Συνάντησα την εγκατάλειψη ανάμεσα στις έξι και στις έξι και μισή σήμερα το απόγευμα στα μισοπεθαμένα μου λουλούδια, στην σκόνη των επίπλων, σε κάτι χνούδια κάτω από της σκάλα, στις στάχτες μέσα στο τζάκι και στη λερωμένη λεκάνη της τουαλέτας. Έβρασα νερό στο καζάνι και το έχυσα με φόρα στον αέρα. Εντάξει. Όλα κάηκαν. Είναι καθαρά τώρα.
Ο χρόνος μετράει αντιστρόφως αντίστροφα. Οδηγώ με την πλάτη με ταχύτητα εκατό χιλιομέτρων την ώρα και με πιάνει τάση για εμετό. Τα δέντρα βγάζουν πόδια και απομακρύνονται μαζί με κάτι εργοστάσια κι εγώ εντυπωσιάζομαι που προτιμούν τα εργοστάσια από μένα. Εθισμένα σε δακρυγόνα και καυσαέριο πεθαίνουν όταν εισπνέουν τη βροχή μου και φοβούνται. Η ζωή κυλάει σε fast forward αλλά προς τα πίσω ακόμα και αν αυτό ακούγεται αδύνατο να συμβεί κι όμως συμβαίνει στην χώρα των θαυμάτων της Αλίκης που βρέθηκα χωρίς παραισθησιογόνα. Στον άσπρο μου λαιμό χτυπάει μια φλέβα που δεν είχα αντιληφθεί πως υπάρχει όλη μου τη ζωή εκεί. Ακολουθεί το ρα-πα-παμ-παμ των προηγούμενων ημερών και μιλάει με ποιητικό λόγο και λέει κάτι για προδοσία-έρωτα-φεύγα-τέλος-αρχή-αρχή-τέλος. Μη κατανεμημένες λέξεις τοποθετημένες άτακτα που αν τις βάλω τη μία δίπλα στην άλλη κάθε φορά με διαφορετική σειρά, βγάζουν τα πιο ακατανόητα νοήματα που μόνο το α-νοητό μυαλό μου μπορεί να καταλάβει. Προδοσία- τέλος-φεύγα-αρχή- αρχή-τέλος-έρωτα. Ή προδοσία-αρχή-έρωτα-τέλος-φεύγα-αρχή-τέλος. Αρχή- έρωτα-τέλος-προδοσία-φεύγα-τέλος-αρχή. Έρωτα-αρχή-τέλος-αρχή-φεύγα-τέλος-προδοσία. Και μπορώ κι άλλα αλλά θα μείνουν ανείπωτα. Δυο φορές πρόδωσα τη βροχή κι έφυγα. Μία όταν έφυγα και μία όταν έφυγα. Δεν είχα άλλη επιλογή. Και ξαναγυρίζω. Πάντα θα ξαναγυρίζω. Ούτε σε αυτό έχω επιλογή. Το κατάλαβα όταν ο αέρας είχε γεύση καλωδίου της ΔΕΗ και αίσθηση καμένης σάρκας. Δε τόλμησα να απλώσω το χέρι μου να σε αγγίξω˙ φοβόμουν τα κάγκελα του αέρα που με φυλάκιζαν και με κρατούσαν από πίσω. Είμαι πιο ψεύτρα από τη δειλία μου και πιο δειλή από το ψέμα μου. Εκείνο που πλάθω για να ονειρευτώ όταν κοιμηθώ. Δε τελείωσε. Όλα τώρα αρχίζουν. Σε μια αρχή που δε θα είναι σαν τα χρώματα της Δύσης αλλά της Ανατολής. Όχι δεν είναι τα ίδια. Εγώ τις νύχτες γίνομαι ήχος και μόνο τη μέρα γίνομαι άνθρωπος. Και μην ακούς αυτά που σου είπα άλλες φορές, το πριν είναι πριν και το μετά είναι μετά. Το τώρα όμως είναι Ενεστώτας. Αδιαπραγμάτευτο. Ξηλώνω αυτιστικά το φερμουάρ από τις παλιές μου μπότες κι γίνομαι η ίδια χρόνος μπαίνοντας μέσα στον χρόνο διαπιστώνοντας πόσο αλλιώς είναι να μετράς τον χρόνο από το να είσαι χρόνος. Τον ταΐζω ζαχαρόνερο με το κουτάλι της σούπας και όταν ο χρόνος μου τελειώνει τον ρωτάω «θες κι άλλο χρόνε;» αλλά εκείνος βαριέται εύκολα, μου ξινίζει τη μούρη του-μου ξινίζω τη μούρη μου- του ξινίζω τη μούρη μου- και συνεχίζει.
-Τέρμα οι πόρτες. Παίζουμε φεύγα;
-Πώς παίζεται;
-Είναι ένα παιχνίδι που σου μαθαίνει να φεύγεις σωστά ενώ ταυτόχρονα σου μαθαίνει πώς να σταματήσεις το φευγιό του άλλου που δε θες να φύγει.
-Δείξε μου.
-Πρέπει να πάω τα πούλια μου από εδώ-εδώ, από εδώ-εδώ και από εδώ-εδώ. η στρατηγική είναι να έχεις σχέδιο στον πόλεμο του φευγιού. Δεν πρέπει να με αφήσεις να προσπελάσω το οχυρό σου γιατί θα σου φύγω, και κάθε φορά που θα το κάνω θα πρέπει να έχεις εναλλακτικό σχέδιο να μου κλείσεις τις πόρτες για να μείνω πίσω.
-Πίσω από τις κλειστές πόρτες;
-Ακριβώς.
-Τι άλλο πρέπει να κάνω;
-Να βρεις τον σωστό τρόπο για να φύγεις.
-Να σε κρατάω πίσω και ταυτόχρονα να φεύγω;
-Ακριβώς!
-Γιατί να το κάνω αυτό;
-Για να έχεις την ικανοποίηση πως έφυγες πρώτα εσύ.
-Εγωισμός;
-Ναι μερικές φορές ναι.
-Τις άλλες;
-Τις άλλες παγίδα.
-Παγίδα;
-Ναι. Να σε αφήσω να φύγεις και να σε κάνω να πιστέψεις πως φεύγεις και τα καταφέρνεις δίχως άλλο, με σκοπό να μου ανοίξεις τις πόρτες για να μπορώ κι εγώ να φύγω πιο εύκολα. Και ίσως σε προσπεράσω και φύγω πρώτη εγώ.
-Κοροϊδία.
-Στρατηγική.
-Εγωισμός.
-Πόλεμος.
-Πάμε παρτίδα;
-Πάμε.
-...
-Έχασες.
-Τι σημαίνει αυτό;
-Ότι δε ξέρεις να φεύγεις.
