Τον Σεπτέμβριο θα γεννήσω το παιδί που δεν γεννήθηκε ποτέ. Θα ψάξω ανάμεσα στα «παραλίγο» και στα «πάρα τρίχα» και μόλις βρω τα γράμματα για τις λέξεις που θέλω θα σε ξορκίσω και μετά θα σε αφορίσω για πάντα. Έχω έναν διάχυτο πόνο στα σπλάχνα. Εκεί που ανοίγεται η τρύπα που κατοικούν όλες μου οι φοβίες και οι ανασφάλειες. Εκεί που, μάτια μου, ο πόνος χτίζει τη φωλιά του εις γνώσιν μου. Δεν είμαι ο πιο εύκολος άνθρωπος του κόσμου, αλλά θέλω να αγαπηθώ γι αυτό που είμαι. Κι αν δε πιστεύεις στο παράξενο και στο περίεργο, τότε δε θα με συναντήσεις ποτέ σου. Θέλω να κάνω έρωτα. Ούτε σεξ, ούτε γαμήσι, ούτε πήδημα. Θέλω να κάνω έρωτα. Να κοιτάζω τη ραχοκοκαλιά σου να τρέμει από μένα. Αυτό θέλω. Να σου χαϊδεύω την πλάτη ως που να κοιμηθείς. Να μιλάω απευθείας μέσα σου. Να κοιτάζω την άλω των ματιών σου και να αναρωτιέμαι πώς γίνεται και μετά τα τριάντα υπάρχει ακόμα αγνότητα. Θέλω δυο ευάλωτες στιγμές. Μια για σένα και μια για μένα για να τις ενώσουμε σε άλλη ζωή. Αφού τις έχουμε χωρίσει. Γιατί πρωτίστως όλοι αναζητούν τη μούσα του Πόνου κι ας μη το παραδέχεται ποτέ κανείς. Φόβος του ανωμάλου είναι. Σε ποιον να πεις «θέλω να με πονέσεις, να μου γαμήσεις την Ψυχή, θέλω να κλάψω για σένα, θέλω να συντηρούμαι με αντικαταθλιπτικά μέχρι να σε ξαναδώ, θέλω να σε νιώθω πάνω μου σαν καυτό σίδερο κι ας πονάω-να σε νιώθω πρώτα με νοιάζει, θέλω να αδυνατίσω μέχρι το πετσί μου, να κρύβομαι στην κάτω δεξιά γωνία του γραφείου μου πηγαίνοντας αυτιστικά μπρος πίσω από απόγνωση μέχρι να γυρίσεις, θέλω να χάσω τον χώρο μου, να χάσω τον χρόνο μου, θέλω να βγάζω άναρθρες κραυγές όμοιες με πληγωμένου ζώου ουρλιάζοντας, να μη θέλω να με ακούσει κανείς, θέλω να με ακούσεις εσύ, αλλά αν με λυπηθείς τη γάμησες…» και να μη σε πει ανώμαλο; Να μη σε κοιτάξει αποδοκιμαστικά; Να μη τον φοβίσεις; Μια φορά με είχες πει τρελή αλλά ξέρω πως ξέρεις πως ξέρω τη γνώση της απόγνωσης. Και ξέρεις πως ξέρω πως την ξέρεις κι εσύ. Μπορώ να σκληρύνω μόνο το δέρμα μου. Και τον τρόπο που κοιτάζω. Χρησιμοποιώ τη φωνή μου για να σε πείσω πόσο σκληρή μπορώ να γίνω. Και αν δεν παρατηρήσεις ποτέ τις αιμορραγίες μου μπορεί και να με πιστέψεις. Και να με εγκαταλείψεις. Και να ανήκεις σε αυτούς που ποτέ τους δε με έμαθαν. Αυτούς που χλευάζω όταν μου λένε «τόσα χρόνια δίπλα σου σε έμαθα». Τι καλά να μαθαίναμε τους ανθρώπους με τον χρόνο! Και τι καλά να μη μας εκδικούταν ο χρόνος όταν μετά από μια ζωή ανακαλύπτουμε πως ο άνθρωπος στο διπλανό μαξιλάρι παραμένει άγνωστος μέσα στα μυστικά του. Μαρμελάδα πάνω σε ψωμί μουχλιασμένο. Όλη η γλύκα της δηλητηρίασης πάνω σου. Να σε γλείφω κι ας ξέρω πως λίγο παρακάτω θα με βρει το πιο άδοξο τέλος που φαντάστηκα ποτέ μου. Δεν είμαι λυπημένη. Έχω πολλά μέρη να ακουμπήσω την αλυπη(τη)μένη μου διάθεση. Διάλεξα το δικό σου. Γιατί έτσι…
5.7.12
