30.6.09

Έκλεισα το δάχτυλό μου στην πόρτα καθώς έβγαινα και πήγαινα από την καρδιά στο σαλόνι. Το έβαλα στη χούφτα μου κι έπειτα στο στόμα σου για να το φιλήσεις για να γίνει καλά. Η διάθεσή μου είναι τόσο ανεβασμένη που ακουμπάει με την άκρη της μύτης το ταβάνι κι εγώ δε ξέρω αν όλα όσα γράφουν βγάζουν νόημα. Τελευταία στο μυαλό μου επικρατεί μια αναρχία σκέψεων και οι λέξεις μοιάζουν με παιδιά που δε μπορείς να τα μαζέψεις από το κυνηγητό που παίζουν που έπειτα γίνεται κρυφτό από τον εαυτό τους και από τους άλλους. Δε πειράζει. Εσύ με καταλαβαίνεις, έτσι δεν είναι;
Μου τηλεφώνησαν από την κλινική. ‘‘Όχι στις δωδεκάμισι αλλά στις τεσσεράμισι θα έρθεις. Η Βέλλη αρρώστησε…’’ και μου το λέτε τώρα; Τώρα που εγώ έχω ήδη ξυπνήσει με το ζόρι στις δέκα και μισή και γκρίνιαζα από τη νύστα; Ανοίγω τον υπολογιστή και ψάχνω τραγούδια. Ευκαιρία για ‘μένα και το σπίτι. Έχουμε εκκρεμότητες μεταξύ μας που πρέπει να τακτοποιηθούν. Ένα πλυντήριο με ρούχα από χτες, πιάτα που θέλουν πλύσιμο μέσα στο νεροχύτη, σεντόνια που θέλουν στρώσιμο και μια γωνιά ανακατεμένη με ιδρώτα και πάθος που θέλει συμμάζεμα.
Βάζω ράδιο. ‘‘Ποια τοπία ξημερώνουνε στα μάτια μου. Ποια ουτοπία με κρατάει ζωντανό’’. Αυτό το τραγούδι νομίζω πως το ακούω για πρώτη φορά. Κλείνω. Άσε τους τοίχους να υψώνονται πίσω από τις πλάτες μας και όχι ανάμεσά μας. Σήμερα είναι τη τελευταία μέρα γι’ αυτόν τον Ιούνη. Κι εμένα μου έλειψε μια κούπα ζεστή σοκολάτα…

Τρίτη 30/06/09 11.09
Φωτό: http://lestoilesdaz.deviantart.com/art/Chocolat-chaud-121526750

