους, και φωνάζαμε συνθήματα που άλλοι
γράφανε σε τοίχους, με ανέβαζες στους ώμους σου να φωνάζω δυνατά, κατέβαζα το
κεφάλι μου και σου χαμογελούσα ήμουν τόσο ερωτευμένη όταν σε κοιτούσα, μου έπιανες
το ένα χέρι σφιχτά και το άλλο σου το χέρι ήταν μια γροθιά, "Εμείς θα
αλλάξουμε τον κόσμο μωρό μου" μου έλεγες κι εγώ σε θαύμαζα, σε θαύμαζα, σε
θαύμαζα, "Εμείς θα αλλάξουμε τον κόσμο" σου απάντησα, κάποιος απο
δίπλα μας άκουσε και φώναξε δυνατά "Εμείς θα αλλάξουμε τον κόσμο!"
και η υπόσχεσή μας έγινε σύνθημα. Κάπου στην Αγίας Σοφίας τα πράγματα έγιναν
μαύρα και κόκκινα. Με άρπαξες και αρχίσαμε να τρέχουμε, "Απο δω!" μου
είπες και μπήκαμε στην Κομνηνών και κοντέψαμε να εγκλωβιστούμε γιατί έπρεπε να
βγούμε επάνω προς Εγνατία και βγήκαμε στη Νίκης κι απο εκεί περάσαμε απέναντι
και χαθήκαμε με τους άσχετους και τους περαστικούς. Με φίλησες. Με φίλησες πολύ
εκείνο το βράδυ. Οι μπάτσοι περνούσαν κι εσύ με φιλούσες μέσα στους καπνούς και
τότε σου είπα "δε θέλω να σε παντρευτώ ποτέ αλλά θέλω να μείνω μαζί σου
για πάντα", μου είπες " Θα είμαι ο Άντρας σου και θα είσαι η Γυναίκα
μου", "απο αυτή τη στιγμή κι όλας θα είσαι ο Άντρας μου" σου
είπα, "Ελπίζω να μη μου μαγειρέψεις μπάμιες" μου είπες και γέλασες
δυνατά και γέλασα κι εγώ, παντρευτήκαμε οι δυο μας εκείνο το βράδυ και γύρισα
σπίτι παντρεμένη. Δε πέρασε ο χρόνος και χωρίσαμε. Ένα βράδυ πάλι. Σε μια
πορεία.
21.3.14
16.3.14
Moans
Τρίτη πρωί στην Εγνατία στην
καμάρα με βροχή περίμενα στη στάση το λεωφορείο να έρθει αλλά δεν ερχόταν. Είχα
τα τελευταία είκοσι ευρώ στην τσέπη μου και ήθελα να τα επενδύσω συνετά σε
κάτι. Η ώρα πέρασε κι εγώ είχα αποφασίσει πως θα καθυστερήσω στη δουλειά. Κοίταξα
τα είκοσι ευρώ μου. Κοίταξα την ώρα. Ή που θα έπαιρνα ταξί ή που θα έκανα κοπάνα
απο τη δουλειά. Το λεωφορείο ήρθε λίγο πριν καν τελειώσω τη σκέψη μου. Κρίμα,
θα είχε μια γοητεία να κάνω σήμερα κοπάνα απο τη δουλειά. Μπήκα στο δυάρι,
πιάστηκα απο τις χειρολαβές και ξεκίνησε το μπρος-πίσω, μπρος-πίσω, θυμήθηκα
πως τα βελούδινα καθίσματα κάποτε ήταν ξύλινα, οι άνθρωποι ήταν λιγότερο
ξύλινοι όμως, όσο πιο βελούδινα καθίσματα έχουν οι θέσεις, τόσο περισσότερο
ξύλινοι γίνονται οι άνθρωποι κι εγώ πέρα-δώθε, πέρα-δώθε η φωνή να ανακοινώνει
τις στάσεις μια στα Ελληνικά μια στα Αγγλικά "πότε γίναμε εμείς Ευρώπη και
δε το κατάλαβα" αναρωτήθηκα, θυμήθηκα τον εισπράκτορα που αντικαταστάθηκε
με το μηχάνημα αυτόματης πώλησης εισιτηρίων που δε δίνει ρέστα, τι μορφή κι
εκείνος ο εισπράκτορας στο τριάντα ένα, "Φλέμινγκ - θα κατέβει κανείς;"
Μετά αντικαταστάθηκαν οι εισπράκτορες, που πουλούσαν τα εισιτήρια κι έδιναν και
ρέστα, που τα έκοβαν στη μέση για να είναι έγκυρα, που έλεγχαν τους επιβάτες αν
έχουν όλοι εισιτήρια, και που ανακοίνωναν την επόμενη στάση, απο τρία
μηχανήματα κι έναν άλλον άνθρωπο που λέγεται ελεγκτής, που στις γραμμές εκτός
περιμετρικής ζώνης όπως στο εξήντα εννιά άλφα-βήτα-ταυ-νι που χρησιμοποιώ πια
δεν υπάρχει ελεγκτής γιατί τη δουλειά του την κάνει ο οδηγός που σε κοιτάζει
στα χέρια αντί να σε κοιτάζει στα μάτια