-Εσύ ξέρεις;
-Έτσι φαίνεται. Δε το απέδειξα;
Μαλακίες. Μαλακίες εντυπωσιασμού. Ποτέ δεν ήξερα να φεύγω. Πάντα έμενα πίσω και περίμενα. Όταν έφευγα γινόταν επειδή βαριόμουν να περιμένω. Αυτό δεν είναι φευγιό. Αυτό είναι «πιάστηκε ο κώλος μου και σηκώνομαι». Όσες φορές έφυγα, έφυγα βίαια. Άκομψα. Ούτε αυτό σημαίνει «ξέρω να φεύγω» αυτό είναι γκρέμισμα. Κι έπειτα ένα βίαιο συναίσθημα αποκλήρωσης. Μη με κοιτάς. Δεν έχω σπίτι, δεν έχω ζωή να τη βάλω κάπου. Εξάρχεια, Ομόνοια, Καλαμαριά, Πλαγίαρι, Ντεπό, ΣταθμόςΛαρίσης, Φάρος, Καραμπουρνάκι, Νέοι Επιβάτες, Κρήνη, Εύοσμος, Αιγάλεω, Χαϊδάρι, Γ’ Σώσμα Στρατού, Ευζώνων, Μοναστηράκι, Θησείο, Αναφιώτικα, Λουτρό των Ανέμων-τοίχος,Βασ. Γεωργίου-Πρόσκοποι, Μαρτίου, Άνω Περαία, Ωραιόκαστρο, Επανομή, Αττάλειας, Ιερά Οδός, Καβάλας, Νεραϊδόκοσμος, Μπούρτζι, Belvedere, Παλαμήδι, Δύο χιλιάδες επτά, δύο χιλιάδες οκτώ, δύο χιλιάδεςέντεκα και βουρ για το δώδεκα. Εκεί κατοικεί η ζωή μου. Σ’ εκείνα τα παγκάκια παρέα με άλλες ξεσπιτωμένες, απόκληρες, άστεγες ζωές, απολυμένες και στοιχισμένες η μία πίσω από την άλλη στην ουρά για το επόμενο παγκάκι. Όπου άστεγος και το παγκάκι του. πώς να απλώσω το χέρι μου να σου γυρέψω ψιλά για δυο τσιγάρα; Έχω ένα κάλπικο μονόευρω αλλά δε το παίρνει κανείς. Έχει αξία δύο δραχμές˙ ίσα ίσα τα έξοδα παραχάραξης. Το κουβαλάω από το δύο χιλιάδες τέσσερα από τότε που κοροϊδεύτηκα και το πήρα για αληθινό και νόμιζα πως ερωτεύτηκα. Και είχα να ερωτευτώ από το χίλια εννιακόσια ενενήντα εννιά. Ήταν πουστιά, γιατί για πέντε χρόνια ζούσα μέσα στην απελπισμένη σκιερή περιπλάνηση. Δεν ερωτεύτηκα. Έτσι νόμιζα. Ερωτεύτηκα παράφορα το δύο χιλιάδες οκτώ. Μετά από εννιά χρόνια. Εννιά χρόνια ευνουχισμένων αισθημάτων. Και ήταν δύο επανωτές. Τι σκληρό… Η ζωή με πάει προς Λιανοκλάδι και από εκεί Αλεξανδρούπολη κι έπειτα Ορεστιάδα και τα δέντρα τρέχουν κι εγώ θέλω τσιγάρο και η όπισθεν μου καίγεται, τα τούνελ σκοτεινιάζουν, οι ήχοι γίνονται σαν εμένα όταν σκοτεινιάζει, το νερό είναι σκατά, το καπάκι δεν είναι κλειστό, και μυρίζει προπέρσινη μούχλα. Τα μολύβια μου σώθηκαν, πήρα στυλό και αν δε σωθεί το μελάνι του δε πρόκειται να σταματήσω, το νερό μου έγλυψε τον οισοφάγο μου κι έχω γεύση χώματος στον ουρανίσκο και λίγο φετινό φρέσκο λάδι- δε μου αρέσουν τα ξινά σου λέω, δε μου αρέσουν! Πες του μπλιάχ του chef- και μια βδομάδα που πέρασε που την έζησα όλη με μόνη παρέα τον άλλο μου εαυτό…
Περπατάω πάνω σε τακούνια και νιώθω να απεγκλωβίζω τα Χριστούγεννα κι έπειτα να τα κάνω μπάλες από φελιζόλ κόκκινες και χρυσαφί που πρώτα θα πεθάνω εγώ κι έπειτα εκείνες. Έτσι είχαμε συμφωνήσει˙ γι’ αυτό διάλεξα αυτές από τις γυάλινες. Και τώρα πια δε πεθαίνουν κι έτσι είμαι καταδικασμένη να θυμάμαι κάθε Χριστούγεννα που πέρασα μαζί τους. Περιμένω να βρω λεφτά, να αγοράσω καινούριες, να στείλω τις παλιές δώρο σε κάποιον που έχει δέντρο αλλά δεν έχει μπάλες. Ανώνυμο δώρο σε κάποιον ανώνυμο που η δική μου αχαριστία θα τον κάνει ευτυχισμένο. Θα γράψω σε ένα χαρτάκι πως κουβαλάνε την κατάρα του αθάνατου και πως δε μπορείς μέσα τους να δεις τον εαυτό σου όπως τις γυάλινες αλλά υπόσχομαι πως θα κρατήσουν για χρόνια. Πάνω από δέκα. Όσα και τα χρόνια της φετινής μου ζωής. Έκανα ένα ταξίδι μεγάλο με την όπισθεν και είχα την αίσθηση πως ο χρόνος κύλισε μερικές ώρες προς τα πίσω και πως όσο περνούσαν τα λεπτά τόσο επέστρεφα στην αρχική μου κατάσταση. Μια κύστη μέσα μου μεγαλώνει αλλά δεν είναι συμπαγής αλλά δεν είναι και μη συμπαγής. Παίζει μαζί μου σαν παιδί πέντε χρονών και την κοιτάζω με απορία και θλίψη να μου λέει "ζήλια ζήλια, πιάσε με αν μπορείς, δε μπορείς να με πιάσεις, πιάσε με αν μπορείς, δε μπορείς, δε μπορείς" και κάπου μέσα μου αιμορραγώ αλλά δε μπορώ να εντοπίσω σε ποιο σημείο κι έτσι αποσιωπώ τον πόνο και την εσωτερική μου φωνή και ουρλιάζω με σιωπή και ακούγομαι τόσο δυνατά που σπάνε τα τύμπανά μου και μέχρι χτες τα ξημερώματα έψαχνα έναν ωτορινολαρυγγολόγο αλλά όταν τον βρήκα μου κοίταξε τον λαιμό και όχι τ’ αυτιά -συγνώμη; Μίλησε κανείς; Κάτι λες τώρα εσύ αλλά εγώ δεν ακούω. Μη μιλάς. Δεν έχω τύμπανα δεν ακούω. Μη μιλάς. Ακόμα και χωρίς τύμπανα δεν αντέχω να σε νιώθω να μιλάς. Οι λέξεις σου γίνονται δηλητηριώδη κεντριά θανατηφόρων μελισσών και με πεθαίνουν. Αν θες άσε με να ζήσω, να ζήσω όμως, ακόμα και αν αυτό σημαίνει να πεθάνω χορεύοντας το πιο ασυνήθιστο tango. Άσε με να φύγω πάνω σε μια φιγούρα του TangoNotturnoκαι αποχαιρέτα με, με τα βλέφαρα. Θα ξημερωθώ σε κάποιο παγκάκι σε κάποια άλλη ζωή χωρίς μνήμη να προσπαθήσω να ζήσω από την αρχή ξαναγεννημένη πάνω σε ξύλα βαμμένα κόκκινα σε κάποιο πάρκο κοντά σε κάποια πλατεία της Φλωρεντίας. Θα μιλάω Ελληνικά στα Ιταλικά και ίσως τελικά καταλήξω έτσι να γίνω κατανοητή στο πιο απρόσωπο νου της ύπαρξης. Κάθε φορά που πιάνω το στήθος μου ακούω ένα ρυθμικό ρα-πα-πα-παμ και παίζω τον μικρό τυμπανιστή με τους χτύπους της καρδιά μου. Μπορώ να πιάσω τις νότες σκαρφαλώνοντας τις οκτάβες μία μία και όλο πίσω λίγο πριν τσακιστώ από το πεντάγραμμο. Θα είναι η στιγμή λίγο πριν μαυρίσει η εικόνα του ειδώλου σου απέναντι και θα σου πω και πάλι "μη μιλάς" αλλά θα είναι λίγο πριν σωριαστώ και όχι επειδή δεν έχω τύμπανα να σε ακούω. Άλλωστε σε λίγο θα κάνω δικά μου εκείνα του μικρού τυμπανιστή. Δε καταλαβαίνεις και πολλά ε; Ούτε κι εγώ. Ας είναι…
Δε πρόκειται να καταλάβεις τίποτα από τον εαυτό μου γιατί με ανακάτεψα και δε βγάζει κανείς νόημα. Ούτε κι εγώ. Το έκανα επίτηδες για να ξεγελάσω το αγγιχτό μου σώμα. Το μυαλό μου είναι ένα παγόβουνο κι εγώ πρέπει να εξερευνήσω τα πάντα εκτός από την κορυφή του συνειδητού μου νου. Ασπρίζω τα μαλλιά μου όταν οι περισσότεροι πάνε και τα βάφουν για να καλύψουν τα λευκά. Εγώ δε τα βάφω. Τα ασπρίζω από μόνη μου. Μερικές ένοχές ήρθαν για καλημέρα σήμερα κι εγώ γύρισα τον κώλο μου γιατί δεν έχω άλλη τροφή γι αυτές, με κατάπιαν με μεγάλες μπουκιές εδώ και κάμποσο καιρό και τώρα νιώθω ενοχές που δεν έχω να ταΐσω τις ενοχές μου. Κάνω πως δε βλέπω. Κάνω πως δεν ακούω. Επίσης με μεγάλη επιτυχία κάνω και πως δε νιώθω. Προσβολές εκσφενδονισμένες προς πάσα κατεύθυνση με πολλά θύματα μαχητικού και άμαχου πληθυσμού κατακρεουργούν την αλλόκοτη προσωπικότητά μου και βράζω στο ζουμί μου με μερικά λαχανικά και δυο κύβους που μου έμαθε να φτιάνω μόνη μου κάποια ανώνυμη υπόσταση. Εγώ αρνούμαι ότι αρχίζει από χι. Όπως τα Χριστούγεννα ας πούμε. Και μετά τις εικοσιπέντε θα αρνηθώ ότι αρχίζει από πι. Όπως την Πρωτοχρονιά. Έκανα συμφωνία κι έτσι δε θα μεγαλώσω και θα μείνω στα τριάντα δύο και τα τριάντα τρία θα τα κλείσω του χρόνου. Κερδίζω χρονιά, τη χρονιά που πέρασε, που εγώ έτρωγα εμένα και οι άλλοι εμένα. Ξέμεινα από κύτταρα. Τώρα θα ρίξω και λίγο ρύζι και να δεις πόσο νόστιμη θα γίνω μέσα στο ζουμί με τους κύβους. Έτσι θα με φας με μεγαλύτερη απόλαυση. Και χωρίς τύψεις. Μόνη μου βράζω. Και μόνη μου αυξομειώνω τη φωτιά. Βγάζω το καμένο χέρι μου από το βραστό νερό και κατεβάζω τη φωτιά από το εννιά το επτά. Πήρα την πρώτη βράση μου και τώρα μπορώ να σιγομαγειρευτώ για να βγάλω όλα τα ζουμιά μου και να δέσω σε χαμηλή φωτιά με τη φωτιά. Θα άναβα το τζάκι αλλά δεν έχω πολλά ξύλα και τα χρειάζομαι για τις στιγμές που το βλέμμα μου παγώνει. Θα σου μιλήσω πάλι όταν πεθάνω και δε θα φοβάμαι. Δε θα τρέμω πια.
