21.3.15

Dario Fo

-Γιος: Ε, μαμά! μη μου πεις τώρα ότι καπνίζεις κι εσύ χασίς!
-Μάνα: Γιατί, απαγορεύεται σε μια γυναίκα που είναι και μητέρα να δοκιμάσει το μεθύσι και την ευθυμία της μαριχουάνας;
-Θα τρελαθώ μου φαίνεται...
-Ε, κάντο αγαπητέ μου! Μπράβο, νιώσε άνετα, βγάλε έξω την τρέλα σου, ξέσπασε, πήδα, σπάσε, ξανασπάσε, φτερούγισε, ο κόσμος ανήκει στους τρελούς. Γιατί θέλεις να μείνεις ορθολογιστής σε αυτόν τον μονότονο, τον σκάρτο, κενό, μωρόπιστο, βλάκα και μαλάκα κόσμο;
-Μαμά, δε σε έχω ξανακούσει να μιλάς έτσι.. τι σε έπιασε;
-Τι με έπιασε; Σ' εκπλήσσω γιατί σ' έχουν διαπαιδαγωγήσει -όχι εγώ βέβαια- αλλά το σχολείο, οι παππάδες, οι φίλοι σου, ο πατέρας σου η τηλεόραση, ότι η μητέρα είναι μητέρα. Όλες οι άλλες είναι πουτάνες, εκτός από τη μάνα σου. Η μητέρα δεν είναι γυναίκα, όχι, είναι μια αγία... είναι κάτι με στοργή. Είναι ένα πράγμα ζεστό που νοιάζεται και ανησυχεί για τα παιδιά , για τον σύζυγό, για τη γάτα. Το στήθος της είναι μόνο για να γέρνεις πάνω του το κεφάλι σου και για να βγάζει από εκεί τα λεφτά όταν τα έχεις ανάγκη. Είναι μόνο για... "το βράδυ δε θα γυρίσω, άφησε το φαγητό στο τραπέζι, θα χρειαστώ κάνα κατοστάρικο"... "παράτα με ρε μανά κι έχω τα μπουρίνια μου". Το ξέρουμε δα ότι η αληθινή μάνα είναι αγνή, δε καπνίζει, δε λέει μαλακίες, μπαρντόν, δε λέει βρομόλογα, δεν βλαστημάει. .. δε χαίρεται τη ζωή... περιμένει.. δε κάνει έρωτα. Ικανοποιεί τις απαιτήσεις του νόμιμου αρσενικού, του πατέρα σου. Και το επίσημο αρσενικό, ο πατέρας σου. είναι στη φυλακή ή συζεί με άλλη γυναίκα εδώ και χρόνια, ποιος ξέρει που, αυτή τί κάνει; Η αγνή μητέρα περιμένει, υπομένει, φθείρεται, δέχεται το ρόλο της αγίας με ηρεμία... κατατρώει τα σωθικά της και πίνει τόνους χαμομήλι, κανένα ηρεμιστικό, αλλά δε πάει με κάποιον που της αρέσει στο κρεβάτι. Να σκάσει καλύτερα παρά να προσβάλει το γιο. Έτσι μπορεί ο γιος ήσυχος να κάνει τα κέφια του με τη σκέψη επαναπαυμένη ότι στο σπίτι υπάρχει πάντα μια αγνή μάνα με τον κρόταφό της πάντα έτοιμο να τον δεχτεί και με το στήθος φουσκωμένο από κατανόηση... αγωνία... κανένα μουρμουρητό, λίγη γρουσουζιά, αλλά η τρώγλη είναι πάντα έτοιμη να μας αγκαλιάσει... γιόκα μου. Έξω τρως ξύλο και κλωτσιές στον κώλο απ' όλους: απ' τους φίλους σου, από την γκόμενα, στο σχολείο, στο εργοστάσιο, στο κόμμα, ίσως μετά από, ποιος ξέρει πόσες, βρομοδουλειές σου... και μετά, μπορείς πάντα να έρχεσαι να σου γλείψουμε τις μελανιές από τις γροθιές. Και η μητέρα γλείφει, γιατρεύει, χαϊδεύει, ξαναγλείφει και κανείς δε λέει ποτέ: "για μια στιγμή βρε μάνα, μήπως κατά σύμπτωση έχεις κι εσύ τις μελανιές που σε καίνε να στις φροντίσουμε; "Μπα, ποιος δίνει δεκάρα γι αυτήν. Έπειτα, ένα ωραίο πρωινό ανακαλύπτεις ότι η χαζή με τον ζεστό μητρικό κόρφο στουμπώνει το στομάχι της με λίμπριουμ, βάλιουμ, καλμιντόλ, λιμπράξ, για να μην εκραγεί και ξεσπάσει σαν τρελή... κι εσύ θα πεις: "θα είναι η ηλικία, θα περνάει κλιμακτήριο". Όμως όταν δια μιας ανακαλύψεις ότι η μάνα - ζεστό στήθος, αγχωμένος στήθος- καπνίζει πίπες, χασίσι, μαριχουάνα.. τότε... Ω λαλά! Τι γκρεμοτσάκισμα για σένα! Τι σοκ!



"Η μαριχουάνα της μαμάς είνια πιο γλυκιά"