όταν ανεβαίνεις τη σκάλα για να χτυπήσεις το εισιτήριο. Όλα αυτά σκεφτόμουν
όταν με διέκοψε η φωνή λέγοντας "επόμενη στάση, next stop, γηροκομείο" κι εγώ άκουσα
φρενοκομείο και γέλασα μόνη μου σαν το χαζό και μετά πάτησε ο οδηγός απότομα
φρένο κι εσύ έπεσες πάνω μου κι εγώ στον μπροστινό μου, ο μπροστινός μου
στραβομουτσούνιασε κι εγώ απλά σήκωσα τους ώμους μου και του έκανα ένα νεύμα σαν
να του ζητούσα συγνώμη με έμφαση στο "σαν" γιατί ήταν αγενέστατος και,
που να του έλεγα πως δε κρατούσα σφιχτά τη χειρολαβή γιατί άκουσα φρενοκομείο
αντί για γηροκομείο και γελούσα απο μέσα μου, ειδικά το ότι γελούσα έστω και
απο μέσα μου δε θα μου το συγχωρούσε με τίποτα. Εσύ ήσουν ακουμπισμένος στην
πλάτη μου όσο σκεφτόμουν, μου έπιασες την κουβέντα "αγενέστατος ο τύπος
έ;" μου είπες και μου χαμογέλασες " ο καθένας έχει τα δικά του
προβλήματα" σου είπα και δε σου χαμογέλασα, "Πριν χαμογέλασες μόνη
σου και τώρα ούτε την άκρη των χειλιών σου δεν είδα" μου είπε και μου
ξαναχαμογέλασες, "φρενοκομείο είπε ή γηροκομείο" σου είπα και γέλασες
δυνατά και γέλασα κι εγώ δυνατά. Έμπαινε κόσμος απο τις στάσεις, κατέβαινε
άλλος κόσμος, άρχισε να μπαίνει το πλήθος ανάμεσα στα σώματα και στις αναπνοές
μας, απομακρυνόμασταν, μου άπλωσες λίγο τα δάχτυλά σου, τέντωσα το χέρι μου να
τα φτάσω, με άρπαξες και με έφερες και πάλι κοντά σου, "γηροκομείο είπε"
μου απάντησες, "κρίμα γιατί αν έλεγε φρενοκομείο θα ήταν η στάση μου"
σου είπα και πάλι χαμογέλασα, "θα ήταν και η δική μου" μου είπες και
χαμογέλασες κι εσύ, "δε μου μοιάζεις και τόσο για τρελός" σου απάντησα,
"δε με ξέρεις αλλά είμαι διαθέσιμος στο να με μάθεις" μου είπες,
"και που ξέρεις αν είμαι καμιά ανώμαλη" σου είπα "ε, και τι
έγινε" μου απάντησες, "Είσαι τρελός;" σου είπα "Ε, τι λέμε
τόση ώρα" μου απάντησες και χαμογέλασες. Φτάσαμε με το λεωφορείο κοντά
στην Καλαμαριά ήμουν ένα βήμα πριν την κοπάνα απο τη δουλειά, έβρεχε
καρεκλοπόδαρα, έκανε κρύο, σε κοιτούσα και σκεφτόμουν πως είσαι ότι καλύτερο
μου είχε συμβεί εκείνη τη μέρα και σε λίγο θα φτάναμε ΙΚΕΑ και θα σε
αποχωριζόμουν μου είπες "φτάσαμε" και κοίταξα έξω αλλά δεν είχαμε
φτάσει ακόμα, σου είπα "εγώ έχω ακόμα", "Όχι δεν έχεις" μου
απάντησες και χαμογέλασες και με έπεισες πως είσαι η καλύτερη επιλογή μου για
μια όμορφη μέρα κι έτσι όταν άνοιξαν οι πόρτες κατέβηκα μαζί σου και
περπατήσαμε ως την Αρετσού με τα πόδια και απο εκεί στο Καραμπουρνάκι και
φτάσαμε στη θάλασσα και καθίσαμε και δε μιλούσαμε στην αρχή "είσαι
πραγματικά τρελός" σου είπα, "και τρελός και ειλικρινής" μου
απάντησες, χαμογέλασα και κατέβασα το κεφάλι μου, "μου αρέσουν τα κοντά
μαλλιά σου" μου είπες και πέρασες τα δάχτυλά σου ανάμεσά τους, "τα είχα μακρυά ως την πλάτη μου κάποτε" σου είπα, "δε σου πάνε τα μακρυά μαλλιά" μου απάντησες, "μου αρέσουν
οι άνθρωποι που σταματούν στη στάση φρενοκομείο" σου είπα και συνειδητοποίησα
τη δική μου τρέλα στο ότι έπρεπε αλλού να βρίσκομαι. "Κύριε Προϊστάμενε δε
θα έρθω στη δουλειά. Είμαι φοβερά εξαντλημένη απο τη χθεσινή νύχτα που δε
κοιμήθηκα λόγω υψηλού πυρετού". Έκλεισα. Περάσαμε τη μέρα μας μαζι. Ούτε το όνομά σου δεν έμαθα
ποτέ.