Είμαι ρακοσυλλέκτης αναμνηστικών πεδίων. Φοράω σκούφο και γάντια χωρίς δάχτυλα για να κοιμηθώ. Είμαι μία από τους είκοσι χιλιάδες Έλληνες που ζουν στον δρόμο. Ψάχνω στα σκουπίδια των σπιτιών για να κορέσω την πεινασμένη μνήμη μου. Κάτι αναμνηστικά βρώσιμο. Πιάνω το ξύλο που έκλεψα από έναν άστεγο κουτσό για να στηρίζω το κορμί μου, ψάχνω στους κάδους των άχρηστων αναμνήσεων πριν περάσει το σκουπιδιάρικο, δε βρίσκω κάτι να θρέψω το μυαλό μου και σέρνομαι από μνημονική ασιτία. Πεινάω και ψάχνω καλές στιγμές να τις μαγειρέψω να κάνω μαγειρικά θαύματα και βρίσκω μόνο κάτι ξεχασμένες θύμησες να τριγυρίζουν άστεγες μέσα στη χαοτικότητα του μυαλού μου. Μοιάζουν συνάδελφοι ρακοσυλλέκτες. Πάω να τις πλησιάσω μα χάνονται. Καίω κάτι σκουπίδια σε βαρέλι και τηγανίζω κάτι εναπομείναντες σκέψεις και τις καλώ για φαγητό αλλά με απαξιώνουν. Φοβάμαι χωρίς αυτές και ο φόβος μου με κρατάει ζωντανή. Κάνω πως τις απαξιώνω κι εγώ αλλά τις κοιτάω με την άκρη του ματιού μου και αλληθωρίζω. Περιμένω να τρέξουν πίσω μου αλλά κρίνω από τον εαυτό μου και απογοητεύομαι. Μένω εκτός ορίων και κρυώνω. Η μύτη μου τρέχει αίμα και σκουπίζομαι με το μανίκι μου. Πεινάω και καταλήγω να τρώω τον εαυτό μου ξεκινώντας από το συκώτι. Γεμίσω σίδηρο και σκουριάζω από την υγρασία. Μετά τρώω τη σπλήνα μου. Και αφού με φάω ολόκληρη αφήνω για το τέλος το γεμάτο στομάχι μου μπας και χορτάσω και τελικά δεν έχω που να αποθηκεύσω την τροφή μου και εξαϋλώνομαι. Μετά φυτρώνω στο χώμα σαν από θαύμα και τις νύχτες είμαι ρακοσυλλέκτης και τη μέρα τίποτα. Τις νύχτες στέκομαι όρθια με τα χέρια απλωμένα στη φωτιά που καίγονται και αυτά και τώρα εκτός από πόδια δεν έχω και χέρια. Αλλά να σου πω κάτι; Κουράστηκα τα άκρα. Έχω και μέση. Και θα ζήσω εκεί…
we locked our self inside.
the clown was out of control.
he stood there with his knife,
but we had spoons and fire.
before he came to us,
he went to a house of mirrors.
his face, he painted white.
he came while no one knew him.
kill the clown.
he's so unfair.
his eyes were blue and green.
his mouth was red and yellow.
we opened up the door
and ran outside to fight him.
kill the clown.
he's so unfair.
let him die.
Έχει σύννεφα έξω που μοιάζουν να βγάζουν χέρια για να πάρουν κάτι δικό μου. Ότι είχα να δώσω το έδωσα και τώρα σκέφτομαι πως θα μεγαλώσω άλλον έναν χρόνο. Θα ήθελα να γινόμουν μικροσκοπική φέτος και να βρισκόμουν ανάμεσα στη σκόνη που βρίσκεται σε όλα μου τα έπιπλα συσσωρευμένη και ακατάστατη. Τα Χριστούγεννα έχουν άλλο χρώμα φέτος και όχι δε θα γκριζάρω τα Χριστούγεννα, ίσως είναι τα τελευταία μου. Μη κοιτάς που μπορεί να μην έχει δέντρο, ούτε λαμπάκια, ούτε στολίδια ούτε χρυσόσκονες. Θα έχει παρουσία εαυτού. Χτες είδα στον ύπνο μου κάτι ουρλιαχτά που έσπαγαν τους τοίχους για να απεγκλωβιστούν και να βγουν έξω από το σπίτι. Έμοιαζαν με μαύρο σύννεφο βροχής με φωνή. Με το που σηκώθηκα αποφάσισα να τα απεγκλωβίσω και να τα αφήσω να απελευθερωθούν. Ξύπνησα γύρω στο δύο χιλιάδες οκτώ σε μια συνηθισμένη μέρα ενός ρεπό μου. Άνοιξα τα μάτια μου κι άνοιξα όλα τα παράθυρα και τις μπαλκονόπορτες στις αρχές του χειμώνα ενώ δεν έχω θέρμανση και έβλεπα τα σύννεφα στο παρόν μου να ορμούν έξω από το σαλόνι, την κρεβατοκάμαρα και το γραφείο. Ειδικά από το γραφείο. Ήταν κλειστό για μέρες, είναι το πιο βορινό δωμάτιο και μου έκλεβε τη θερμότητα από το τζάκι μου. Άνοιξα τα πατζούρια και τη μπαλκονόπορτα. Ακόμα και το παραλληλόγραμμο μικρό παράθυρο άνοιξα που είναι ένα από τα παράθυρα που θα μου λείψουν αν φύγω από αυτό το σπίτι. Είναι το πιο περίεργο παράθυρο που είδα ποτέ μου. Είναι μια τέχνη από μόνο του. Βγήκαν ουρλιαχτά και μπήκε φως. Περίεργο, μου άρεσε το φως για πρώτη φορά μετά από χρόνια. Μου αρέσει το σκοτάδι, ερωτεύομαι τη νύχτα σχεδόν από την αρχή κάθε φορά που ο ήλιος δύει. Είμαι Φεγγάρι. Όχι Ήλιος. Δεν θα ψάξω παραπάνω το γιατί. Έβγαλα ένα ‘‘Επειδή’’ από το συρτάρι μου και το ονόμασα συννεφιά και με κάλυψε. Έβαλα σκούπα σήμερα. Και ξεσκόνισα. Και σφουγγάρισα. Και έκανα κοτόσουπα γιατί έτσι ήθελα κι ας είχα κάτι γίγαντες στο ψυγείο που μου πέτυχαν σε γεύση. Έθεσα σε λειτουργία τη φαντασία μου εκείνη τη μέρα κι έβαλα μανιτάρια και φέτα. Αλλά σήμερα έκανα κοτόσουπα. Για δέκα άτομα. Έτσι θα την τρώω για μέρες. Ήθελα να δω την Κατερίνα σήμερα. Ήθελα να της τηλεφωνήσω να περάσω να τη δω να πιω μια ζεστή κούπα καφέ μαζί της, έχει να μου πει διάφορα και μου αρέσει να την ακούω. Έχει μια μελωδία η φωνή της δυναμική, απόλυτη, γελαστή˙ μπορώ να την ακούω για ώρες. Σκέφτομαι καμιά φορά πώς θα εξιστορούσε ένα παραμύθι. Μερικές φορές πιστεύω πως θα με γαλήνευε και κάποιες άλλες νομίζω πως δε θα τα κατάφερνε να τελειώσει την ιστορία γιατί θα έκανε σε κάθε τελεία ένα σχόλιο και θα γελούσε. Τελικά δε της τηλεφώνησα. Ένιωσα οίκτο για τα ουρλιαχτά και αποφάσισα πως είναι σημαντικό να τα αφήσω ελευθέρα. Άναψα το τζάκι. Έριξα μέσα τις λεμονόκουπες και μύρισε το σπίτι λεμονίλα. Κάτι καλοκαιρινά τακτοποιμένα και στοιβαγμένα σε μια γωνιά δίπλα στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας τα ανέβασα στο πατάρι. Το σπίτι, μου μοιάζει κατοικήσιμο ενώ μέχρι πριν λίγες ώρας ήταν σπίτι υπό κατασκευή. Λείπουν κάτι χνούδια κάτω από τη σκάλα που ανεβαίνει στη σοφίτα που όταν ένιωθα μόνη, ξάπλωνα μπρούμυτα στο πάτωμα, στηριζόμουν στους αγκώνες, έβαζα το πρόσωπό μου μέσα στις παλάμες και το στήριζα, δίπλωνα τα γόνατά μου, σχεδόν ακουμπούσαν στην πλάτη η πατούσες μου και, τα φυσούσα παρατηρώντας τη συμπεριφορά τους. Φερέφωνα τα ονόμαζα. Ακολουθούσαν μόνο την πορεία της ανάσας μου. Κανένα δε ξεστράτισε. Με έκανε κι ένιωθα μια περίεργη δύναμη γιατί μπορούσα να επιδρώ τόσο απόλυτα σε κάτι. Έστω και στο πράσινο χνούδι της βελέντζας. Δε μου λείπουν πια. Όχι πως έπαψα να νιώθω μόνη απλά δε μου αρέσει πια αυτό το παιχνίδι. Ρούφηξα τα χνούδια με την ηλεκτρική και μετά σφουγγάρισα από πάνω τους. Κι εκείνη η συσσωρευμένη σκόνη που άλλαζε το χρώμα των επίπλων μου και τα έκανε πιο γκρι έφυγε και νιώθω πως άλλαξα έπιπλα. Θέλω να χτίσω μια καινούρια ζωή. Όχι πάνω στα συντρίμμια της προηγούμενης. Να πάρω τηλέφωνο στον Δήμο να έρθει να μαζέψει τα μπάζα μου. Δε ξέρω αν είμαι καλύτερα, νιώθω καλύτερα αν και τα πόδια μου ακόμα δε φύτρωσαν. Ευτυχώς έσπειρα βολβούς την Άνοιξη και τώρα που χειμωνιάζει φυτρώνουν ξανά σιγά σιγά κι ας είναι Χειμώνας. Θυμήθηκα και πάλι