22.6.09


Σήμερα με ξύπνησαν μπουμπουνητά κι ένα σύννεφο μαύρο. Άνοιξα τα μάτια και το παράθυρο και χώθηκα μέσα σε μια βροχή που έπεφτε στο μυαλό μου και περίμενα να έρθει στα μάτια μου μπροστά για να βγω στο μπαλκόνι να πλυθώ. Μέχρι που ένας μεγαλοπρεπής ήλιος βγήκε βόλτα κι εγώ έμεινα απλά με την εικόνα της βροχής στο μυαλό μου.
Μια πεταλούδα πέρασε από μπροστά μου αλαφιασμένη κι ένας καυγάς ψιθυριστός από κάτω έφτασε στ’ αυτιά μου μέχρι που ανέβηκε την ανηφόρα κι εξαφανίστηκε. Πάω να πιω μια γουλιά καφέ, που άφησα πάνω στον πάγκο δίπλα στη σακούλα με τα παγάκια και τελικά μάλλον θα έχει χάσει τη δροσιά του και η απόλαυσή μου έμεινε μισή. Έστριψα ένα τσιγάρο στα γρήγορα κι έμεινα μόνη να καίγομαι στο τασάκι δίπλα του.
Η διάθεσή μου εδώ και λίγες μέρες είναι ελαφρώς παθητική. Βαριέμαι να βγάλω τα ρούχα μου και πεινάω συνέχεια. Ξέρω πως θες να μου ‘‘την πεις’’ αλλά κρατιέσαι γιατί μέσα σου ξέρεις πως το μυαλό και το κορμί μου δε δέχεται πιέσεις.
Η μικρή Κυριακή έσπασε κάτι και ο μπαμπάς φωνάζει χωρίς να είναι άδικος. Η μικρή ούτε που ακούγεται και ο μπαμπάς παρηγορεί τη στεναχώρια της που τη μάλωσε. Είναι δυο κοπέλες και ανεβαίνουν προς τα πάνω. Πρέπει να είναι η μία μαμά και η άλλη κόρη. Μα δε ξεχωρίζω ποια είναι ποια. Μοιάζει να τελείωσε και αυτό. Και οι ρυθμοί έγιναν γνώριμοι ξανά.
Είναι η πρώτη φορά που κάθομαι στο μπαλκόνι μου πρωί και γράφω κι ας πλησιάζει η δόση του τρίτου ενοικίου. Δε ξέρω γιατί. Είναι όμορφα. Μου αρέσει ο αέρας . Ο χορός και η μουσική του. Μόνο που δε βολεύομαι καλά. Με ενοχλούν τα χέρια και ο σβέρκος μου. Τα γυαλιά μου θέλουν φτιάξιμο και το είδωλό μου είναι συνέχεια συνοφρυωμένο. Με κοιτάζω στην οθόνη και μου θυμίζω τότε που ήμουν δέκα δώδεκα χρονών. Βιαζόμουν τόσο να μεγαλώσω που κάποιος με άκουσε και με μεγάλωσε γρήγορα. Και τώρα αισθάνομαι πιο μικρή και πιο δροσερή από ποτέ. Νιώθω πως τα καλύτερα που έχω να ζήσω, είναι στο μεσαίο σκαλί της σκάλας και το κοριτσάκι τους δείχνει την πόρτα. Ο χρόνος έχει πιαστεί σε σχοινάκια μαριονέτας και όλα γίνονται στην ώρα τους.
Συννέφιασε. Και ήχοι ταξιδεύουν άγριοι. Ο αέρας έγινε δροσερός και τα δέντρα λικνίζονται στο χορό της βροχής. Μαζεύω…

Δευτέρα 22/06/09 12.32
Φωτό: http://poporina.deviantart.com/art/umbrella-song-76615439

