Δεν είχαμε κάνει έρωτα ποτέ μας κι ας ήμασταν μαζί ήδη δύο χρόνια. Τα κορμιά μας είχαν το ανέγγιχτο της αγνότητας. Ξέραμε μόνο να αγαπιόμαστε, να φιλιόμαστε να ερωτευόμαστε και να μην έχουμε ποτέ τίποτα να χωρίσουμε. Ένα βράδυ εκεί που βλέπαμε ταινία και μου πείραζες τη μύτη και γελούσαμε, με κοίταξες και σε κοίταξα διαφορετικά. Κι έτσι έγινε για πρώτη μας φορά. Απλά, αυθόρμητα, ουσιαστικά. Μπήκε ο ένας στο κορμί του άλλου και νομίζω ή έκλαιγα απο ευτυχία ή σου χαμογελούσα απο ευτυχία όταν έπεσες απο πάνω μου ιδρωμένος κι ευτυχισμένος. Πιο ερωτευμένος απο ποτέ. Και μου άρεσε. Και σε ήθελα πάλι και με ήθελες κι εσύ. Το νόημα της ζωής μου ήταν ανάμεσα στα πόδια μου. Το νόημα της ζωής μου ήταν η ένωση. Μαζί σου. Ήταν η πρώτη φορά που απο κορίτσι σου έγινα γυναίκα σου κι εσύ απο αγόρι μου άντρας μου και σε έκανα δικό μου, ήσουν ο πρώτος άνθρωπος που έκανα δικό μου και τότε ξεκίνησα να πληγώνομαι. Πέρασαν καμιά δεκαριά χρόνια απο τότε μέχρι να καταλάβω πως κανένας δεν ανήκει σε κανένα, ως τότε δεν ήξερα, έτσι μου μάθανε, έτσι έκανα, οι ενήλικες τα ήξεραν όλα βλέπεις κι εμείς τα κουτορνίθια, ποιοι, εμείς τα κουτορνίθια, εμείς που τραγουδούσαμε την αγάπη στους δρόμους πιασμένοι χέρι χέρι, και οι ενήλικες μας λέγανε πως λάθος αγαπάμε όταν αγαπιόμαστε ελεύθεροι χωρίς ιδιότητα, "όοοοοχι" επιμένανε οι ενήλικες πρέπει να έχουμε και ιδιότητα και ρόλο γιατί τα πράγματά μας είναι δικά μας και μας ανήκουν, "μα, μαμά, ο Έρωτας δεν είναι πράγμα" έλεγα χωρίς να καταλαβαίνω τότε πως γίνεται ο άνθρωπος να είναι πράγμα αφού ο άνθρωπος νιώθει, αγαπάει, ερωτεύεται, καβλώνει, "έχεις δει ρε μάνα ψυγείο να καβλώνει;" τη ρωτούσα, "όχου, δε καταλαβαίνεις" μου απαντούσε κι εγώ μετρούσα στα δάχτυλά μου πόσα απο τα αντικείμενα που ξέρω έμοιαζαν με 'σένα και άκρη δεν έβγαζα αλλά κάτι θα ήξεραν οι μεγαλύτεροι. Κι εγώ σε αγαπούσα, σε αγαπούσα και όσο σε αγαπούσα τόσο ζήλευα και όσο ζήλευα τόσο πονούσα, αρρώσταινα μέσα μου. Ειδικά τη Μαργαρίτα. Εκείνη τη τσούλα που πάντα μου άρεσε να χαρακτηρίζω και να κατηγοριοποιώ κι ας έμοιαζα κατωτέρου, κι ας ήμουνα κατωτέρου εκείνη τη στιγμή, δε με ένοιαζε, εγώ ήμουν κατωτέρου άλλα εκείνη ήταν τσούλα και σου τριβόταν στα διαλείμματα κι εγώ μάτωνα, έχανα αίμα απο παντού, ακόμα και απο τα ματοτσίνορά μου έτρεχε αίμα γιατί μερικές φορές κοκκίνιζαν όλα. Ένα μεσημέρι στο σχόλασμα κατέβηκες μαζί της τις σκάλες κι εγώ σε άρπαξα απο το χέρι και σε τράβηξα και έκλαιγα και σου έλεγα "Σε μισώ που με πονάς, σε μισώ, σε μισώ, σε μισώ" κι εσύ πόνεσες που σε μισούσα αλλά ήξερες πως δε θα μπορούσα να μη σε μισώ, αθέτησες την υπόσχεση που δώσαμε πως απο τη στιγμή