την Γυναίκα μέσα μου και διαμαρτυρήθηκα. Έκανα μονόλογους τύπου ‘‘ Ρε πατέρα, βιώνω τόσα και αν δε πάρω τηλέφωνο δε σηκώνεις το ρημάδι σου’’ ή ‘‘Ρε φιλενάδα μόνο όταν θες βοήθεια με παίρνεις και μετά χάνεσαι. Μέσα σε ένα χρόνο σε είδα δυο ώρες και μιλήσαμε με τρία μηνύματα. Εκθείαζες τη Φιλία. Είναι αυτό Φιλία για σένα; Αυτό εννοούσες;’’ Αλλά σώπασα. Η μάνα με κατεύνασε. Μου μιλάει ήρεμα και γλυκά σαν να έγινε μια μαγεία μέσα της και δε με πιέζει. Με κάνει και γελάω και χαίρομαι που χαίρεται. Ίσως συνειδητοποιήσαμε ταυτόχρονα. Δε θα το μάθω ποτέ γιατί ποτέ δε συζητούσαμε οι δυο μας αλλά αυτό που με νοιάζει είναι πως μου χαμογελάει και νιώθει μια καινούρια αρχή να μου συμβαίνει και αυτό δε την πτοεί. Κάνω αυτοψυχανάλυση γράφοντας κι έπειτα νιώθω καλύτερα. Δε ξέρω πόσο κρατάει, ίσως τόσο όσο η μοναχικότητά μου. Μετράω τις μέρες που δεν γονάτισα και δεν έκλαψα και είναι στο σύνολο τρεις. Τρεις με σήμερα. Είμαι μερικά γραμμάρια δυνατότερη κι έτσι απολαμβάνω τα ψιλογραμμωμένα μπράτσα μου. Σηκώνω τόνους ζωής και γραμμώνω την ψυχή μου. Συνέβησαν πολλά αλλά τα πιο βαριά είναι εκείνα που δε συμβαίνουν. Αλλά κοίτα με! Ψηλώνω σε Γυναικεία υπόσταση. Μέχρι τις δώδεκα του άλλου μήνα θα έχω γίνει πάνω από δέκα εκατοστά. Δε γέννησα το έμβρυο αλλά αυτό με βοήθησε τελικά να αναπτύξω τον εμβρυικό εαυτό μου. Είμαι γεμάτη με ιστούς που αναπλάθονται σε λιγότερη οργή. Θρέφομαι από το αίμα του αιθερικού σώματός μου και η μήτρα που μεγαλώνω βρίσκεται εκεί. Θα κλάψω όταν γεννηθώ, θα περάσω τη βιαιότητα της γέννησης μου κι έπειτα θα κουρνιάσω στη μητρική αγκαλιά του εαυτού μου. Η Βιβή μου είπε πως θέλω έξι μήνες το λιγότερο για να ενηλικιωθώ. Και θα το κάνω. Το να γεννιέσαι είναι ακριβώς όπως το να πεθαίνεις αλλά αντίστροφα. Βρίσκεσαι στο σκοτάδι και βλέπεις το τούνελ με το φως. Ίσως και όταν πεθαίνεις να βλέπεις το τούνελ της εξόδου από τη μήτρα που ήσουν όλο τον καιρό όσο ζούσες. Γι αυτή τη ζωή είναι εννιά μήνες κυοφορίας. Για την κάθε επόμενη είναι μέσο όρο ογδόντα έξι χρόνια κυοφορίας. Νιώθω αισιόδοξη. Πως τίποτα δε τελειώνει, μόνο αρχίζει από την αρχή. Πως η ζωή είναι όμορφη και πως πρέπει να εκτιμάται για κάθε ημερήσιο δώρο της. Γιατί μπορεί να είναι τόσο μικρή και να διαρκέσει μόνο οκτώ εβδομάδες. Δε πιστεύεις; Ρώτα με να σου δείξω φωτογραφίες. Ο εγωισμός μου με καταπλακώνει μερικές φορές και νιώθω πιο θνητή από ραδίκι αλλά είμαι δομημένη και με αυτό το υλικό. Ζω στη χώρα που βρίζω που για κάποιους που έζησαν πόλεμο και, τους συναντώ κατά δεκάδες κάθε μέρα, είναι η Ντίσνεϋλαντ και προτιμούν να περάσουν από το χειρουργείο για να μείνουν μερικές μέρες ακόμα εδώ και σπάνε τα κόκαλά τους για να το πετύχουν. Βιώνω τη μείωση μισθού κατά δώδεκα τοις εκατό και τρέμω για τα χρήματα που δεν έχω και υποκύπτω κάθε μέρα μην τυχόν και χάσω και αυτά που έχω με αντάλλαγμα την αξιοπρέπεια μου. Νιώθω να καταπατούμαι και αντιδρώ με παθητικότητα. Μου τη βαράει στο κεφάλι να προσπαθώ και να μου κλέβουν την προσπάθειά μου. Μου τη δίνει να προσπαθώ να είμαι καλύτερη και να έρχεται ο κάθε τυχάρπαστος και να γκρεμίζει την ομαδικότητα. Δε με πειράζει να επωφελείται από τους κόπους μου, με πειράζει να τους καταστρέφει. Μετατρέπω μερικές χαρτοπετσέτες σε ευρώ των πεντακοσίων και τις βάζω στον κουμπαρά. Στο τέλος του χρόνου θα τον σπάσω και θα είμαι η πιο πλούσια του κόσμου. Θα μπορώ να αγοράσω την αγαπημένη μου κάλτσα για να τη βάλω στο τζάκι κι έτσι θα έχω και φέτος δώρο γιατί νομίζω πως ο Αϊ Βασίλης μου θα με αγαπάει και φέτος. Θα μπορώ να αγοράσω και τη σοφίτα. Και όπου και να βρεθώ θα έχω δικαίωμα πρόσβασης σε αυτή. Θα κάθομαι ρευστά πάνω στο κρεβάτι και θα πίνω μερικές γουλιές κόκκινο κρασί από εκείνο που έχει μέσα ημίγλυκες παρουσίες και μπρούσκες απουσίες. Θα κοιτάζω τηλεόραση με μαντήλι στα μάτια και θα νιώθω τους ήχους να περπατούν αλήτικα πάνω στο δέρμα μου. Θα ρωτάω τη Βροχή για την αξία της γιατί κάποια μου είπε πως η Βροχή είναι Γυναίκα, μάλλον ένα μεγάλο κορίτσι. Μου έρχεται μια εικόνα από το παλιό μου σπίτι τότε που έβρεχε καταρρακτωδώς ένα σκούρο απόγευμα ενός Χειμώνα κι εγώ άνοιξα το παράθυρο και καθόμουν στον καναπέ κι έβγαλα το κεφάλι μου έξω και βρεχόταν το πρόσωπό μου. Να της πω συγνώμη που την ξέχασα. Και πιο πολύ συγνώμη που δεν επέτρεψα εδώ και καιρό να μπει μέσα μου. Είναι που σκλήρυνα κι έγινα ένα κομμάτι τσιμεντόλιθου κι έπρεπε πολλά χρόνια βροχής να περάσουν από πάνω μου για να με κατατροπώσει και να γίνω και πάλι σύννεφο. Το κεφάλι μου κουδουνίζει σαν τον κουμπαρά μου πριν τον γεμίσω με χαρτοπετσέτες αξίας πεντακοσίων ευρώ αλλά δε το βάζω κάτω θα πάρω μερικά κιλά αναβράζον παυσίπονα και θα πω τη μάνα να με ξεματιάσει. Το φιλί της στο μέτωπό μάλλον θα σταματήσει τα πρόωρα κάλαντα. Κι έτσι εγώ θα μπορώ να βγω στην ώρα μου στους δρόμους να χτυπάω πόρτες και να ρωτάω «να τα πω;» κι έπειτα θα μαζέψω εκατομμύρια ευρώ και θα αγοράσω δώρα για όλα τα παιδιά που δεν κατάφερα να αποκτήσω ποτέ ως τώρα. Συγνώμη! Μπορώ να κρατήσω μερικά κέρματα για να αγοράσω και άλλους βολβούς για πόδια; Υπόσχομαι να περιμένω να φυτρώσουν αντί να αγοράσω έτοιμα από την αγορά της Βαλαωρίτου στο κέντρο…
Ο κόσμος γεμίζει σκιές ή πάντα τις είχε κι εγώ τις παρατηρώ τώρα από το παράθυρο της κουζίνας μου. Βλέπω ήλιους που και που και τυφλώνομαι και προσπαθώ να βρω κάτι γυαλιά ηλίου δικά σου-μου αλλά μάλλον τα πήρες εσύ επειδή έχασες τα δικά σου. Το μυαλό μου γυρίζει πότε δεξιόστροφα και πότε αριστερόστροφα και πρόσφατα έμαθα πως η θηλυκή μου πλευρά δεν ενηλικιώθηκε ακόμα και φοβάται. Εντάξει. Το παραδέχομαι. Μου έφυγε η μαγκιά και ξεθύμωσα. Με παρατηρείς; Είμαι ήρεμη και η Στέλλα χτες μου είπε πως το πρόσωπό μου φαίνεται πιο λαμπερό και πιο γλυκό και γέλασα γιατί νιώθω γριά εξαθλιωμένη. "Κι όμως, γλύκαινες" μου απάντησε και μάλλον αφορούσε το γεγονός πως πια συνειδητοποίησα τους απεγνωσμένους φόβους μου χωρίς ακόμα να εντοπίσω το πόσο συγκεκριμένοι είναι. Κουρνιάζω σε γωνιές που άλλοι τις θεωρούν φυλακές αλλά για μένα είναι το καταφύγιό μου. Πρέπει να αποχωριστώ και να αποχωρίσω. Θέλει αρχίδια για να το κάνω αυτό αλλά λέω να μη τα αγοράσω γιατί είμαι Γυναίκα και ο Άντρας μέσα μου πνίγει με τα ίδια του τα χέρια τη Γυναίκα που είμαι και αρκετά με αυτή την μάχη μέσα μου που τόσα χρόνια το μόνο που κατάφερε ήταν να με καταπιεί με αργές γουλιές ανεπαίσθητες και ύπουλες.