10.3.14
The human breath
Είχε πάει πεντέμισι το
απόγευμα και μόλις που είχα ξυπνήσει. Έβρεχε. Βγήκα βιαστικά για τσιγάρα και
ζέστανα νερό να κάνω μπάνιο. Χτύπησε το τηλέφωνο και το σήκωσα με βρεγμένα
χέρια και το έκλεισες. Το ήξερα πως ήσουν εσύ, δε θα μπορούσε να είναι άλλος, η
αναπνοή σου έχει συγκεκριμένο ήχο και ρυθμό. Το ξέρω πως φοβάσαι να μου
εξηγήσεις. Το ήξερα απο την πρώτη στιγμή που σε χάζευα να περπατάς. Πάντα
φοβόσουν τις εξηγήσεις, τις μπέρδευες με τις απολογίες ή τις εξομολογήσεις. Σου
έλεγα " 'Ξηγήσου ρε μια φορά στα
ίσα " και μου έλεγες "δεν εχω να δώσω λογαριασμό σε κανένα" και
σου απαντούσα "μα πως, αφού μ΄αγαπάς ρε μαλάκα, μ' αγαπας και με
σκέφτεσαι" κι εσύ θύμωνες και περπατούσες γρήγορα, πιο γρήγορα απ' όσο περνούσε
ο καιρός μου και δε προλάβαινα και μια μέρα σε άφησα να φύγεις. Απο τότε προσπαθείς
να μου εξηγήσεις. Προς το παρόν τηλεφωνείς στα βουβά κι εγώ μετράω και, στάνταρ
ως τις τέσσερις αναπνοές έχεις κλείσει. Πάντα πρώτα εσύ. Μια φορά που
τηλεφώνησες ήταν νύχτα και είχες μεθύσει κι εγώ ξύπνησα κι εσύ δε μιλούσες και
σου είπα "μείνε ως το πρωί" και κάτι πήγες να πεις αλλά δεν απάντησες
και σου είπα "μείνε ως το πρωί απλά να σε ακούω να αναπνέεις, να μη μου
λείπεις" και ένιωσα να είμαι η σκέψη που κατάπιες. Εσύ κατάπινες σκέψεις
κι εγώ ξεροκατάπινα λυγμούς. Στις εισπνοές σου ένιωθα ασφάλεια και στις εκπνοές
σου απώλεια. Είχες μεθύσει, η ανάσα σου βρωμούσε, το ήξερα, το ένιωθα, το
μύριζα κι ας μην ήσουν καν μαζί μου. "Δεν ήθελα να φύγω τότε που
μαλώσαμε" μου είπες "ήθελες να φύγεις απο πριν μαλώσουμε" σου
είπα, γύρισα πλευρό, "νιώθω σαν να μην υπήρξαμε ποτέ" μου είπες, δε σου απάντησα, έσφιξα μόνο τα πίσω δόντια
μου, έπαθα κράμπα απο το σφίξιμο, "κοιμάσαι;" με ρώτησες, "ναι"
σου απάντησα, συνέχισες να αναπνέεις κι εγώ συνέχισα να σε ακούω, έξυσα λίγο
τις πληγές μου και μου είπες "νιώθω σαν να ματώνεις", σου απάντησα "νιώθω
σαν να έχεις πιει πολύ και να μη ξέρεις τι λες" και μου είπες "Δεν
ήξερα το πόσο μπορώ να αγαπήσω τον τρόπο που στερέωνες τα μαλλιά σου ή το σχήμα
που έδινες στα φρύδια σου ", σου είπα "σε ξεερωτεύτηκα εκείνο το
βράδυ και σε ξεαγάπησα" και σε ένιωθα να κυλάς στις πληγές μου σαν αίμα.
Ήθελα να σε πονέσω. Ήταν ο μόνος τρόπος για να διαπιστώσω αν είσαι ακόμα
ζωνταντός. Ξημέρωσε και έκλεισες. Ξημέρωσε και ξύπνησα κι εγώ. Αναρωτιόμουν αν
σε ονειρεύτηκα απλά ή αν υπήρξες. Είχα μια αίσθηση εκφρασμένης εξήγησης μέσα μου.
Άνοιξα το κινητό. "Είσαι το ίδιο όμορφη με τότε" είπες. Ποιος ξέρει
πως με θυμάσαι.
1.3.14
Colorblind looks
Είχα γεννηθεί όταν είχε γίνει
ο πεζόδρομος στα Γιαννιτσά αλλά έχω ανάμνηση και απο τότε που περνούσαν ακόμα
αυτοκίνητα. Δε θυμάμαι τίποτα πέρα απο το οτι περνούσαν αυτοκίνητα. Μπροστά απο
τα Γκούντις σε είδα να περιμένεις κάποιον να σε κοιτάξει επίμονα καπνίζοντας.
Φορούσες στρατιωτική στολή παραλλαγής ξεθωριασμένη και αρβύλες λιωμένες απο τη
χρήση·
γενικά είχες κάτι παλιό πάνω σου αλλά ακαθόριστης ηλικίας. Στάθηκα απέναντι
στην παλιά καφετέρια του νονού μου, δε τον συνάντησα ποτέ αυτόν τον άνθρωπο
μετά τη βάφτισή μου, απλά ήξερα πως είναι του νονού του Βασίλη η καφετέρια
αυτή, τώρα ο χοντρός με το μουστάκι ήταν ο νονός, ο αδύνατος ο γκριζομάλλης, θα
σε γελάσω. Παρατηρούσα περίεργα δεμένα κορδόνια σου και τελικά με κοίταξες που
σε κοιτούσα και αμήχανα κατέβασα τα μάτια μου. Γύρισες απο την άλλη
βιαστικά, έψαχνες κάποιον, έψαχνες κάτι, ή έψαχνες κάτι απο κάποιον, δε ξέρω.
