19.3.12

Νάρκισσος

Άλλαξα το σπίτι μας. Μου. Μας. Στο μέσα δωμάτιο υπάρχει πια η εκπλήρωση των απωθημένων μου. Μερικά βιβλία τοποθετημένα με ευλάβεια το ένα δίπλα στο άλλο κατά ύψος και σημαντικότητα. Φύτεψα λουλούδια. Μεταφύτεψα και την αροκάρια και τη μπουκαμβίλια. Φύτεψα κάτι βολβούς με κίτρινα λουλούδια. Πολυχρωμάτισα τη ζωή μου και τώρα μπορώ να τη ζωγραφίσω. Βρίσκω μέσα μου ότι έχασα. Λίγο μαζί και λίγο χωρίς εσένα. Σπαταλάω κάτι τελευταία ξύλα του χειμώνα εις μνήμην εκείνου που έχασα. Ο κακός μου εαυτός με βάζει από κάτω και με ποδοπατάει. Με κάνει και κλαίω από λύπη και ειλικρινά κάνω κόπο να συνηθίσω την αποδοχή του. Φτωχοί εκείνοι που δε ξέρουν πως τον κουβαλούν. Και το ξέρω τώρα που το ανακάλυψα. Πόσο θα με μισούσες αν σήμερα κουβαλούσα όλα εκείνα που σε κράτησαν κοντά μου μέχρι το τέλος. Και πόσο θα με αγαπούσες παραπάνω αν δεν ήταν Άνοιξη. Θα αμπαλάρω της ζωή μου και θα σου την αφήσω έξω από την πόρτα του σπιτιού σου να τη μεγαλώσεις. Θα σου πω μόνο τα βασικά. Το όνομά μου και το ψευδώνυμό μου. Τα υπόλοιπα μπορείς να τα ανακαλύψεις με λίγο ψάξιμο κάτω από την κόκκινη κορδέλα μου. Μέσα στην ηλικία της ενηλικίωσης μου θα βρεις όλες τις απαντήσεις για τα κρυμμένα μυστικά που δεν υπάρχουν αλλά όλοι έχουν από ένα, οπότε θα έχω κι εγώ. Ένα που δε θα με ρωτήσεις ποτέ μου να σου πω. Είναι μυστικό, τα μυστικά δε λέγονται κι έτσι δε θα επιμένεις κι εγώ θα συνεχίσω να το μεγαλώνω μέσα μου ρίχνοντας σπόρο απραξίας και νερό φαντασίας. Το μυστικό μου θα μεγαλώνει κι εκείνο με μένα. Απέναντι από το σπίτι της εκκλησίας. Κι όταν πεθάνω θα του αφήσω ολόκληρη την κληρονομιά μου. Είναι το μόνο που έμεινε μαζί μου ως το τέλος και το αξίζει. Δε με πούλησε όταν έγινα άσχημη, ούτε όταν έχασα τα κιλά και τις καμπύλες μου, τότε. Έμεινε δίπλα μου και περίμενε υπομονετικά να στρογγυλέψω και πάλι. Ούτε όταν ο άντρας και η γυναίκα μέσα μου παλέψανε μέχρι να αλληλοεξοντωθούν, έφυγε. Ήταν εκεί. Όταν έμεινα χωρίς φύλο να σεργιανάω προς την κατεύθυνση του αέρα. Πιάνω το στόμα μου και πέφτω πάνω στην πληγή μου στο κάτω χείλος. Γλείφομαι και ματώνω. Δαγκώθηκα τις προάλλες και από τότε μου άφησε σημάδι. Θαυμάζω τα χείλη σου και τα φοράω κάθε φορά που τα δικά μου έχουν πληγές από δαγκωματιές. Συνήθως φόβου. Μερικές φορές και θυμού. Ή ανυπομονησίας. Αλλά οι πιο απολαυστικές είναι εκείνες οι φορές του πάθους. Μου αρέσει να διαβάζω το στόμα σου αλλά πάντα με τη δική μου φωνή, εσένα δε σε άκουσα ποτέ να διαβάζεις. Μου αρέσει να κοιτάζω έξω από το παράθυρο να κλέβω καθημερινότητες από καιρό δοσμένες αλλού. Παραχωρημένες είναι η σωστή λέξη. Σου παραχωρώ μερικές ζωές να με μάθεις καλύτερα κι έπειτα όποτε έχεις μου τις δίνεις και πάλι πίσω. Θεέ μου το τζάκι καίει και από το ενυδρείο λείπει ο Νότας, ο Διογένης, η Κατερίνα, ο Ιάκωβος και ο Μπόμπας. Έχω κενό. Κενό ζωής. Και δε μοιάζει με τα κενά μνήμης που είχα να αντιμετωπίσω μέχρι πρόσφατα. Η αμνησία μου υποχωρεί. Θα λύσω και πάζλ. Και αν δε τα καταφέρω δε πειράζει, θα έχω ασχοληθεί αρκετά με αυτό. Θα έχω εξασκήσει το μυαλό μου να θυμάται. Κι έτσι ίσως με πείσω πως δε θα σε ξεχάσω ποτέ…


Δε θα βρω τελικά
 Νάρκισσους να
φυτέψω φέτος 
κι έτσι
θα περιμένω
να φυτρώσουν
οι δικοί μου
στη γλάστρα
μαζί με τις
 τουλίπες
και τα
ζουμπούλια.