-Πονάω…
-Είσαι δυνατή!
-Δεν αντέχω άλλο, εξαντλήθηκα…
-Σπρώξε! Πρέπει να βγει από μέσα το πεθαμένο έμβρυο!
-Πόσο αίμα έχασα; Δεν αντέχω άλλο σου λέω.. δεν αντέχω…
-Κουράγιο! Σπρώξε να βγουν τα κομμάτια από μέσα σου. Έλα κορίτσι μου σπρώξε μη τα παρατάς!
Ουρλιάζω….
-Σπρώξε!
Πέρασαν μερικές ώρες όσο το σώμα μου ξερνούσε ότι του ήταν άχρηστο. Γέμισα παντού αίμα, κόκκινο πεντακάθαρο αίμα. Το σώμα μου έκανε έναν ενδοκολπικό εμετό κι έπειτα έκλαιγα από εξάντληση.
-Nimisha; Νιώθω κενή…
-Τέλεια! Πάντα όταν κάτι φεύγει αφήνει κενό για να έρθει κάτι καινούριο μικρή μου…
-Δημήτρη; Πονάω… αιμορραγώ πολύ και φοβάμαι…
-Τέλεια κορίτσι μου! Συνέχισε! Μια δυο ώρες έμειναν… έλα! Συνέχισε! Είναι τέλειο αυτό που συμβαίνει!
Μα είστε όλοι βλαμμένοι; Που βλέπετε την τελειότητα; Μετά από μία μέρα κατάλαβα την τελειότητα όταν ο υπέρηχος με βρήκε άδεια από κάθε τι που δεν έπρεπε να έχω. Η μήτρα μου είναι πια πεντακάθαρη να φιλοξενήσει ξανά ζωή αν ποτέ η ζωή της το επιτρέψει. Μέσα σε όλη αυτή την κατάσταση είχα το μυαλό να καταλάβω πόσο τυχερή είμαι. Εγώ το περίμενα, το επιδίωκα. Υπάρχουν κι εκείνες οι γυναίκες που δε το περιμένουν, δε το ξέρουν και τις συμβαίνει μια αποβολή σαν τη δική μου και είναι ακόμα πιο σκληρό. Πόσο τυχερή στάθηκα. Ένιωθα ευγνωμοσύνη μέσα στο αίμα που κυλούσε ανάμεσα στα πόδια μου που δεν ήμουν σαν τις άλλες τις γυναίκες γιατί θα με είχε πιάσει πανικός. Είναι σκληρό να βλέπεις τη ζωή που ήταν μέσα στα σπλάχνα να βγαίνει σε κομμάτια. Ακόμα πιο σκληρό είναι να μη το περιμένεις.
-Κλαίς;
-Μη πάθεις τίποτα σε παρακαλώ…
-Μη κλαίς. Θα τα καταφέρω. Θέλω να ξαπλώσω. Νομίζω τελείωσε.
-Μη πάθεις τίποτα…
-…
-Σε παρακαλώ, μη πάθεις τίποτα…
-…
-Μίλα μου…
-…
-Μη κλείνεις τα μάτια σου! Μη κοιμάσαι! Σε παρακαλώ, μείνε ξύπνια! Άνοιξε τα μάτια σου! Μη πάθεις τίποτα… σε ικετεύω…
-Βρέχεις;
-Όχι… μη πάθεις τίποτα… είσαι δυνατή και θα τα καταφέρεις, ναι;
-Ναι…
Λαμβάνω τα χαρτάκια στο τραπέζι που τρώγαμε. Δε σου απαντώ. Ποτέ δε σου απαντώ τελευταία. Και ούτε και στο τηλέφωνο θα σου τονίσω κάτι. Βρήκα τον τρόπο και είμαι εδώ χωρίς να είμαι και λυτρώνομαι. Ξέρω τα λάθη μου. Και θα βρω κι άλλα ίσως. Δεν είναι λάθη που αφορούν μόνο εσένα, είναι λάθη που αφορούν το σύνολο, γιατί η προσωπικότητα του καθένα οδηγεί σε λάθη και, όχι μεμονωμένα αλλά στο σύνολο. Θα μπορούσα να σου φέρω αντίλογο, αλλά δε θα το κάνω. Δε με νοιάζει να σου πω που φταις. Αν θες ανακάλυψέ το μόνος σου. Αν δε θες, μη το κάνεις ποτέ. Είναι κάτι που εμένα δε θα με κάνει ούτε καλύτερη ούτε χειρότερη. Αλλάζω λες. Είδες πόσο αλλάζω; Δε σε κατηγορώ πια. Όχι πως δε μπορώ, αλλά δε θέλω. Δεν έχει να μου προσφέρει τίποτα το να σε κατηγορήσω. Διαπίστωσα όλα αυτά τα χρόνια δίπλα σου πως όσες φορές κατηγορήσαμε ο ένας τον άλλο το μόνο που καταφέρναμε ήταν να πληγώνουμε ο ένας τον άλλο, να ασχολούμαστε ο ένας με τον άλλο, να μην ασχολούμαστε ποτέ με τα μούτρα μας ο καθένας, αλλά μόνο με τον άλλο και αυτό οδήγησε στην στασιμότητα. Είναι αυτό που σου έλεγα χτες. Δεν ψάξαμε να βρούμε, δε βρήκαμε, δεν μάθαμε τα λάθη, δε τα διορθώσαμε, δεν γίναμε καλύτεροι. Θεωρείς πως όλο αυτό ανάμεσα μας έγινε επειδή εγώ έψαξα. Δε θα σου αποδείξω ποτέ πως πιστεύω πως όλο αυτό έγινε επειδή δεν ψάξαμε κι εγώ κι εσύ αρκετά. Η ζωή μας κύλισε όμορφα πολύ, αλλά όχι αρκετά όμορφα μάλλον για να μείνει όρθια, ή να το πω αλλιώς η ζωή μας κύλισε όμορφα αλλά οι άσχημες στιγμές, εκείνες που δερνόμασταν, εκείνες που με έπιανε κρίση υστερίας, που με έπιανε δύσπνοια και ξάπλωνα στο πάτωμα ανάσκελα να πάρω αέρα, εκείνες που ο ένας μάτωνε τον άλλο -στα πλαίσια της αγάπης πάντα- ήταν πιο δυνατές και κατάπιναν τις υπόλοιπες. Από την πρώτη στιγμή, θυμάσαι; Μια ζωή να αποδείξουμε ποιος έχει δίκιο, μια ζωή να αποδείξουμε πως ο άλλος έχει λάθος και πως ο καθένας για τον εαυτό του είναι ο σωστός. Βγάλαμε όλο μένος ο ένας στο άλλον που διέθετε και πολύ λυπηρό, δεν ήξερε καν πως διαθέτει. Ή ας μιλήσω για τον εαυτό μου, δεν ήξερα πως μπορούσα να γίνω αυτή που ξέρεις, αυτή που μόνο αυτή γνώρισες και δεν γνώρισες καμιά άλλη. Λυπάμαι που μόνο τον σκάρτο εαυτό μου γνώρισες, αυτός μου βγήκε μαζί σου δυστυχώς. Λυπάμαι πολύ ειλικρινά. Και αναρωτιέμαι πως κατάφερε και σε γοήτεψε αυτός ο εαυτός. Κάποτε με ρώτησαν αν αγαπάμε τους ανθρώπους γι αυτό που είναι ή γι αυτό που μας κάνουν εμάς να είμαστε. Είχα απαντήσει πως αγαπάμε τους ανθρώπους και για τα δύο. Μαζί σου ανακάλυψα πως αυτό που είχα πει είναι λάθος για μένα. Αγαπάμε τους ανθρώπους επειδή έτσι θέλουμε. Γιατί μαζί σου δεν ήμουν καλύτερος άνθρωπος, δε με έκανες να είμαι καλύτερος άνθρωπος. Γιατί ούτε κι εσύ ήσουν καλύτερος άνθρωπος, δε σε έκανα εγώ καλύτερο άνθρωπο. Οπότε και οι δύο μας αγαπήσαμε έναν κακό άνθρωπο. Οπότε σε αγάπησα βαθιά γιατί έτσι ήθελα. Εκείνες οι στιγμές οι όμορφες και οι ηττημένες μου λείπουν αφόρητα. Δε