Πάντως με ξέχασες πριν με απομνημονεύσεις. Όλα ήταν μια στιγμή. Έστριψα τσιγάρο
βιαστικά κι έφυγα. Περπάτησα ως τον Άγιο Γεώργιο, Αγ. Γεωργίου 6 μεγάλωσα απο τα τέσσερα ως τα
επτά μου, Αγ. Γεωργίου 2 έμενε ο Λεωνίδας, ο πρώτος μου έρωτας και ο παντοτινός
που ερχόταν απο το σπίτι και χτυπούσε το κουδούνι, άνοιγε η μάνα και "Κυρία Έλλη ήρθα να πάρω τη
Μαρία για το σχολείο" κι εγώ έβγαινα κουνάμενη συνάμενη, με έπιανε σφιχτά
απο το χέρι - ήμουν υπ' ευθύνη του, ο Λεωνίδας ήταν το Αγόρι κι εγώ το Κορίτσι,
δε θα με άφηνε ποτέ να πάθω τίποτα, πως αλλιώς, αφού μ' αγαπούσε, ήμουν η
Γυναίκα του, θα με παντρευόταν μια μέρα. Όταν η μάνα μου ανακοίνωσε πως
επιστρέφουμε Θεσσαλονίκη ο Λεωνίδας κι εγώ σχεδιάζαμε τρόπους να κλεφτούμε και
να φύγουμε οι δυο μας όπως κάνουν οι μεγάλοι και ο καιρός πέρασε και η μέρα του
αποχωρισμού έφτασε και ο Λεωνίδας ούρλιαζε κι εγώ έκλαιγα και η μάνα με έβαλε
με το ζόρι στο ταξί κι εγώ έβγαζα λυγμούς και η μάνα του Λεωνίδα τον έπιανε απο
τη μέση για να μην τρέξει πίσω μου κι εκείνος τέντωνε τα χέρια του και
χτυπιόταν, ήταν έτοιμος να λιποθυμήσει απο το κλάμα, εγώ έβγαζα λυγμούς,
εκείνος έβγαζε κραυγές άγριου ζώου, γαμημένοι ενήλικες μας σκοτώσατε την αγάπη
μας Λεωνίδα δε θα σε ξεχάσω ποτέ. Αυτά θυμόμουν όταν ήρθες και κάθισες δίπλα
μου και με ρώτησες κάτι αλλά δε σε κατάλαβα γιατί δε γίνεται να σε ακούω απο άλλη
δεκαετία. Γύρισα και σε κοίταξα. Για μια στιγμή νόμιζα πως είσαι ο Λεωνίδας που
απο τότε δεν είδα ξανά. Αλλά δεν ήσουν. Ήσουν εκείνος ο φαντάρος που κάπνιζε στον πεζόδρομο έξω απο τα Γκούντις. Μου χαμογέλασες και σου χαμογέλασα αυθόρμητα αλλά εγώ
ως εκείνη τη στιγμή περνούσα την μακριά περίοδο της αγελατοσύνης. "Δεν
είσαι απο εδώ" μου είπες, σε ρώτησα "που το ξέρεις;" και μου απάντησες "Ούτε κι εγώ είμαι απο εδώ, φαντάρος ήρθα. Ξεχωρίζω τους "δεν
είναι απο δω", τότε έπαψα να χαμογελάω και σου είπα "λάθος κάνεις
εγώ γεννήθηκα εδώ κι έζησα..." "...το πολύ τρία τέσσερα χρόνια" με
διέκοψες, έβγαλα την καπνοθήκη μου, με ρώτησες "τί καπνίζεις" σου
απάντησα"νταμ κίτρινο", μου είπες "εγώ καπνίζω όλντ χόλμπορν
κίτρινο", σου είπα "δε σου πάει αυτός ο καπνός", με ρώτησες
"και ποιος καπνός μου πάει;" και σου είπα" ο Γκόλντεν Βιρτζίνια ο
κίτρινος" μου είπες πως τον δοκίμασες παλιά αλλά είχες βρει μέσα ένα
μεγάλο κλαδί και τον έκοψες και η πρώτη μου σκέψη ήταν "κακώς δε το
κράτησες για προσάναμμα τώρα που κρυώνω" αλλά δε σου το είπα αν και νομίζω
θα χαμογελούσες ξανά. Και ήταν ωραία όταν χαμογελούσες. "Άλλαξε αυτός ο
τόπος" σου είπα και μου ζήτησες να περπατήσουμε μαζί να σου δείξω τον τόπο, σου είπα πως μου είσαι παντελώς άγνωστος και εγώ με αγνώστους τί δουλειά έχω;
Και μου είπες "όσο θα βολτάρουμε μαζί θα κάνουμε πως γνωριζόμαστε"
και σου είπα "ναι αλλά μετά θα με ξεχάσεις και θα σε ξεχάσω", μου
είπες "μερικές φορές συμβαίνει να θυμόμαστε και αυτά που θεωρούσαμε ασήμαντα
ως τότε", σου είπα "εγώ θυμάμαι τον Λεωνίδα", μου ζήτησες να σου
πω γι αυτόν, σου είπα "για εκείνον ανέβηκα απο τη Σαλονίκη σήμερα"
και σου μιλούσα και ρωτούσες και σου μιλούσα και μετά σταμάτησες να μιλάς, και
σαν κάτι να σε ενόχλησε αλλά δεν ήξερα τι και μετά δε μιλούσα ούτε κι εγώ και
άρχισα απλά να σχολιάζω τη μέρα, τα πουλιά, ακόμα και τις γραμμές στα πλακάκια
του πεζοδρομίου, εσύ απλά απαντούσες, σου είπα "δε μιλάς" μου είπες
"μιλάω" σου είπα "δε μιλάς, απαντάς στις μαλακίες μου"
γέλασες και μου είπες πως είσαι καλύτερος στο να απαντάς απο το να μιλάς και να
ανοίγεσαι, σκέφτηκα πως θα είσαι κανένας κόπανος, "μπορεί και να
είμαι" πέταξες ξαφνικά πάνω στη σκέψη μου, αιφνιδιάστηκα, δεν απάντησα, κοκκίνισα,
γέλασες, κοκκίνισα περισσότερο, με φίλησες. "Ο Λεωνίδας δε φιλάει
έτσι" μου είπες κι εγώ έλιωσα. "Ο Λεωνίδας θα με ρωτούσε για να με
φιλήσει" σου είπα κι ας έλιωσα, "Ο Λεωνίδας είναι ξενέρωτος" μου
είπες, "Ο Λεωνίδας ήταν ευγενικός όχι κάφρος και θρασύς σαν εσένα" σου
είπα, "Ο Λεωνίδας δεν υπάρχει αλλά
εγώ είμαι εδώ απέναντί σου" μου είπες και μπήκες μέσα στην " Έκπληξη"
και μου πήρες ένα γλειφιτζούρι καρδιά " Ο Λεωνίδας δε θα γινόταν
γλυκανάλατος μαλάκας για να σου κάνει εντύπωση" μου είπες κι εγώ
χαμογέλασα. Περπατήσαμε ως την πλατεία Μάγκου. Μου είπες πως πέρασε η άδεια
εξόδου σου και πως πρέπει να επιστρέψεις. Μου είπες "Θα σε σκέφτομαι",
σου είπα "θα ξανάρθω". Μου είπες
"Ψέματα". Σου είπα ψέματα.