19.6.09


Δε ξέρω τι πηγαίνει στραβά μερικές φορές και τα πράγματα απο εκέι που έχουν χρώμα κόκκινο και φωτεινό, μετατρέπονται σε ένα σκατί χρώμα και σαπίζουν. Μια κουβέντα, μια διάθεση και όλα γίνονται πυροτέχνημα ερασιτέχνη πυροτεχνουγού, γίνονται όλα σκόνη και σκουπίδια πεταμένα μέσα σε έναν αέρα αρρωστημένο.
Έτσι και σήμερα. σε περίμενα όπως κάθε βράδυ μέχρι τη μία να πουμε καμιά βλακεία, να μείνουμε για λίγο μαζί και τελικά το μόνο που καταφέραμε είναι εσύ να είσαι στον καναπέ πίσω απο την κλειστή πόρτα του γραφείου κι εγώ σε ένα παράλληλο σύμπαν, θαρρώ, στον υπολογιστή να γράφω τον πόνο μου τον άπονο και τον αδιάφορο. Για ΄σενα; Για ΄μένα; Ούτε που ξέρω και δεν είμαι και σε θέση αυτή τη στιγμή να πω και αν με νοιάζει τελικά.
Αυτό που διαπιστώνω πολλές φορές είναι πως στη σχέση αυτή μόλις κάποιος απο τους δύο πιάσει έστω και για πλάκα την άκρη του σχοινιού, ο άλλος δε χάνει ευκαιρία να πιάσει απο την άλλη. Η ώρα πήγε δύο παρά δεκατέσσερα κι εσύ είσαι ακόμα στο σαλόνι κι εγώ είμαι ακόμα στον υπολογιστή.
Ε, λοιπόν που τα λες βαριέμαι του θανατά. Σήμερα για παράδειγμα η ζωή μου κύλισε χυμένη στον καναπέ, που απο τα εικοσιένα μου φιλοξενεί κάθε είδους βαρεμάρας μου, και έμεινα άπρακτη μέχρι που άρχισα να χύνομαι στην τηλεόραση βλέποντας ασταμάτητα Grays Anatomy και διαφημήσεις ακούγοντας απο μέσα το «κλίκ κλίκ» του ποντικιού σου καθώς εργαζόταν ασταμάτητα. Μόνη... όχι, δε σε κατηγορώ ξέρω πως διαλέγεις παρέα απο δουλειά αλλά και η δική μου μοναξιά έφτασε στο ταβάνι του σπιτιού και με το ζόρι τη συγκρατώ να μην ανέβει στη σοφίτα και τα κάνει όλα λαμπόγυαλο εκεί πάνω. Μια σοφίτα που τελικά έχω την αίσθηση πως δε θα φτιαχτεί ποτέ γιατί κάθε που λέμε να απλώσουμε χέρι να τη βάλουμε σε τάξη, εγώ καταλήγω στον υπολογιστή να ξεσπάω τα νεύρα μου πάνω στο πληκρολόγιο μιλώντας στην παιδική αόρατη φίλη μου, δίχως σταματημό και δίχως τελεία ή κόμμα στις προτάσεις μου.
Βαρέθηκα. Μου έκλεισες και την πόρτα... πνίγομαι. Αλλά σάμπως και να φωνάξω θα με ακούσει κανείς; Σκατά. Δε βαριέσαι...συμβαίνουν αυτά θα μου πείς......

Παρασκευή 19/06/09 01.52
Φωτό: http://krapfen.deviantart.com/art/unhappy-girl-96012034

18.6.09


Για κοίτα να δεις... η βροχή ίσα που ακούμπησε το μπαλκόνι μου! Μια σταγόνα ξάπλωσε πάνω στα πράσινα κάγκελα κι άρχισε να μου λέει τα μυστιικά της. Ιστορίες αλλόκοτες που ούτε καν ξέρω αν θα τις θυμάμαι όταν στεγνώσει και γίνει λεκές στο κάγκελο.
Μου λέει, πως πριν λίγες μέρες ήταν ουράνιο τόξο. Πριν μήνες νιφάδα χιονιού. Και πριν χρόνια μικροσκοπικό χαλάζι. Μου μίλησε για τους έρωτές της, για τα ταξίδια της μέχρι και τον ερχομό της στο μπαλκόνι μου. Δυο κουβέντες μου ψιθύρισε κι έφυγε.
Πονάει η κοιλιά μου κι εγώ έχω γεμίσει το κορμί μου με παυσίπονα απο χτες. Τα πόδια μου τα νιώθω κομένα απο τους μηρούς και νιώθω πως αν σηκωθώ να κάνω ένα βήμα θα πέσω. Χτες βράδυ το κορμί λούστηκε απο βροχή στο Καραμπουρνάκι μπροστά στη θάλασσα και οι αστραπές έπεφταν δίπλα στα πόδια μου. Άναψα ένα τσιγάρο κι έμεινα κάτω απο μια τέντα, δήθεν μου τάχα μου πως με προστάτευε. Όχι. Δε ξεγελούσα τη βροχή. Ούτε εκείνη εμένα. Και οι δυο μαζί ξεγελούσαμε τους άλλους που φώναζαν να μπω μέσα κι εγώ απαντούσα πως είμαι κάτω απο τη τέντα και δε βρέχομαι. Ψέμα που αποκαλύφθηκε όταν μπήκα μέσα τελικά στάζοντας πάθος βροχής.
Μέχρι να επιστέψω σπίτι, την πήραν τα σύννεφα σε άλλη γειτονιά. Κι εσύ πήρες αγκαλιά εμένα κι έβαλες το χέρι σου στην πονεμένη μου κοιλιά. Με πήρε ο ύπνος. Μέχρι σήμερα το πρωί που το χέρι σου χάιδεψε την πλάτη μου...