που κάναμε έρωτα θα ανήκουμε ο ένας του άλλου, ξαφνικά δεν ήθελες να ανήκεις κάπου, ξαφνικά δεν ήθελα ούτε κι εγώ, πονάει το να ανήκεις σε κάποιον "αλλά γιατί δε πονάει το ίδιο το ψυγείο" αναρωτήθηκα, "ίσως επειδή δε καβλώνει" αποφάνθηκα, σκεφτόμουν μήπως η τσούλα σε καβλώνει καλύτερα και περισσότερο απο μένα, ειδικά απο μένα που η μόνη γνώση στο να σε καβλώνω ήταν το ένστικτό μου και όχι η γνώση και η εμπειρία μου και, κόντεψα να χάσω τα λογικά μου εκείνη τη στιγμή και τότε κατάλαβα για πρώτη φορά το γιατί εσύ με πλήγωσες ενώ το ψυγείο μου όχι, είναι η κάβλα που πληγώνει, αυτό μας ξεχωρίζει απο τα άψυχα τελικά, η κάβλα. Γι αυτό θεωρείται το να μπεις σε άλλο κορμί απάτη. Επειδή καβλώνεις και απολαμβάνεις χωρίς εμένα. Εκείνο το βράδυ νομίζω μεγάλωσα. Έτσι νομίζω. Γαμήθηκε ότι αγαπήσαμε με πάθος. "Το γαμήσι και ο έρωτας δεν είναι το ίδιο;" με ρώτησες." Όχι μανάρι μου. Δεν είναι το ίδιο. Η διαδικασία είναι η ίδια." σου απάντησα και αναρωτήθηκα τί κάθομαι και λέω σε κάποιον που δε ξέρει τη διαφορά του έρωτα απο το γαμήσι απο μόνος του και τί να εξηγήσω. Σε κοίταξα στα μάτια. Οι μπάτσοι περνούσαν απο δίπλα μας όπως τότε που παντρευτήκαμε. Τίποτα δεν ήταν το ίδιο πέρα απο τους καπνούς και το χρώμα. Ούτε εσύ. Ούτε καν εγώ. Γύρισα την πλάτη μου κι έφυγα. Δε σε ξαναέψαξα ποτέ.
30.3.14
Weep...
Δεν είχαμε κάνει έρωτα ποτέ μας κι ας ήμασταν μαζί ήδη δύο χρόνια. Τα κορμιά μας είχαν το ανέγγιχτο της αγνότητας. Ξέραμε μόνο να αγαπιόμαστε, να φιλιόμαστε να ερωτευόμαστε και να μην έχουμε ποτέ τίποτα να χωρίσουμε. Ένα βράδυ εκεί που βλέπαμε ταινία και μου πείραζες τη μύτη και γελούσαμε, με κοίταξες και σε κοίταξα διαφορετικά. Κι έτσι έγινε για πρώτη μας φορά. Απλά, αυθόρμητα, ουσιαστικά. Μπήκε ο ένας στο κορμί του άλλου και νομίζω ή έκλαιγα απο ευτυχία ή σου χαμογελούσα απο ευτυχία όταν έπεσες απο πάνω μου ιδρωμένος κι ευτυχισμένος. Πιο ερωτευμένος απο ποτέ. Και μου άρεσε. Και σε ήθελα πάλι και με ήθελες κι εσύ. Το νόημα της ζωής μου ήταν ανάμεσα στα πόδια μου. Το νόημα της ζωής μου ήταν η ένωση. Μαζί σου. Ήταν η πρώτη φορά που απο κορίτσι σου έγινα γυναίκα σου κι εσύ απο αγόρι μου άντρας μου και σε έκανα δικό μου, ήσουν ο πρώτος άνθρωπος που έκανα δικό μου και τότε ξεκίνησα να πληγώνομαι. Πέρασαν καμιά δεκαριά χρόνια απο τότε μέχρι να καταλάβω πως κανένας δεν ανήκει σε κανένα, ως τότε δεν ήξερα, έτσι μου μάθανε, έτσι έκανα, οι ενήλικες τα ήξεραν όλα βλέπεις κι εμείς τα κουτορνίθια, ποιοι, εμείς τα κουτορνίθια, εμείς που τραγουδούσαμε την αγάπη στους δρόμους πιασμένοι χέρι χέρι, και οι ενήλικες μας λέγανε πως λάθος αγαπάμε όταν αγαπιόμαστε ελεύθεροι χωρίς