με πειράζει που τις μοιράζεσαι με άλλους τώρα πια, δε ζηλεύω την χαρά και τα χαμόγελα κανενός. Μακάρι όλοι οι άνθρωποι να ήταν χαρούμενοι και γελαστοί. Μου λείπουν χαμόγελα που έχασαν τον ήχο τους. Μου λείπουν στιγμές που έχασαν το χρώμα τους. Μου λείπουν βροχές που έχασαν την υγρασία τους. Μου λείπουν σκοτάδια με χαμηλό φωτισμό που έχασαν την αίγλη τους. Φταίω. Μέχρι το σημείο που μου αναλογεί. Δε σου «τη λέω» τώρα, απλά να θυμάσαι πως δε μπορούμε να χτυπήσουμε παλαμάκια με το ένα χέρι. Δε με νοιάζει μέχρι που φταις εσύ. Δε με νοιάζει σε ποια σημεία φταις. Αυτό είναι μια δουλειά που πρέπει να την κάνεις εσύ αν κι εφόσον θες. Με νοιάζει που απομακρύνθηκα όπως λες. Γιατί το πού φταις που απομακρύνθηκα δεν είναι δικό μου. Δες που φταις, αν κρίνεις ότι φταις, και άσε με να κουβαλήσω την επιλογή μου να απομακρυνθώ. Η αιτία δική σου. Η πράξη δική μου. Και φυσικά το ίδιο ισχύει και αντίστροφα. Δίκαιο μου ακούγεται. Έφυγα. Θες να μάθεις το γιατί; Δύο δρόμοι. Ο ένας είναι αυτός που οδηγεί στους εαυτούς άλλων, που αυτός είναι ο εύκολος δρόμος, και ο άλλος είναι εκείνος που οδηγεί στον δικό σου εαυτό, στο να ψάξεις μέσα σου και να βρεις τις αιτίες, που είναι ο δύσκολος. Και είναι δύσκολος γιατί είναι από μόνο του δύσκολο να παραδεχτούμε κι έπειτα να αποδεχτούμε πως κάναμε λάθος. Ξέρεις πόσο μπορεί να πληγωθεί ο εγωισμός μας; Τόσο που να αιμορραγήσει ανάμεσα στα πόδια σου. Η πρώτη αντίδραση είναι η άρνηση. Μετά διαλέγεις αν θα συνεχίσεις για να παραδεχτείς και να αποδεχτείς. Διάλεξε και πάρε. Όποιον και να πάρεις θα είναι ο σωστός για σένα, θα είναι αυτός που σου ταιριάζει. Πάντα ο εύκολος και ο δύσκολος. Διάλεξε έναν και περπάτησέ τον. Και στους δύο θα βρεις απαντήσεις. Διάλεξε ποιες σου ταιριάζουν και να θυμάσαι πως και ο δρόμος που επιλέγουμε να περπατήσουμε είναι επιλογή. Έχει τα υπέρ και τα κατά της. Πρέπει να τα ζυγίσουμε κι εκ του αποτελέσματος ο καθένας μας ας επιλέξει τον δικό του. Αν θυμάσαι πάντα «έφταιγαν» άλλα πράγματα που εμείς δεν ήμασταν καλά. Τα πράγματα όλα αλλάξανε και οι μόνες σταθερές από την αρχή μέχρι τώρα ήταν οι εαυτοί μας. Δες, ζύγισε, περπάτησε. Σε όποιον δρόμο επιλέξεις, θες και σου ταιριάζει. Αν βρεθούμε, καλώς. Αν δε βρεθούμε, θα σημαίνει απλά πως από την αρχή περπατούσαμε σε διαφορετικούς δρόμους και πως απλά ο έρωτας μας είχε κλείσει τα μάτια και δε το βλέπαμε. Θέλω πίσω τη ζωή μου. Θέλω να ζήσω ήρεμα. Όπως ζούσα μέχρι πριν. Νιώθω πως θα τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα, πως δεν έχω άλλες αντοχές και πως σωστά όλα όσα μου λες περί κατάθλιψης, τα ξέρω, τα γνωρίζω, τα βίωσα ξανά κι έχω τη γνώση τους, αλλά αυτή τη στιγμή είμαι πολύ αδύναμη για να το καταφέρω. Είμαι από κάτω, η ζωή με παίρνει από κάτω μέρα με τη μέρα και πρέπει να βρω έναν τρόπο να καταφέρω να τη βάλω δίπλα μου και να συμπορευτώ μαζί της και να τη βγάλω από πάνω μου που με πλακώνει. Ελπίζω να τα καταφέρω εύκολα. Πάντως όλο αυτό που κάθε μέρα βιώνω δε με βοηθάει. Ελπίζω να προλάβω να τα καταφέρω πριν με προλάβει η ζωή…
Ξέρω πως είναι να κλέβεις τη μεγαλύτερη τράπεζα του κόσμου. Από μέσα. Ξέρω πως είναι να είσαι απεγνωσμένη νοικοκυρά. Ξέρω πως είναι να κοιμάσαι με τον άντρα της κολλητής σου. Ξέρω πως είναι να καταζητείσαι σε πέντε Ηπείρους. Ξέρω πως είναι να πανηγυρίζεις με τον Μέσσι. Ξέρω πως είναι να ερωτεύεσαι μέχρι τα βαθιά γεράματα. Ξέρω πως είναι να πετάς με μαγικό χαλί. Ξέρω πως είναι κοιμάσαι στη σοφίτα που δεν έχει μόνωση και είναι σαν να κοιμάσαι στο μπαλκόνι. Ξέρω πως είναι να κοιμάσαι με αντιανεμικό μπουφάν ορειβασίας για να ζεσταθείς. Ξέρω πως είναι να μη κρίνεις και να κρίνεσαι. Ξέρω πως είναι να κοιμάσαι με τα χέρια σταυρωμένα από άμυνα στα όνειρα σου. Ξέρω πως είναι να ξυπνάς κάθε νύχτα την ίδια ώρα μόνο και μόνο για να κλάψεις. Ξέρω πως είναι να κοιμάσαι όλη μέρα για να ξεχνάς. Ξέρω πως είναι όταν δε κοιμάσαι όλη μέρα να θυμάσαι. Ξέρω πως είναι να κλαις όλη μέρα από απόγνωση. Ξέρω πως είναι να ξέρεις τι πρέπει να κάνεις αλλά να μη μπορείς γιατί δεν έχεις πόδια. Ξέρω πως είναι να κουβαλάς ακόμα ένα πεθαμένο κύημα. Ξέρω πως είναι να ελπίζεις να αποβάλεις και το σώμα σου να είναι τόσο κουρασμένο για να το κάνει. Ξέρω πως είναι να κάνεις βουτιά στο υποσυνείδητο. Ξέρω πως είναι να σε κατηγορούν οι άλλοι για πράγματα που οι ίδιοι τους έχουν κάνει. Ξέρω πως είναι να ικετεύεις για μια αγκαλιά. Ξέρω πως είναι να μη την έχεις. Ξέρω πως είναι να έχεις κατάθλιψη. Ξέρω πως είναι να έχεις να κάνεις μπάνιο μια βδομάδα και να μη νοιάζεσαι να κάνεις. Ξέρω πως είναι να ανάβεις το θερμοσίφωνα κάθε πρωί για να κάνεις μπάνιο και να μένεις άλλη μια μέρα μέσα σου. Ξέρω πως είναι να μετανιώνεις με τον χειρότερο τρόπο. Ξέρω πως είναι να σου ξύνουν τις πληγές. Ξέρω πως είναι να ξύνεις κι εσύ τις δικές σου. Ξέρω πως είναι να κόβεις τις φλέβες σου.