23.2.14
Screams without echo
Κατηφόριζες την Αγίας Σοφίας
όταν σε είδα τυχαια για δεύτερη φορά. Φορούσες εκείνο το άθλιο βρώμικο τζίν που
μύριζε φορμόλη απο μακριά. Είχες πεθάνει μέσα σε εκείνο το τζιν αλλά δε το
είχες καταλάβει. Οι αρβύλες σου βρωμούσαν, είχες πατήσει σκατά σκύλου και τα
κουβαλούσες σε όλη την Αγίας Σοφίας αλλά εσύ ήσουν τόσο παθητικός που κατέληξες
απο φιλόσοφος να γίνεις αδιάφορος και να ξεπαστρέψεις με τη μία όλα τα ζωτικής
σημασίας απωθημένα σου. Εγώ ανέβαινα κι εσύ κατέβαινες. Σταμάτησα και στάθηκα
ακίνητη και σε κοιτούσα να περπατάς με τα χέρια στις τσέπες σαν κανένα
ξιπασμένο πρεζόνι και σαν τα ξιπασμένα πράγματα και συναισθήματα χειρότερο δεν
έχω. Έφτασες στο ύψος μου. Με προσπέρασες κι εγώ έμεινα εκεί ακίνητη σαν να σε
παρατηρούσα πια με την πλάτη καθώς χανόσουν. Σταμάτησες για λίγο και έκανες
μερικά βήματα προς τα πίσω με την όπισθεν σαν να γύριζες την ταινία προς την
αρχή. Στάθηκες δίπλα μου και ακούμπησες τον δεξί μου ώμο με τον δεξί τον δικό
σου. Έμοιαζε να είμαστε πρόσωπο με πρόσωπο αλλά ήμασταν ώμο με ώμο. Μου είπες
"Αγρίεψες", σου είπα "Βρωμάς, πάτησες σκατά σκύλου και σκατά ζωής",
μου είπες "Δε σε ξέχασα ποτέ να ξέρεις και ας μεγαλώσαμε", σου είπα
"ό,τι αγάπησα δεν είναι πάνω σου, είναι μέσα σου", μου είπες "Πέρασαν δεκαπέντε χρόνια", σου είπα "Τα χρόνια περνούν η ώρα δε περνάει"
κρέμασες και πάλι στα χέρια σου δίπλα στο σώμα σου. Κρέμασα κι εγώ τα δικά μου.
Τα δάχτυλά μας αγγίχτηκαν. Εσύ τράβηξες τα δικά σου κι εγώ τέντωνα τα δικά μου
να σε βρω σαν σε πηχτό σκοτάδι. Σε ένιωσα. Σε γράπωσα. Πέρασα τα δάχτυλά μου ανάμεσα
στα δικά σου έτσι όπως καθόμασταν ώμο με ώμο ακουμπισμένοι. Μου τα έσφιξες. Σου
είπα "Συγνώμη για τότε". Κι εσύ μου είπες "Σ' αγαπούσα"
18.2.14
The Law of Universal Gravitation
Απο σένα θυμάμαι κυρίως τα κρεμασμένα
χέρια σου στο πλάι. Ήμουν δεκαπέντε όταν για πρώτη φορά έφυγα απο τον κλοιό της
γειτονιάς και κατηφόρισα προς την παραλία με το τετράδιο και το μολύβι και το
βιβλίο της Φυσικής στα χέρια. Κάθισα στο παγκάκι κοντά στο πάρκο του Φωκά λίγο
πιο πέρα απο το Μακεδονία Παλλάς. Βγήκα να διαβάσω κάτι για την κρούση και την
αλληλεπίδραση του Φωτός με την ύλη. Απο τότε ερωτεύτηκα το σκοτάδι. Είδα την
τέχνη μέσα απο αυτό και λίγα μέτρα πιο πέρα στο διπλανό παγκάκι καθόσουν εσύ, ο
πιο σκοτεινός απ' όλους, με τα μακριά μαλλιά και, παρατηρούσες έντονα τον τρόπο
που έβαζα το μολύβι στα μαλλιά μου για να τα πιάσω κότσο και χαμογελούσες με την
κίνησή μου να το βγάζω απο το κεφάλι μου για να κρατήσω σημειώσεις. Πάντα
δάγκωνα τις άκρες απο τα μολύβια μου, εκείνα με το κίτρινο και το μάυρο και,
ότι περίσευε απο αυτά είχαν πάνω τα αποτυπώματά των δοντιών μου.
Πάντα στο ίδιο παγκάκι απο τότε
διάβαζα τη Φυσική μου και πάντα στο παραδιπλανό καθόσουν εσύ σαν σε άτυπο
ραντεβού στο ίδιο μέρος την ίδια ώρα. Μια μέρα ήρθες με μια σακούλα μολύβια και
κάθισες δίπλα μου και με ενόχλησες. Σε
κοίταξα και μου είπες πως τα μαύρα μάτια μου πηγαίνουν περισσότερο με κερασί
κραγιόν κι εγώ σου είπα πως δε με νοιάζουν τα φτασίδια και τότε με ξεκοίταξες
και κάθισες πάλι παραδίπλα. Σε ξεκοίταξα κι εγώ και συνέχισα τις ασκήσεις μου. Μέχρι
που το μυαλό μου κόλλησε σαν μασημένη κασσέτα της εποχής κι επαναλάμβανε τις
ίδιες καταστάσεις ξανά και ξανά. "Εξήγησέ μου τον τύπο c = λν και θα πάμε για καφέ στον Ηρακλειώτη"
σου είπα. Και ήρθες δίπλα μου, πήρες το μολύβι απο τα μαλλιά μου έγραφες,
έγραφες, έγραφες και στο τέλος με πήρες απο το χέρι και με τράβηξες και
ανεβήκαμε στην πεζογέφυρα για να μη διασχίσουμε την παραλιακή κι εκεί πάνω μου
είπες πως θα με παντρευόσουν αν σου το ζητούσα. Κι εγώ τράβηξα το χέρι μου και
σε έβρισα και σου είπα πως "δε θες να μπλέξεις μαζί μου" και μου
είπες "κι όμως θέλω" κι εγώ έτρωγα αμήχανα το μολύβι μου. Έβγαλες ένα
μολύβι απο τη σακούλα και ήρθες απο πίσω μου και μου έπιασες τα μαλλιά σε κότσο
και τα στερέωσες. Μου μίλησες για τον Νόμο της Παγκόσμιας Έλξης του Newton και πως αυτός επιδρά στα βλέμματα κι εγώ
κατάλαβα πως ήσουν πιο παράξενος απο μένα και φοβήθηκα. Άρχισα να τρέχω μακριά
σου και κοίταζα πίσω μου να ξεφύγω απο μένα με αγωνία.