Weeping
Τον Σεπτέμβριο θα γεννήσω το παιδί που δεν γεννήθηκε ποτέ. Θα ψάξω ανάμεσα στα «παραλίγο» και στα «πάρα τρίχα» και μόλις βρω τα γράμματα για τις λέξεις που θέλω θα σε ξορκίσω και μετά θα σε αφορίσω για πάντα. Έχω έναν διάχυτο πόνο στα σπλάχνα. Εκεί που ανοίγεται η τρύπα που κατοικούν όλες μου οι φοβίες και οι ανασφάλειες. Εκεί που, μάτια μου, ο πόνος χτίζει τη φωλιά του εις γνώσιν μου. Δεν είμαι ο πιο εύκολος άνθρωπος του κόσμου, αλλά θέλω να αγαπηθώ γι αυτό που είμαι. Κι αν δε πιστεύεις στο παράξενο και στο περίεργο, τότε δε θα με συναντήσεις ποτέ σου. Θέλω να κάνω έρωτα. Ούτε σεξ, ούτε γαμήσι, ούτε πήδημα. Θέλω να κάνω έρωτα. Να κοιτάζω τη ραχοκοκαλιά σου να τρέμει από μένα. Αυτό θέλω. Να σου χαϊδεύω την πλάτη ως που να κοιμηθείς. Να μιλάω απευθείας μέσα σου. Να κοιτάζω την άλω των ματιών σου και να αναρωτιέμαι πώς γίνεται και μετά τα τριάντα υπάρχει ακόμα αγνότητα. Θέλω δυο ευάλωτες στιγμές. Μια για σένα και μια για μένα για να τις ενώσουμε σε άλλη ζωή. Αφού τις έχουμε χωρίσει. Γιατί πρωτίστως όλοι αναζητούν τη μούσα του Πόνου κι ας μη το παραδέχεται ποτέ κανείς. Φόβος του ανωμάλου είναι. Σε ποιον να πεις «θέλω να με πονέσεις, να μου γαμήσεις την Ψυχή, θέλω να κλάψω για σένα, θέλω να συντηρούμαι με αντικαταθλιπτικά μέχρι να σε ξαναδώ, θέλω να σε νιώθω πάνω μου σαν καυτό σίδερο κι ας πονάω-να σε νιώθω πρώτα με νοιάζει, θέλω να αδυνατίσω μέχρι το πετσί μου, να κρύβομαι στην κάτω δεξιά γωνία του γραφείου μου πηγαίνοντας αυτιστικά μπρος πίσω από απόγνωση μέχρι να γυρίσεις, θέλω να χάσω τον χώρο μου, να χάσω τον χρόνο μου, θέλω να βγάζω άναρθρες κραυγές όμοιες με πληγωμένου ζώου ουρλιάζοντας, να μη θέλω να με ακούσει κανείς, θέλω να με ακούσεις εσύ, αλλά αν με λυπηθείς τη γάμησες…» και να μη σε πει ανώμαλο; Να μη σε κοιτάξει αποδοκιμαστικά; Να μη τον φοβίσεις; Μια φορά με είχες πει τρελή αλλά ξέρω πως ξέρεις πως ξέρω τη γνώση της απόγνωσης. Και ξέρεις πως ξέρω πως την ξέρεις κι εσύ. Μπορώ να σκληρύνω μόνο το δέρμα μου. Και τον τρόπο που κοιτάζω. Χρησιμοποιώ τη φωνή μου για να σε πείσω πόσο σκληρή μπορώ να γίνω. Και αν δεν παρατηρήσεις ποτέ τις αιμορραγίες μου μπορεί και να με πιστέψεις. Και να με εγκαταλείψεις. Και να ανήκεις σε αυτούς που ποτέ τους δε με έμαθαν. Αυτούς που χλευάζω όταν μου λένε «τόσα χρόνια δίπλα σου σε έμαθα». Τι καλά να μαθαίναμε τους ανθρώπους με τον χρόνο! Και τι καλά να μη μας εκδικούταν ο χρόνος όταν μετά από μια ζωή ανακαλύπτουμε πως ο άνθρωπος στο διπλανό μαξιλάρι παραμένει άγνωστος μέσα στα μυστικά του. Μαρμελάδα πάνω σε ψωμί μουχλιασμένο. Όλη η γλύκα της δηλητηρίασης πάνω σου. Να σε γλείφω κι ας ξέρω πως λίγο παρακάτω θα με βρει το πιο άδοξο τέλος που φαντάστηκα ποτέ μου. Δεν είμαι λυπημένη. Έχω πολλά μέρη να ακουμπήσω την αλυπη(τη)μένη μου διάθεση. Διάλεξα το δικό σου. Γιατί έτσι…