Εσύ;
Metamorphosis
Έχω δει εξωγήινους…
Κι εσύ κάθε μέρα… Σςςς... το ξέρω...
(Το μοτίβο και οι πρώτες σειρές είναι από γνωστή τηλεοπτική διαφήμηση)
-Όχι κοίτα πως μεγάλωσε! Το παιδί ψήλωσε σου λέω! Κοίτα, κοίτα, κοίτα! Το βλέπεις; Το βλέπεις; Ααα… αυτό είναι πολύ μεγάλο παιδί! Παιδί μου κοίτα! Το βλέπεις πόσο μεγάλωσε;(-Πού είναι η καρδιά του; Θα φανεί σε άλλη λήψη-) κοίτα παιδί μου! Κοίτα!
Με κοίταξες μέσα στα μάτια. Δε θα ξεχάσω δύο πράγματα. Τα μάτια σου και την ακίνητη εικόνα που έμοιαζε να ταξιδεύει στο Σύμπαν.
-Δεν έχω καλά νέα…
-Τι εννοείς;
-Έχω αρνητικούς χτύπους.
-Τι εννοείς;
-Δεν έχω χτύπους, δε κτυπάει η καρδιά του.
-Τι εννοείς; Μα τι χαζή που είμαι… Ξέρω τι εννοείς… αλλά τί εννοείς;
-Έχεις δει την καρδιά του να χτυπάει.Ξέρεις πως έπρεπε να είναι. Κοίτα την εικόνα.
-Τι εννοείς;
-Παλίνδρομη κύηση…
-Τι εννοείς;
-Δε ζει πια…
-Τι εννοείς;
-Δε ζει πια…
-Τι εννοείς;
-Όσο και να με ρωτάς η απάντηση δεν αλλάζει…
-Τι εννοείς………………………………………………………
Καλό ταξίδι μικρή Ψυχή… λυπάμαι που ήμουν
λίγη και δε φάνηκα αντάξια
των περιστάσεων… σ’ ευχαριστώ για
τον χρόνο που περάσαμε μαζί,
σ’ ευχαριστώ που έγινες πάνω από 1,5 εκατοστό
μέσα μου, σ’ ευχαριστώ
που σε είδα να παίρνεις μορφή μέσα μου.
Θα αλλάξω. Θα γίνω καλύτερη, σου το υπόσχομαι.
Πήρα το μάθημά μου και λυπάμαι που
έπρεπε να μάθω με έναν τόσο σκληρό τρόπο.
Είσαι ότι πιο μαγικό είδα ποτέ μου. Είσαι το μεγαλείο
Εδώ και μέρες είμαι στείρα από λέξεις. Θέλω να μιλήσω αλλά ή που δεν έχω τι να πω ή που οι λέξεις βγαίνουν μαζεμένες και μπλοκάρω. Την Τετάρτη απόλαυσα την πιο όμορφη σταγόνα ζωής του κόσμου. Της μίλησα κι εκείνη μου έκλεισε το μάτι. Ας είναι σταγόνα. Έχει μάτια. Και εδώ και μερικές μέρες έχει και καρδιά. Την Πέμπτη θα πάρω παραμάσχαλα μερικές νότες για να τις τοποθετήσω στους χτύπους της και θα κάνω μουσική. Ένας ξενιστής απομυζά το αίμα μου ενδομητρίως κι εγώ είμαι ευτυχισμένη που υπάρχει. Είμαι ήρεμη. Φαινομενικά τουλάχιστον είμαι. Η εικόνα μου επιστρέφει μερικά χαμόγελα πίσω και οι μύες του προσώπου μου χαλαρώνουν κάθε μέρα και από ένας κι έχω την αίσθηση που έχω όταν καμιά φορά είμαι συνοφρυωμένη για ώρα και όταν το συνειδητοποιώ και ξεκατσουφιάζω νιώθω ξεκούραστη. Επιτέλους. Είμαι λίγο ήρεμη. Από παντού. Μου θυμίζω την κοπέλα των εικοσιοκτώ μου. Νιώθω λίγο πιο αγνή από μέσα. Νομίζω τότε ήταν που έκανα την ευχή ''να είμαι πάντα καλά'' με τα μάτια σφιγμένα, γιατί η γιαγιά μου έλεγε πως όσο πιο πολύ σφίγγεις τα μάτια όταν εύχεσαι, τόσο πιο σίγουρο είναι πως θα βγει η ευχή. Και βγήκε. Για τέσσερα ολόκληρα χρόνια το σώμα μου είχε ξεχάσει την έννοια της κακοκεφιάς και του πόνου. Αποκτούσα επίπεδη διάθεση και έμοιαζα αχάριστη στα μάτια των μίζερων που είχα την ευτυχία μου ενώ εκείνοι όχι. Απλά ξέχασα να μιλήσω για ισορροπία και κόντεψα να στραμπουλίξω το μυαλό μου όταν ένα απόγευμα καθόμουν σε ένα γωνιακό καφέ στην Αγ. Δημητρίου κοντά στο Τούρκικο Προξενείο και μύριζα καβουρδισμένα ψέματα. Το σώμα μου κατέρρεε από την ακούραστη ευτυχία, και τότε έκανα μια αντί-ευχή και είπα πως κουράστηκα τόση χαρά και θα ήθελα για λίγο την γνώση του πόνου και της μη χαράς. Ευχήθηκα πάλι δυνατά. Και πάλι η ευχή μου βγήκε. Και ποτέ δε τις κάνω σωστά, τις κάνω πάντα εν βρασμώ κούρασης. Κι έτσι βγαίνουν με κραυγή από μέσα μου και υλοποιούνται. Φοβάμαι τις ευχές μου. Ειδικά εκείνες που βγαίνουν με φωνή. Επίσης φοβάμαι τις θύελλες. Εκείνες που έρχονται, γαμούν το Σύμπαν κι έπειτα εξαφανίζονται αφήνοντας μια ηρεμία πίσω. Καλή ώρα σαν τη δική μου. Φοβάμαι περισσότερο τις αμμοθύελλες. Γιατί η άμμος τρυπάει το πρόσωπο, μπαίνει στο κρανίο, τρυπάει τα οστά και εισβάλει στον εγκέφαλο και κλέβει τις σκέψεις. Αφήνει στη θέση των σκέψεων, των αναμνήσεων και των εικόνων άμμο σε σκόνη. Είναι μια αμνησία μη επιλεκτική από εκείνες που εύχεσαι καμιά φορά να συμβούν. Στα μεγάλα κέφια του πόνου συνήθως. Όταν βαράνε τα νταούλια και ο πόνος μοιράζει χαρτονομίσματα των εκατό ευρώ στους βιολιτζήδες να παίξουν κι άλλο με ήχο πιο οξύ. Από εκείνους τους ήχους που τρυπάνε. Σαν το οξύ. Ο οξύς ο ήχος είναι συνώνυμος του υδροχλωρικού οξέως. Και ανοίγει τρύπες. Όπως η αμμοθύελλα στο πρόσωπο. Δε ξέρω να συνδέω προτάσεις με προτάσεις, μόνο δεδομένα με υπέροχα χαοτικά τίποτα. Η αγαπημένη στιγμή της ημέρας ήταν όταν άλλαξα τη μοίρα μιας μέλισσας που ξέχασε να κοιμηθεί και ήρθε στο παρμπρίζ του αμαξιού μου λίγα δευτερόλεπτα αφού μπήκα και λίγο πριν βάλω τη ζώνη μου και λίγο πριν γυρίσω το κλειδί στη μίζα. Σκέφτηκα να την διώξω και μετά σκέφτηκα τη γοητεία ενός καρμικού ταξιδιού στο χρόνο. Σκέφτηκα πως αν δεν ήταν να ταξιδέψει, δε θα έμενε πάνω στο παρμπρίζ μου την ώρα που έφευγα. Ίσως έμενε πάνω σε κανένα άλλο αυτοκίνητο, έτσι δεν είναι; Έτσι είναι, το αποφάσισα. Και την πήρα ως το σπίτι να της γνωρίσω τη μπουκαμβίλια μου. Δε ξέρω αν θα αντέξει το κρύο που έχει στο σαλόνι μου αλλά δε πειράζει ούτως ή άλλως θα κοιμηθεί όπου να ναι. Έτσι κάνουν οι μέλισσες. Και αν δε με πιστεύεις, ρώτα την ίδια. Στόλισα το χασμουρητό της πλάι στην πασχαλιά που επίσης θα κοιμηθεί φέτος για να βγάλει ανθισμένα μπουκέτα την Άνοιξη.