Πέμπτη 18/06/09 12.17
Φωτό: http://acidaliaadrasteia.deviantart.com/art/Dancing-In-The-Rain-86934772
http://cunyadenki.deviantart.com/art/rain-44201581

16.6.09

Και τελικά ο νους σταμάτησε. Όχι πως δε μπορεί να σκεφτεί άλλο πια, μα, να, είναι που η θέση στο κρεβάτι απο τη μεριά σου είναι ζεστή κι εγώ νιώθω πλήρης. Μου αρέσει να κοιμάμαι στο μαξιλάρι σου όταν σηκώνεσαι το πρωί και να βουλιάζω στη λακούβα που έχει στο σχήμα του κορμιού σου. Μπαίνω μέσα της και γίνομαι εσύ με έναν τρόπο περίεργο και ανορθόδοξο. Μυρίζω όπως εσύ, κοιμάμαι όπως εσυ, και όταν το ξυπνητήρι γίνει Σάββατο πρωί τότε επιστρέφω στο σώμα μου. Όχι, δεν είναι πως με απαρνήθηκα, όχι. Είναι πως μου αρέσει αυτό το παιγνίδι εγώ να γίνομαι εσύ κι έπειτα να γίνομαι ξανά εγώ.
Προχτες έκλεισα τις στιγμές στο κουτί με τις κλωστές και τις βελόνες που μου είχε χαρίσει η Λένα πριν δυο ή τρία καλοκαίρια και τις έβαλα δίπλα στα χρωματιστά κουβάρια να δω τι χρώμα στιγμές θα κεντίσω για να ταιριάζουν. Μου αρέσει το μπλε με το κίτρινο που σου είχα αγοράσει για φορεσιά πριν τέσσερις μήνες αλλά μάλλον εσένα δε σου αρέσει πια και άφησες το δωμάτιό σου σκονισμένο και το μπλε σε λίγο θα γίνει γαλάζιο. Εντάξει δε, λέω, πέρασα κι εγώ απο μια περίοδο που φορούσα συνέχεια το ίδιο φόρεμα, όχι επειδή μου άρεσε αλλά επειδή βαριόμουν να ψάξω για κάτι καινούριο, αλλά κάποια στιγμή η ανάγκη γύρισε την πλάτη της στην απραξία και σηκώθηκα απο τον καναπέ δίχως πόδια και είπα δυο κουβέντες. Όχι τυπικές, αλλά όχι και τίποτα σημαντικό, μη φανταστείς.
Σου μιλώ σα να είσαι απέναντί μου μπροστά απο τον λαχανί τοίχο του γραφείου. Αλλά εσύ θα με ακούσεις μάλλον όταν σου πω πως σου μίλησα λίγο το απόγευμα, ναι, τότε που έπλεκες συνταγές ευτυχίας απένταντι απο τα μάτια μου αλλά δε με έβλεπες. Ούτε με άκουγες. Θα γυρίσεις το βλέμμα σου αλλού, θα το σηκώσεις προς τα μάτια μου, θα μου χαμογελάσεις και θα μου δώσεις ένα φιλί με όλα τα Σ’αγαπώ του κόσμου. Αλλά και πάλι δε θα έχεις κάτι να μου πεις.
Σε λίγο θα φύγω θα πάρω το αμάξι και θα πάω ακόμα πιο βόρεια και όπου βγάλει ο δρόμος. Θέλω να τελειώσεις το σπίτι με τις πάπιες και να έρθεις μαζί μου. Άραγε γίνεται να μη μιλά το μυαλό και το κορμί να βγάζει γράμματα καλλιγραφικά απο κάθε πόρο σχηματίζοντας λέξεις; Άραγε γίνεται να με κοιτάς στα μάτια και να μιλάς δίχως φωνή; Άραγε γίνεται να γράφεις για μια μεγάλη αγάπη για πάντα; Άραγε γίνεται να υπάρχει έμπνευση δίχως πόνο;
Τώρα που οι Δράκοι βράχνιασαν, τώρα που οι Νεράϊδες γέρασαν και οι Πρίγκηπες των παραμυθιών προτιμούν τα γρήγορα αμάξια απο τα άλογα, έλα και απόψε δίπλα μου να σου φτιάξω ένα παραμύθι...
Τρίτη 16/06/09 10.32
Φωτό: http://otherjoseph.deviantart.com/art/drivingaway-66904341