8.3.12

Στόμα

Υπάρχει ένα κενό. Ανάμεσα σε μένα και σε μένα. Το διανύω περπατώντας. Λέξεις. Πισωγυρίσματα. Ο χρόνος που τρέχει προς τα πίσω. Σημαντικότητες. Αδιαφορία. Ο Σεβασμός. Και η έλλειψή του. Τοξικά απόβλητα που χύνονται την κοίτη του πόσιμου νερού μου. Γίνομαι κι εγώ τοξική. Έτσι λένε τουλάχιστον αυτοί που νομίζουν πως ξέρουν πως είναι να πιάνεις κάποιον και να τον καις μέχρι να λιώσει. Δε ξέρεις τι εννοώ; Δε πειράζει θα σου δείξω το σημάδι στο σημείο που με έπιασες. Ξέρεις να μου πεις πως είναι να πίνεις μια γουλιά του Θερμαϊκού Κόλπου στην υγειά του χαιρέκακου χαρακτήρα σου; Σιγά μη ξέρεις… Έχασα τα παιχνίδι ευτυχώς πριν χάσω τον εαυτό μου. Μικρές μαριονέτες από ξύλο σκαλισμένες στο χέρι και μεταξωτά σχοινιά να κρέμονται από τα χέρια κάποιου επαγγελματία. Κάπως έτσι φαντάζουν ορισμένοι άνθρωποι μερικές φορές. Μέσα σε αυτούς κι εγώ. Έτσι για να μη λες πως έχω την χειρότερη άποψη για τους άλλους και την καλύτερη για τον εαυτό μου. Το ίδιο είμαστε. Ότι σε ενοχλεί πάνω μου το κουβαλάς. Ότι με ενοχλεί πάνω σου με αρμέγει. Όχι δεν είμαι καλύτερη από σένα. Δεν είμαι ούτε χειρότερη. Και ότι σημάδια κουβαλάς, είναι εκ γενετής. Άντε να μάθεις τι και πως κάθε φορά που ανακαλύπτεις κι ένα ακόμα. Αποσιωπώ την απουσία σου και κάθε νύχτα κλαίω στο πλευρό της. Μου έλειψε το σώμα σου. Εκείνη η καμπύλη στη λεκάνη σου όταν κοιμόσουν σε εμβρυική θέση. Μου λείπει το χέρι μου γύρω από τη μέση σου, μου λείπει η παλάμη μου μέσα από το εσώρουχό σου την ώρα που ονειρεύεσαι. Μου λείπουν κάτι ήχοι ονείρου. Και πάνω από όλα μου λείπει εκείνη η γαμημένη έμπνευση της εμπιστοσύνης και της ασφάλειας. Θα φύγω. Αλήθεια, θα πάρω τα μάτια μου και θα φύγω. Θα πάω εκδρομή στην αρχή της πρώτης συνάντησης. Κι όταν με ξεκουφάνεις με τα μεγάλα λόγια σου θα βολτάρω ακόμα πιο πίσω στην στιγμή μερικά δεύτερα πριν σε αναπνεύσω. Δίνω και παίρνω ανταλλάσσοντας τα πάντα με γλυκανάλατες στιγμές-κάτοικοι τις πιο παρδαλής ουτοπίας. Απογοήτευση. Συγχώρεση. Κούρνιασμα. Φόβος. Φόβος. Φόβος. Φόβος. Φόβος. Φόβος. Φόβος. Φόβος………

Με 
θέλεις,
χωρίς  
photography

1.3.12

Μάτια


Πέρασα από τη Βιβή σήμερα. Να της πω τα νέα μου. Μου χαμογέλασε και μου είπε πως κάποιο ρολόι έχασε ένα γρανάζι και ξεχαρβαλώθηκε και ο χρόνος κύλησε πολύ γρήγορα μέσα μου και μεγαλώνω με ταχύτατους ρυθμούς. Ήθελα να της φωνάξω “Είμαι έτοιμη!” αντ’ αυτού της είπα πως νομίζω πως σιγά σιγά ετοιμάζομαι. Δε ξέρω που θα βρίσκομαι αύριο. Δε ξέρω καν αν με χωράει αυτός ο τόπος. Θέλω να πιω μερικές συγνώμες για πρωινό για να τις κουβαλάω πάνω μου κάθε φορά που θα νιώθω πως πρέπει να τις πω. Έτσι δε θα έχω δικαιολογία πως δε κουβαλούσα μία πάνω μου γι αυτό δεν την είπα. Επίσης και μερικά δικαιώματα να πιω για να με ξεχνάω μέσα μου.  Μετά πέρασα από τη Ντίνα. Με ρώτησε αν θέλω ζεστό ή κρύο καφέ και της απάντησα με παγάκια. Πήρε και η Ρούλα τηλέφωνο και της έκανα πλάκα πως πήρε σε λάθος νούμερο και όταν με κατάλαβε πάτησε τα κλαμμενογέλια που είχε καιρό να με ακούσει. Κάτι για απουσίες είπαμε και κλείσαμε. Μου φαίνεται να ζω τη ζωή πάνω σε ένα θεατρικό σανίδι κάποιας φανταστικής ηρωίδας εμπνευσμένης από ένα αφάνταστο μυαλό. Δε με νοιάζει ο κόπος σου. Με νοιάζει που για άλλη μια φορά δε κατάφερες τίποτα. Πάρε το δισάκι σου και περπάτα. Και τώρα που, δε ξέρω αν το ξέρεις αλλά εδώ και τρείς ώρες και εννιά λεπτά μπήκε η Άνοιξη, μη ξεχάσεις να πολλαπλασιαστείς…

Στις έντεκα το 
πρωί είχε 
ήλιο και οκτώ 
βαθμούς κελσίου
 και χιόνιζε. 
Βγήκε ο ήλιος 
στις έντεκα και σαράντα 
και πριν 
ανέβω στον 
δεύτερο είχε ήδη 
αρχίσει η μπόρα...
Και η σιωπή
 πήγε
περίπατο 
διαρκείας...