Ο επόμενος Σεπτέμβρης με βρήκε στο
προαύλιο της πρώτης Λυκείου να κάνω την προσευχή στον αγιασμό μπροστά απο σένα.
Κι ένιωθα τον Νόμος της Παγκόσμιας Έλξης στον αυχένα μου. Γύρισα και σε κοίταξα
ενώ δε πίστευα στα μάτια μου πως σε έβλεπα μπροστά μου. Μου είπες πως τα
ανεκπλήρωτα χρέη πρέπει να ξεχρεώνονται το συντομότερο και μετά το σχολείο
πήγαμε στο πάρκο του Ηρακλειώτη, κοντά στο σπίτι μου για να μην αργήσω και
φωνάζει η μάνα. Μου είπες "Αν μου το ζητούσες θα σε παντρευόμουν
τώρα". Σου είπα " Δε θες να μπλέξεις μαζί μου" μου είπες
"Δε σε ξέχασα ποτέ απο την πρώτη στιγμή που σε είδα πριν καν αντιληφθείς την
ύπαρξή μου" σου είπα "Δεν υπάρχεις έτσι κι αλλιώς. Ούτε κι εγώ"
μου είπες "Νιώθω σαν το G στον νόμο
του Newton." Σου είπα "Νιώθω σαν το r στον Νόμο του Newton." Και μετά τα τρία χρόνια σχέσης δεν αντέχαμε πια ο ένας τον
άλλο...
Όπου G η σταθερά της παγκόσμιας έξης.
Όπου r η απόσταση των δύο σημείων...
12.2.14
Echolocation
Ξέρεις τί; Μου αρέσει όταν
βρέχει. Θέλω να ανεβαίνω στη σοφίτα και να ακούω τη βροχή στα κεραμίδια. Να ξαπλώνω
πάνω στη φλοκάτη σε εμβρυική θέση και να σε νιώθω απο πίσω μου να κλειδώνεσαι
και να με αγκαλιάζεις. Μου αρέσουν αγκαλιές που είναι στήθος με πλάτη
κολλημένες. Να ακούω την ανάσα σου να τρεμουλιάζει, την καρδιά σου να χτυπάει,
θα ήθελα να μου χαϊδεύεις τη γραμμή στον αυχένα μου με τις ώρες, να καταλήγεις
στη ραχοκοκαλιά μου. Να κάνεις ήχους με τη γλώσσα σου για να μάθεις τον ήχο μου
και να με βρεις με τα μάτια κλεισμένα. Θα ήθελα να με θες και να μη σου
δίνομαι. Να το νιώθω στην πλάτη μου το πόσο. Να είσαι μες την καύλα και να να
μη σου χαριστώ, όχι δε θα σου χαρίζομαι. Και να μη σου δίνομαι, όχι απο γινάτι
αλλά επειδή δε θέλω να είμαι τίποτα λιγότερο απο τα Πάντα έστω και για μια
στιγμή. Τη στιγμή της ένωσης. Όχι πριν νιώσω την καρδιά σου να ξεριζώνεται με
λαχτάρα απο το στήθος σου, να μπαίνει απο την πλάτη μου, να σκίζει το δέρμα
μου, να τρέχει προς το μέρος της δικής μου. Έτσι θέλω.
10.2.14
We are just lost souls, aren't we?
Ένα τσιγάρο, έτσι για τη
νύχτα. Ευτυχώς που δε φοβάμαι να ονειρευτώ. Είναι η άμυνα μου στο
απροσδιόριστο. Είναι όλα τόσο ρευστά και αυτό είναι το υγειές στη ζωή, να
κυλούν όλα και να σε αιφνιδιάζουν. Δε ήθελα κουβέντα σήμερα απο το πρωί. Αψυχολόγητες
τάσεις φυγής και προσφυγής στο δικαστήριο του μυαλού μου. Κρίνομαι αθώα ένοχη
και κάνω κυκλάκια τον καπνό με το στόμα και τη γλώσσα μου ώσπου γεμίζει το
δωμάτιο ομίχλη. Θέλω φιλιά στο στόμα ρουφηχτά. Να μου γαμήσεις το μυαλό και
μετά να μου χαϊδεύεις την πλάτη ως το ξημέρωμα. Να με παραμυθιάζεις με
γλυκόλογα. Θα τα πιστεύω, σου το υπόσχομαι. Κι εγώ εκείνη τη στιγμή θα σε
ερωτευτώ για πάντα. Το πάντα είναι μια αιώνια στιγμή. Για πιο μετά δεν σου
υπόσχομαι κάτι.