3.6.09

Θα σφουγγαρίσω το πάτωμα κι έπειτα θα βγω να κάνω ένα τσιγάρο στο μπαλκόνι. Η αϋπνία έψαχνε για μαλάκες και χτες το βράδυ συναντηθήκαμε ξανά στο μονό κρεβάτι της κλινικής. Με τα μάτια καρφωμένα στο ηλεκτρονικό ρολόι του ασύρματου τηλεφώνου να φέγγει κατευθείαν μέσα στις κόρες των ματιών μου, μετρούσα προβατάκια-δυο χιλιάδες δεκαπέντε, δυο χιλιάδες δεκαέξι, δυο χιλιάδες δέκαεπτά...- κι έπειτα βαρέθηκα κι άρχισα να προσπαθώ να βρω πόσα πόδια προβάτων πέρασαν σήμερα τη μάντρα του ύπνου μου κι αναρωτήθηκα πόσα ακόμα θα έπρεπε να περάσουν απο την άλλη μεριά μέχρι ο ύπνος μου να ξυπνήσει, να σηκωθεί απο τον καναπέ και να έρθει στο κρεβάτι μου. Ο ήλιος βγήκε νωρίτερα απο την ώρα του και ο πονοκέφαλος χτυπά ξυπνητήρια παλαιού τύπου στο κεφλαι μου και το γεμίζει τρύπες.
Έβγαλα τα αθλητικά μου και γλύστρησα αθόρυβα ως την κρεβατοκάμαρα. Κι έπειτα στο μπάνιο. Το τόστ ψήνεται ανάμεσα σε μια σιωπή που με κάνει να αναρωτιέμαι. Ένα πνιγηρό γέλιο απο το γραφείο κοροϊδεύει τις απορίες μου κι έρχομαι προς το μέρος σου γελώντας. Και με τον ήχο του γέλιου ο πονοκέφαλος την κοπάνησε ηττημένος απο τα μάγια.
Περιμένω να μου περάσει η όρεξη για μοναξιά και να βγω να πάρω το αμάξι να πάω στη Ντίνα. Ο ουρανός είναι πάλι κατάμαυρος αν και το πρωί στις επτά είχε άλλα σχέδια ο καιρός. Καλά που πήρες το αμάξι. Κάτι ήξερες και δε πήρες τη μηχανή και μου το έλεγες απο τις οχτώ παρά είκοσι το πρωί. Να ρίξει, λέει, μια βροχή.. να βρω στο μπαλκόνι και να θαυμάζω τις στάλες που πέφτουν. Κοίταξε τι ωραία που πέφτουν..
Κάθομαι και παρατηρώ τις μπουρμουλίθρες του ενυδρείου να ανεβαίνουν ως τα πάνω και να πιτσιλάνε τον τοίχο. Ο Μπόμπος-αστεία αστεία έμεινε αυτό το όνομα που ητανε δήθεν μου τάχα μου προσωρινό, αλλά ουδέν μονιμότερον- είναι ακόμα κλεισμένος στο πιθάρι του γιατί τώρα πια είναι δικό του. Μου θυμίζει τον Διογένη. Σου το έχω πει ξανά. Νομίζω πως βαρέθηκα. Φεύγω.

Τετάρτη 03/06/09 11.01
Φωτό: http://abbina.deviantart.com/art/Writing-on-White-113085689