9.4.14

Consciousness


Πέρασα απο την γειτονιά τις προάλλες. Μετά απο σχεδόν δέκα χρόνια. Το δημοτικό μου σχολείο είναι πια σταθμός του μετρό, "ποιου μετρό ρε μαλάκες" αναρωτήθηκα, η πόλη μου εδώ και μια δεκαετία σχεδόν είναι ένα τεράστιο γιαπί. Γκρεμίζουμε σχολεία για να φτιάξουμε σταθμό του μετρό, ρίχνουμε και μια ταμπέλα πολιτισμού και ανάπτυξης, γεμίζει το κεφάλι μου ερωτηματικά, ποιός πολιτισμός και ποιά ανάπτυξη βασίζεται στο γκρέμισμα των σχολείων και των παιδικών αναμνήσεων; Το οτι δε θέλω να θυμάμαι είναι ένα άλλο θέμα. Είμαι επιλεκτικά αφοσιωμένη στις αναμνήσεις μου, για παράδειγμα την κυρία Βενετία δε θέλω καν να τη θυμάμαι, παιδί οκτώ χρονών ήμουν όταν μπήκα για πρώτη φορά στην τάξη της ως καινούρια μαθήτρια κι εκείνη με αποκάλεσε "φρούτο", εμένα και τη Λίνα, τις δυο καινούριες, μωρή καριόλα, αλλάξαμε σχολείο για κάποιον λόγο, φύγαμε απο κάτι που θέλαμε να ξεφύγουμε πάση θυσία και τα καταφέραμε, χώρισαν οι γονείς μας και αλλάξαμε πόλη, πήγαμε σε μεγαλύτερη για να αποφύγουμε τον ρατσισμό της μικρής, έχασα τον Λεωνίδα, τον πρώτο μου έρωτα κι εσύ μας έβαλες στο τελευταίο θρανίο και μας βάφτισες "φρούτα". Σαπίλα, σαπίλα παντού, μυρίζει ο αέρας χαλασμένο φρούτο, όχι κυραΒενετία, το φρούτο που σάπισε δεν είμαι εγώ. Ό,τι πάνω μου σαπίζει το κόβω και με τον καιρό φυτρώνει ξανά. Υγιή και δυνατό. Αυτά σκεφτόμουν και έπεσα αφηρημένη πάνω σου ήσουν αδύνατη, σχεδόν χτικιάρα, τα μάτια σου απο τη μαστούρα ήταν απλανή και το βλέμμα σου ακαθόριστο. Με προσπέρασες κι έφυγες χωρίς κουβέντα, σε παρατηρούσα καθώς περπατούσες κι έβαλα νόημα στη μέρα μου και σε ακολούθησα για να έχω προορισμό, δεν ήξερα που πας, ίσως να μην ήξερες κι εσύ, αλλά κάπου θα οδηγούμασταν οι δυο μας, δε μπορεί, βγήκαμε στην Παπάφη και στην Κιλκισίου έστριψες στο φωτογραφείο, κοντοστάθηκες και κοντοστάθηκα κι εγώ, έβγαλες κάτι ψιλά απο την τσέπη σου, τα μετρούσες και δεν αντιλαμβανόσουν πως το σώμα σου κουλουριαζόταν και πως τα γόντατά σου λύγιζαν, κόντεψες να πέσεις με το κεφάλι στο πεζοδρόμιο, σε πλησίασα και σε άρπαξα απο τη μέση και σε στήριξα πάνω μου, σε ρώτησα αν είσαι εντάξει, γύρισες και με κοίταξες με το ίδιο βλέμμα σαν να κοιτούσες πίσω απο μένα, "κι εσένα τί σε νοιάζει;" με ρώτησες κι εγώ σου απάντησα "με νοιάζει και με παρανοιάζει" και τότε εστίασες και με κοίταξες στα μάτια με απορία, σου χαμογέλασα, "έχεις μισό ευρώ;" με ρώτησες, "έχω" σου απάντησα, μου άπλωσες το χέρι και σου άπλωσα κι εγώ το χέρι, αιφνιδιάστηκες, σκοτείνιασες, μπορεί και να νόμιζες πως σε κορόιδευα ή σε ειρωνευόμουν, "δεν έχω λεφτά" μου είπες, "ούτε κι εγώ είμαι η πιο πλούσια της γειτονιάς αλλά έναν καφέ κι ένα τοστ έχω για να κεράσω" σου απάντησα και σου έπιασα το χέρι και πήγαμε στον Ηρακλειώτη και καθίσαμε αμίλητες. Ξεκίνησα να σου μιλάω για τη ζωή μου, για τα μπουγέλα που παίζαμε κάθε τελευταία μέρα του σχολείου σε αυτό το πάρκο, έξι χρόνια μπουγέλο απο την πρώτη γυμνασίου μέχρι την τρίτη λυκείου, σήκωσα το αριστερό μπατζάκι μου και σου έδειξα την ουλή στο γόντατό μου, "Ο Αντώνης με έριξε σε αυτή τη λίμνη κι έπεσα με το γόνατο πάνω σε μια πέτρα και πληγώθηκα αλλά δε το κατάλαβα κι έτρεχα σαν κατσίκι και γύρισα στο σπίτι καταματωμένη και η μάνα κόντεψε να τρελαθεί" σου είπα, σου βγήκε ένα αυθόρμητο χαμόγελο κι ένας πνιχτός ήχος, σου χαμογέλασα κι εγώ κι έπειτα δίψασες κι εγώ παρήγγειλα γρανίτες. "Γιατί είσαι τόσο εντάξει με μια άγνωστη" ρώτησες, "γιατί κάνω επανάσταση" σου απάντησα, "είσαι παράξενη" μου είπες και θυμήθηκα τότε στο παγκάκι του Λευκού Πύργου που είχα δώσει την ίδια απάντηση σε 'κείνον που μου χάρισε τα μολύβια μου, "Ξέρω τί εννοείς" σου απάντησα και μετά σωπάσαμε. Ξεκίνησε να βρέχει και κοίταξες για λίγο γύρω σου, "Ανθίζουν όλα" μου είπες και τότε παρατήρησα τα χρώματα για πρώτη φορά εκείνη τη μέρα, "Είναι Άνοιξη σου είπα" κι εσύ κοίταξες τα παπούτσια σου, "φαντάσου τί κάνει η Άνοιξη όταν μπαίνει μέσα μας" συνέχισα κι εσύ μου είπες βιαστικά "πάμε;" Πλήρωσα, σηκωθήκαμε, περπατήσαμε λίγο προς το σπίτι, "χόρτασες τη μέρα σου;" σε ρώτησα, μου απάντησες "Δε θα τη ξεχάσω ποτέ" και σου είπα "Θα ήταν αρκετό να μη ξεχάσεις εύκολα." Σε χαιρέτησα κι έφυγα. "Ε! Πως σε λένε;" φώναξες όταν είχα αρχίσει να απομακρύνομαι. "Ανοιξιάτικη βροχή" σου απάντησα. Χαμογέλασες πλατιά. Το ίδιο κι εγώ.