9.2.14
Shadows with pearls and colours
Θυμάμαι που όταν παίζαμε με τα
παπούτσια μας η μάνα φώναζε επειδή ήταν τα μοναδικά ζευγάρια κι εμείς οι
ασεβείς. "Δε νιώσατε φτώχεια", έλεγε και ξαναέλεγε, "γιατί εμείς
δε σας αφήσαμε να πεινάσετε" κι εμείς γελούσαμε και παίζαμε με τα
παπούτσια μας. Με το μοναδικό ζευγάρι παπούτσια μας, που ήταν ταυτόχρονα και το
μοναδικό μας παιχνίδι, η μοναδική μας ασφάλεια, η μοναδική μας
σιγουριά· όλη η ζωή μας για δύο χρόνια τα παιδικά παπούτσια μας. Η μάνα
σου αυτοκτόνησε. Κι εσύ μπήκες σε Ορφανοτροφείο. Για πότε απο Γιαννάκης έγινες
Γιάννης, χαμπάρι δε πήρε κανείς στο σχολείο. Εγώ μεγάλωνα με τα χρόνια κι εσύ
με τις μέρες. Μεταλλάχτηκες σε κάτι ατίθασο και τρελό. Δεν ήσουν πια φίλος μου.
Έφυγες πριν την Ε' Δημοτικού.
Ένα βράδυ καθώς περνούσα απο την
Κωλλέτη στη Γιαννιτσών σε είδα να κάνεις πιάτσα. Έπιανα δουλειά στις δέκα
τη νύχτα, λίγο πριν ή λίγο με τα απο σένα. Εσύ στο πεζοδρόμιο. Εγώ στον τρίτο
όροφο. Για τότε λέω. Πριν φυτρώσει το εμπορικό κέντρο και "απολύσει"
τις πιάτσες. Είχες αλλάξει τα πάντα πάνω σου· τα πάντα εκτός απο το
βλέμμα. Δε σε γνώρισα. Ούτε κι εσύ πιστεύω. Με αναγνώρισες περισσότερο, απο το
χαχανιτό μου. Μια μέρα με φώναξες κι εγώ γύρισα αλλά δεν είδα κανένα γνωστό και
συνέχισα. Σε παρατηρούσα σαν κάτι γνώριμο μιας προηγούμενης ζωής κάθε φορά και
κάθε φορά κατέβασα τα μάτια μου στη θέα σου γιατί ένιωθα να καρφώνεσαι στα
μάτια μου, να μου μιλάς με κάποιον τρόπο με αυτά, σαν να με παρακαλούσες
απεγνωσμένα να σε κοιτάξω για να σε θυμηθώ, ήθελες τόσο απεγνωσμένα να σε
κοιτάξω για να σε θυμηθώ. Αλλά εγώ δεν είχα όρεξη για απεγνωσμένες ματιές και
περισσότερο απο απεγνωσμένους ανθρώπους. Βλέπεις κι εγώ έφυγα μικρή απο τη μάνα
μου και έπρεπε να σταθώ μόνη, δυνατή, να συντηρήσω τη ζωή μου, τον εαυτό μου,
το σπίτι μου. Είχα τις δικές μου απογνώσεις να νταντεύω και να νανουρίζω, δε
μπορούσα να κουβαλήσω κι άλλες.
Ένα βράδυ μου είπες καλησπέρα κι εγώ
αναγκαστικά σε παρατήρησα. Σε κοίταξα τόσο βαθιά που για πρώτη φορά εσύ
κατέβασες τα μάτια. Όταν σχόλασα σε βρήκα εκεί. Λίγο κάτω απο τη Μοναστηρίου.
"Γνωριζόμαστε" σου είπα. "Δε ξέρω" μου είπες. "Δε
ρώτησα" σου είπα. "Γνωριζόμαστε". Ήταν νύχτα ακόμα. Στο
σχόλασμα. Λίγα λεπτά μετά τις έξι το πρωί. Έκανε κρύο. Το μαγαζί με τις
μπουγάτσες Κωλλέτη με Γιαννιτσών ήταν κλειστό. Πήγαμε ως το Βαρδάρη με τα πόδια
σε ένα στενό εκεί απέναντι απο τα Δικαστήρια. Μπήκαμε στο μαγαζί παραγγείλαμε
μπουγάτσα με τυρί και κακάο και τα λέγαμε. Εσύ με τα φανταχτερά σου χρώματα στα
μάτια και τα μάγουλα κι εγώ με φόρμες και αθλητικά, με βρωμερά λαδωμένα μαλλιά
πιασμένα πρόχειρα με έλα λαστιχάκι μπεζ, απο εκείνα που τυλίγουμε τον Ελληνικό
καφέ να μη πάρει υγρασία. Θυμηθήκαμε τότε που παίζαμε με τα παπούτσια μας και η
μάνα φώναζε επειδή ήταν τα μοναδικά ζευγάρια κι εμείς οι ασεβείς. Μιλούσαμε
μέχρι μετά το ξημέρωμα. Περισσότερο εσύ. Μου μίλησες για τη ζωή σου με
αμόρφωτες λέξεις αλλά μορφωμένα συναισθήματα. Η δυστυχία σου και ο θυμός σου
είχε γνώση, σοφία. Σου είπα πως το θέμα δεν είναι να μοιάζεις σε αυτό που θες.
Το θέμα είναι να είσαι. Όταν απλά μοιάζεις, είσαι "σαν". Σαν
πεταλούδα, σαν γυναίκα, σαν άνθρωπος αλλά τίποτα απ' όλα αυτά. Αν δεν είσαι και
απλά μοιάζεις, φαίνεσαι σαν φθηνή απομίμηση. Και όταν λέω "είσαι" δε
μιλαω για το προφανές αλλά για το τι είσαι μέσα σου. Και αν είσαι μέσα σου,
τότε δεν έχεις καμιά ανάγκη να "μοιάζεις". Είσαι ευτυχισμένος. Κι εσύ
δεν ήσουν. Κοντά στις εννέα του πρωί μου είπες πως πρέπει να φύγουμε. Έβγαλα
λεφτά να πληρώσω. "Κερνάω εγώ" μου είπες και μου έπιασες τα χέρια. Σε
ένιωθα ζεστό να με πιάνεις κι ένιωσα σχεδόν να ερωτεύομαι τη ζεστασιά σου.
Μετά απο εκείνο το κακάο και τη
μπουγάτσα, δε σε ξαναείδα ποτέ.
Οποιαδήποτε
ομοιότητα με
πρόσωπα ή
καταστάσεις είναι
συμπτωματική.