ιδιότητα, "όοοοοχι" επιμένανε οι ενήλικες πρέπει να έχουμε και ιδιότητα και ρόλο γιατί τα πράγματά μας είναι δικά μας και μας ανήκουν, "μα, μαμά, ο Έρωτας δεν είναι πράγμα" έλεγα χωρίς να καταλαβαίνω τότε πως γίνεται ο άνθρωπος να είναι πράγμα αφού ο άνθρωπος νιώθει, αγαπάει, ερωτεύεται, καβλώνει, "έχεις δει ρε μάνα ψυγείο να καβλώνει;" τη ρωτούσα, "όχου, δε καταλαβαίνεις" μου απαντούσε κι εγώ μετρούσα στα δάχτυλά μου πόσα απο τα αντικείμενα που ξέρω έμοιαζαν με 'σένα και άκρη δεν έβγαζα αλλά κάτι θα ήξεραν οι μεγαλύτεροι. Κι εγώ σε αγαπούσα, σε αγαπούσα και όσο σε αγαπούσα τόσο ζήλευα και όσο ζήλευα τόσο πονούσα, αρρώσταινα μέσα μου. Ειδικά τη Μαργαρίτα. Εκείνη τη τσούλα που πάντα μου άρεσε να χαρακτηρίζω και να κατηγοριοποιώ κι ας έμοιαζα κατωτέρου, κι ας ήμουνα κατωτέρου εκείνη τη στιγμή, δε με ένοιαζε, εγώ ήμουν κατωτέρου άλλα εκείνη ήταν τσούλα και σου τριβόταν στα διαλείμματα κι εγώ μάτωνα, έχανα αίμα απο παντού, ακόμα και απο τα ματοτσίνορά μου έτρεχε αίμα γιατί μερικές φορές κοκκίνιζαν όλα. Ένα μεσημέρι στο σχόλασμα κατέβηκες μαζί της τις σκάλες κι εγώ σε άρπαξα απο το χέρι και σε τράβηξα και έκλαιγα και σου έλεγα "Σε μισώ που με πονάς, σε μισώ, σε μισώ, σε μισώ" κι εσύ πόνεσες που σε μισούσα αλλά ήξερες πως δε θα μπορούσα να μη σε μισώ, αθέτησες την υπόσχεση που δώσαμε πως απο τη στιγμή που κάναμε έρωτα θα ανήκουμε ο ένας του άλλου, ξαφνικά δεν ήθελες να ανήκεις κάπου, ξαφνικά δεν ήθελα ούτε κι εγώ, πονάει το να ανήκεις σε κάποιον "αλλά γιατί δε πονάει το ίδιο το ψυγείο" αναρωτήθηκα, "ίσως επειδή δε καβλώνει" αποφάνθηκα, σκεφτόμουν μήπως η τσούλα σε καβλώνει καλύτερα και περισσότερο απο μένα, ειδικά απο μένα που η μόνη γνώση στο να σε καβλώνω ήταν το ένστικτό μου και όχι η γνώση και η εμπειρία μου και, κόντεψα να χάσω τα λογικά μου εκείνη τη στιγμή και τότε κατάλαβα για πρώτη φορά το γιατί εσύ με πλήγωσες ενώ το ψυγείο μου όχι, είναι η κάβλα που πληγώνει, αυτό μας ξεχωρίζει απο τα άψυχα τελικά, η κάβλα. Γι αυτό θεωρείται το να μπεις σε άλλο κορμί απάτη. Επειδή καβλώνεις και απολαμβάνεις χωρίς εμένα. Εκείνο το βράδυ νομίζω μεγάλωσα. Έτσι νομίζω. Γαμήθηκε ότι αγαπήσαμε με πάθος. "Το γαμήσι και ο έρωτας δεν είναι το ίδιο;" με ρώτησες." Όχι μανάρι μου. Δεν είναι το ίδιο. Η διαδικασία είναι η ίδια." σου απάντησα και αναρωτήθηκα τί κάθομαι και λέω σε κάποιον που δε ξέρει τη διαφορά του έρωτα απο το γαμήσι απο μόνος του και τί να εξηγήσω. Σε κοίταξα στα μάτια. Οι μπάτσοι περνούσαν απο δίπλα μας όπως τότε που παντρευτήκαμε. Τίποτα δεν ήταν το ίδιο πέρα απο τους καπνούς και το χρώμα. Ούτε εσύ. Ούτε καν εγώ. Γύρισα την πλάτη μου κι έφυγα. Δε σε ξαναέψαξα ποτέ.