1.3.12

Μάτια


Πέρασα από τη Βιβή σήμερα. Να της πω τα νέα μου. Μου χαμογέλασε και μου είπε πως κάποιο ρολόι έχασε ένα γρανάζι και ξεχαρβαλώθηκε και ο χρόνος κύλησε πολύ γρήγορα μέσα μου και μεγαλώνω με ταχύτατους ρυθμούς. Ήθελα να της φωνάξω “Είμαι έτοιμη!” αντ’ αυτού της είπα πως νομίζω πως σιγά σιγά ετοιμάζομαι. Δε ξέρω που θα βρίσκομαι αύριο. Δε ξέρω καν αν με χωράει αυτός ο τόπος. Θέλω να πιω μερικές συγνώμες για πρωινό για να τις κουβαλάω πάνω μου κάθε φορά που θα νιώθω πως πρέπει να τις πω. Έτσι δε θα έχω δικαιολογία πως δε κουβαλούσα μία πάνω μου γι αυτό δεν την είπα. Επίσης και μερικά δικαιώματα να πιω για να με ξεχνάω μέσα μου.  Μετά πέρασα από τη Ντίνα. Με ρώτησε αν θέλω ζεστό ή κρύο καφέ και της απάντησα με παγάκια. Πήρε και η Ρούλα τηλέφωνο και της έκανα πλάκα πως πήρε σε λάθος νούμερο και όταν με κατάλαβε πάτησε τα κλαμμενογέλια που είχε καιρό να με ακούσει. Κάτι για απουσίες είπαμε και κλείσαμε. Μου φαίνεται να ζω τη ζωή πάνω σε ένα θεατρικό σανίδι κάποιας φανταστικής ηρωίδας εμπνευσμένης από ένα αφάνταστο μυαλό. Δε με νοιάζει ο κόπος σου. Με νοιάζει που για άλλη μια φορά δε κατάφερες τίποτα. Πάρε το δισάκι σου και περπάτα. Και τώρα που, δε ξέρω αν το ξέρεις αλλά εδώ και τρείς ώρες και εννιά λεπτά μπήκε η Άνοιξη, μη ξεχάσεις να πολλαπλασιαστείς…

Στις έντεκα το 
πρωί είχε 
ήλιο και οκτώ 
βαθμούς κελσίου
 και χιόνιζε. 
Βγήκε ο ήλιος 
στις έντεκα και σαράντα 
και πριν 
ανέβω στον 
δεύτερο είχε ήδη 
αρχίσει η μπόρα...
Και η σιωπή
 πήγε
περίπατο 
διαρκείας...