28.1.14
feeling lonely...
Κουράστηκα ρε φίλε... το μυαλό
και το κορμί μου καταρρέουν σαν τα καλοκαιρινά μου όνειρα. Μπάζω απο παντού
κρύο και νερό, γίνομαι παγωμένη αναπνοή. Έχω μια θλίψη ριζωμένη λίγο πάνω απο
το στέρνο μου. Στα όνειρά μου είμαι ηφαίστειο που εκρήγνυται. Μου αρέσει που
βρέχει αναπάντεχα. Μου θυμίζει τα αναπάντεχα λάθη μου. Μη μου θυμώνεις που
γκρινιάζω. Είναι η έγνοια μου που μεγαλώνει μέσα μου σαν σπόρος όταν σε αγαπάω
σιωπηλά τις νύχτες. Σ' αγαπώ σημαίνει είμαι σύμμαχος σου και σε θέλω για δικό
μου. Βαρέθηκα τους χωρισμένους ανθρώπους και τις χώριες ζωές. Θέλω ένωση.
Μπαρούτι και φωτιά. Έτσι γεννιούνται τα πυροτεχνήματα.
Μεσοφλέβαρα
θα ταξιδέψουμε...
24.1.14
11.1.14
My little princess...
Φίλη μου δεν έχω σταματήσει να
σε σκέφτομαι... Βλέπω τη φιγούρα σου να κουλουριάζεται, να πάλλεται κι έπειτα να
στέκει ακίνητη. Φοβάμαι τα πατώματα χωρίς θεμέλια και τα φτασίδια δίχως τέχνη.
Κάποιοι άνθρωποι, Φίλη μου, είναι έρωτες με παρελθόν και μέλλον αλλά δίχως παρόν,
αλλά να θυμάσαι πως ο μόνος πραγματικός χρόνος είναι ο Ενεστώτας. Ο πόνος, ο
πόνος Φίλη μου, στον Ενεστώτα είναι απτός, δεν είναι Αόριστος και δε ξέρεις αν
ο Μέλλοντας θα τον βρει εκεί. Όσο πονούν τα άκρα του κορμιού και του μυαλού σου
είσαι ζωντανή..
Φίλη μου, όσο οι άνθρωποι
κυοφορούν τις αναμνήσεις μας έχουν την υποχρέωση να τις νταντεύουν και να τις
κρατούν με δόντια για να μη μισέψουν. Οι έρωτες, ή μάλλον οι Έρωτες βρίσκονται
μέσα στα σκοτάδια του μυαλού μας γιατί ο Έρωτας είναι Φως. Είμαι ερωτευμένη
μαζί σου γιατί είμαι ερωτευμένη με τους Φίλους μου, καυγαδίζω και λιώνω στην
απουσία, τρέμω σαν κλαδί μη δε ξαναγυρίσουν.
Φίλη μου, κλάψε, πόνα, θρήνησε,
βούλιαξε και πένθησε το τέλος όσο προσωρινό ή αμετάκλητο είναι, βάλε τα μαύρα
σου, γίνε σκιά, τυλίξου μέσα μου· θα σε κρατήσω με ασφάλεια κλεισμένη
να σε νανουρίζω μέχρι να βάλεις πάλι τα καλά σου. Θέλω εκείνη τη φούστα να σε
δω να φοράς με τα τούλια και να κάνεις σβούρες γύρω γύρω σου ξαναγεννημένη,
επουλωμένη, με λιγότερες ρυτίδες θλίψης και ανοχής. Είσαι όμορφη όσο θυμάσαι να
είσαι ο εαυτός σου. Φίλη μου μη χάνεις τον εαυτό σου και, όποτε συμβαίνει, βάζε
σημάδια να τον βρεις ξανά.
Φίλη μου, τα αδιέξοδα είναι
παλιόπαιδα που πετούν πέτρες στα τζάμια και σπάνε τις ζωές μας. Τρέχεις να τα προλάβεις
και πέφτεις με φόρα πάνω σε τοίχους άψυχους δίχως συνθήματα που θα σε κάνουν να
σταθείς για λίγο να σκεφτείς. Οι τοίχοι Φίλη μου είναι να παρακάμπτονται, για
να χτυπάμε το κεφάλι μας και για να γράφονται πάνω τους ιστορίες αιώνιου έρωτα
και αναπάντεχου πάθους, όχι για να σπάμε τα μούτρα μας. Πήδα Φίλη μου, πήδα
ψηλά, πιάσε σύννεφα, πιάσε ουρανό κι ας χρειαστεί πρώτα να πιάσεις πάτο.
Φίλη μου πιάσε το χέρι μου, θα
είμαι εδώ, θα είμαι εκεί, θα είμαι παντού...
Φίλη μου κάνε υπομονή, λύγισε
αν θες δε φοβάμαι, είμαι δυνατή εγώ για σένα και σου χρωστάω δύναμη απο την
προηγούμενη φορά που με αγάπησες όταν έτρεχαν τα αίματά μου απο παντού.
Φίλη μου έτσι είναι οι Έρωτες,
πουλιά αποδημητικά, πάνε σε θερμότερα κλίματα όταν ο αέρας γίνεται παγωμένος
και πνιγηρός. Και πάντα επιστρέφουν. Ίσως όχι με την ίδια μορφή και ίδια φτερά
αλλά πάντα επιστρέφουν. Σαν εγκληματίες, σαν δολοφόνοι, σαν Ερινύες.
Φίλη μου οι Έρωτες είναι η
ίδια η ζωή, το φως της και η γλύκα της. Έχε τα μάτια σου ανοιχτά σε αυτούς, έρχονται
να σε ξεδιψάσουν απο την δίψα της στασιμότητας και να σε κάνουν δροσερή και γελαστή.
Φίλη μου να ξέρεις πως Σ'
αγαπάω. Έτσι απλά.
Καληνύχτα...
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)