Άλλαξα το σπίτι μας. Μου. Μας. Στο μέσα δωμάτιο υπάρχει πια η εκπλήρωση των απωθημένων μου. Μερικά βιβλία τοποθετημένα με ευλάβεια το ένα δίπλα στο άλλο κατά ύψος και σημαντικότητα. Φύτεψα λουλούδια. Μεταφύτεψα και την αροκάρια και τη μπουκαμβίλια. Φύτεψα κάτι βολβούς με κίτρινα λουλούδια. Πολυχρωμάτισα τη ζωή μου και τώρα μπορώ να τη ζωγραφίσω. Βρίσκω μέσα μου ότι έχασα. Λίγο μαζί και λίγο χωρίς εσένα. Σπαταλάω κάτι τελευταία ξύλα του χειμώνα εις μνήμην εκείνου που έχασα. Ο κακός μου εαυτός με βάζει από κάτω και με ποδοπατάει. Με κάνει και κλαίω από λύπη και ειλικρινά κάνω κόπο να συνηθίσω την αποδοχή του. Φτωχοί εκείνοι που δε ξέρουν πως τον κουβαλούν. Και το ξέρω τώρα που το ανακάλυψα. Πόσο θα με μισούσες αν σήμερα κουβαλούσα όλα εκείνα που σε κράτησαν κοντά μου μέχρι το τέλος. Και πόσο θα με αγαπούσες παραπάνω αν δεν ήταν Άνοιξη. Θα αμπαλάρω της ζωή μου και θα σου την αφήσω έξω από την πόρτα του σπιτιού σου να τη μεγαλώσεις. Θα σου πω μόνο τα βασικά. Το όνομά μου και το ψευδώνυμό μου. Τα υπόλοιπα μπορείς να τα ανακαλύψεις με λίγο ψάξιμο κάτω από την κόκκινη κορδέλα μου. Μέσα στην ηλικία της ενηλικίωσης μου θα βρεις όλες τις απαντήσεις για τα κρυμμένα μυστικά που δεν υπάρχουν αλλά όλοι έχουν από ένα, οπότε θα έχω κι εγώ. Ένα που δε θα με ρωτήσεις ποτέ μου να σου πω. Είναι μυστικό, τα μυστικά δε λέγονται κι έτσι δε θα επιμένεις κι εγώ θα συνεχίσω να το μεγαλώνω μέσα μου ρίχνοντας σπόρο απραξίας και νερό φαντασίας. Το μυστικό μου θα μεγαλώνει κι εκείνο με μένα. Απέναντι από το σπίτι της εκκλησίας. Κι όταν πεθάνω θα του αφήσω ολόκληρη την κληρονομιά μου. Είναι το μόνο που έμεινε μαζί μου ως το τέλος και το αξίζει. Δε με πούλησε όταν έγινα άσχημη, ούτε όταν έχασα τα κιλά και τις καμπύλες μου, τότε. Έμεινε δίπλα μου και περίμενε υπομονετικά να στρογγυλέψω και πάλι. Ούτε όταν ο άντρας και η γυναίκα μέσα μου παλέψανε μέχρι να αλληλοεξοντωθούν, έφυγε. Ήταν εκεί. Όταν έμεινα χωρίς φύλο να σεργιανάω προς την κατεύθυνση του αέρα. Πιάνω το στόμα μου και πέφτω πάνω στην πληγή μου στο κάτω χείλος. Γλείφομαι και ματώνω. Δαγκώθηκα τις προάλλες και από τότε μου άφησε σημάδι. Θαυμάζω τα χείλη σου και τα φοράω κάθε φορά που τα δικά μου έχουν πληγές από δαγκωματιές. Συνήθως φόβου. Μερικές φορές και θυμού. Ή ανυπομονησίας. Αλλά οι πιο απολαυστικές είναι εκείνες οι φορές του πάθους. Μου αρέσει να διαβάζω το στόμα σου αλλά πάντα με τη δική μου φωνή, εσένα δε σε άκουσα ποτέ να διαβάζεις. Μου αρέσει να κοιτάζω έξω από το παράθυρο να κλέβω καθημερινότητες από καιρό δοσμένες αλλού. Παραχωρημένες είναι η σωστή λέξη. Σου παραχωρώ μερικές ζωές να με μάθεις καλύτερα κι έπειτα όποτε έχεις μου τις δίνεις και πάλι πίσω. Θεέ μου το τζάκι καίει και από το ενυδρείο λείπει ο Νότας, ο Διογένης, η Κατερίνα, ο Ιάκωβος και ο Μπόμπας. Έχω κενό. Κενό ζωής. Και δε μοιάζει με τα κενά μνήμης που είχα να αντιμετωπίσω μέχρι πρόσφατα. Η αμνησία μου υποχωρεί. Θα λύσω και πάζλ. Και αν δε τα καταφέρω δε πειράζει, θα έχω ασχοληθεί αρκετά με αυτό. Θα έχω εξασκήσει το μυαλό μου να θυμάται. Κι έτσι ίσως με πείσω πως δε θα σε ξεχάσω ποτέ…
Δε θα βρω τελικά
Νάρκισσους να
φυτέψω φέτος
κι έτσι
θα περιμένω
να φυτρώσουν
οι δικοί μου
στη γλάστρα
μαζί με τις
τουλίπες
και τα
ζουμπούλια.