Μαμά σήμερα δε πήρες τηλέφωνο. Ευχαριστώ για το δώρο της σιωπής σου. Δεν είναι πως δε θέλω να σου μιλάω αλλά δε με ξέρεις, δε σε ξέρω και η καθημερινή επαφή του δίλεπτου δε βοηθάει να γνωριστούμε. Μη θυμώνεις ρε μάνα. Έφυγα μικρή είναι λογικό να μη με ξέρεις πια. Το λιγότερο λογικό, ίσως, είναι που δε προσπάθησες να με μάθεις, αλλά δε πειράζει και πάλι φίλες. Απλά είμαστε πάνω από όλα άνθρωποι και οι άνθρωποι μιλάνε όταν έχουν κάτι να πουν. Αν εγκλωβιστούμε στους ρόλους μάνας κόρης, τότε ξεχνάμε τους υπόλοιπους που τελικά αν τους μαζέψεις όλους μαζί, στο τέλος πεθαίνουμε με έναν ρόλο φορεμένο στη μωβ κορδέλα του στεφανιού. Στην αγαπημένη κόρη, μάνα, συνάδελφο, συνεργάτη, σύντροφο, φίλη, γυναικά. Στον αγαπημένο άνθρωπο κανείς. Γιατί δεν ξεχάσαμε πως είμαστε ρόλοι που παίζονται ανάλογα με τον εκάστοτε άνθρωπο που συναναστρεφόμαστε και αποκτάμε και τις ανάλλογες υποχρεώσεις του ρόλου μας. Για δικαιώματα μιλάμε ψιθυριστά και στα κορακίστικα μόνο στον εαυτό μας και αυτό για να μη μας καταλάβει κανείς και μας διώξει από τον ρόλο μας και βρεθούμε ως άνεργοι ηθοποιοί στο σανίδι της ζωής στην τεράστια ουρά του Ο.Α.Ε.Δ. των αδικιών που γέννησε η αφωνία μας. Και ρε μαμά… λέω να μη σηκώνω τα τηλέφωνα. Ας περάσει μια εβδομάδα κι έπειτα όταν μαζευτούν τα δίλεπτα θα τα ξεφουρνίσουμε με τη μία σε ένα τηλεφώνημα τετάρτου. Να έχει και νόημα. Ναι μαμά; Ναι. Είπες ναι. Δεν αλλάζει. Ναι; Θα μείνω στη σοφία για άλλους επτά μήνες να κοιμάμαι τον χειμώνα και στο τέλος Μαΐου θα ξυπνήσω για να γεννήσω. Δεν έχω λέξεις που να είναι ικανές να δώσουν νοήματα σωστά στο γιατί μου αρέσει η σοφίτα πιο πολύ από οποιοδήποτε άλλο μέρος στο σπίτι. Ανέκαθεν. Ο αέρας που περνάει από τις χαραμάδες της σκεπής με καθαρίζει. Αν έβρεχε κι όλα μέσα της σε κάθε καταιγίδα θα ήμουν ακόμα πιο χαρούμενη. Νιώθω τα στοιχεία της φύσης να γίνονται ένα με το δικό μου στοιχείο μέσα μου κι έτσι ενώνομαι με το Σύμπαν κι έπειτα γίνομαι σημείο αρκετά ικανό να περάσει οποιαδήποτε ατμόσφαιρα και να χαθώ στην αρμονία του Συμπαντικού χάους. Θα ήθελα να μπορούσα να βρίσκομαι εκεί και να αιωρούμαι χωρίς το βάρος μου. Άραγε στο Σύμπαν τα βλέφαρα έχουν αρκετό βάρος για να κλείσουν; Ή θα μείνω μερικά έτη φωτός καταδικασμένη να βλέπω τα πάντα ακόμα και αυτά που δε μου αρέσουν;
Η περίοδος μου κάνει διακοπές. Χειμερινές. Θα επιστρέψει στο τέλος της Άνοιξης μου είπε. Συμφώνησα κι έτσι δε θα διαλύσει κανείς αυτή τη συμφωνία. Επίσης μου είπε πως όταν επιστρέψει μάλλον θα είναι λιγότερο επώδυνη και δε θα μου κάνει τη ζωή δύσκολη. Κόντεψα να χάσω τη μάνα μου την Παρασκευή που μας πέρασε από δύσπνοια. Της μιλούσα κι εκείνη έκλαιγε κι εγώ προσπαθούσα να δω αν χαίρεται ή αν είναι λίγο πριν το κεφαλόσκαλο του θανάτου. Αν το ανεβείς, την έκατσες. Έτσι μου είπαν κάποιοι. "Σε τραβάει από τα μαλλιά. Αν θες να επιστρέψεις πρέπει να του παραδώσεις το σκάλπ και το κεφάλι σου", είπαν. Τώρα...τι να σου πω κι εγώ. Όταν πέθανα την προηγούμενη φορά δε θυμάμαι να ήθελα να επιστρέψω. Ή μπορεί να ήθελα και να έπρεπε να διαπραγματευτώ το κεφάλι μου. Και αρνήθηκα. Κι έμεινα εκεί. Δε μπορούσα να φανταστώ μια ζωή χωρίς να χτενίζω τα μαλλιά μου. Να τα βάζω πηλό και να τα πλάθω κι έπειτα να μου μένουν στο χέρι μερικές τούφες και να τις φυλάω για να τις κολλήσω όταν πια δε θα έχω μαλλιά.
Το σπίτι είναι σε άθλια κατάσταση. Μισό καλοκαιρινό, μισό χειμωνιάτικο. Μια κουβέρτα πεταμένη στον διθέσιο καναπέ που έμεινε εκεί από χτες που κοιμόμουν όταν είδα το όνειρο με το πρόσωπο που δεν υπήρχε παρά μόνο στα μάτια του ίδιου του προσώπου του ανύπαρκτου. Εγώ είμαι χειμωνιάτική αλλά τα ριχτάρια μου είναι καλοκαιρινά. Τα πατώματα δεν έχουν χαλιά και βελέντζες, αλλά οι κάλτσες μου είναι χνουδωτές. Το καλοριφέρ δεν ανάβει, αλλά το τζάκι ευχαρίστως θα το άναβα προχθές. Αλλά χωρίς βελέντζα δε πάει τζάκι. Και χωρίς ευρώ επίσης.
Οι θηλές μου σκουρύνανε και χτες φοβήθηκα που είδα το ίδιο χρώμα στο βρακί μου αλλά ο γιατρός μου είπε πως δεν είναι τίποτα και να μη φοβάμαι. "Ξεκουράσου" μου είπε κι εγώ πήρα στο ΙΚΑ τηλέφωνο και τελικά κατάλαβα πως το Ίδρυμα είναι η μόνη απτή πραγματικότητα και πως το Κοινωνικής πέθανε και το κηδέψαμε και όσο για το Ασφάλισης ακόμα και από το τηλέφωνο ένιωθα ανασφαλής. Στο Ίδρυμα λοιπόν μου είπαν να πάρω τηλέφωνο σε άλλο υποκατάστημα. Πολλοί ανισόρροποι, πολλά ιδρύματα. Πήρα σε ένα κατειλημμένο αριθμό με την ένδειξη reserve σε μια καρέκλα κενή που κάποιος την κράτησε μόνο και μόνο για να απλώσει τα πόδια του πάνω. Σαν τις θέσεις παρκινγκ που δεν υπάρχουν επειδή ο μανάβης, ο μπακάλης, ο φούρναρης και ο ψιλικατζής, στη σειρά συνεννοήθηκαν και βάλανε τελάρα για να μην παρκάρει κάνεις. Και αν τους πεις "έχεις άδεια καλέ μου κυριούλη;" θα σε διαολοστείλει κοιτώντας σε στα μάτια με όλη του την ειλικρινά και θα σε ρωτήσει αφοπλιστικά "τι εννοείς;" κι εσύ θα απαντήσεις "Καλά, γάμα το, θα πάω στον κάτω μαχαλά και θα πάρω την κοιλιά μου στα χέρια και θα περπατήσω και μερικά χιλιόμετρα, δε χάλασε ο κόσμος! Το νου σου στην καρέκλα που απλώνεις τα πόδια σου για να ξύνεις τα παπάρια σου ευκολότερα και στα τελάρα μπροστά στο μαγαζί σου για να μην παρκάρουν αυτοκίνητα και χάνουν οι απέναντι τη θέα του να τα ξύνεις." Έτσι και το τηλέφωνο στο Ίδρυμα. Κατειλημμένο. Σαν την καρέκλα. Σαν τη θέση πάρκινγ για τελάρα. Και η απόγνωσή μου χτύπησε στο ταβάνι και όταν με στείλανε στο τμήμα έκδοσης βιβλιαρίων για να ρωτήσω αν μπορεί άλλος να πάει να πάρει την αναρρωτική μου ή πρέπει να πάω η ίδια ξέσπασα. Αλλά όχι σε πινελίκια. Αυτοί οι άνθρωποι είναι ρομπότ δυστυχισμένα και καταθλιπτικά. Σιχαίνονται τη δουλειά τους και οι περισσότεροι έβαλαν μέσον για να την αποκτήσουν. Δεν ακούν, μη τους μιλάς. Τους λες για αναρρωτική και σε στέλνουν στο τμήμα έκδοσης βιβλιαρίων. Μη τους βρίζεις, δε νιώθουν. Δεν έχουν δέρμα γι αυτό. Συναναστρέφονται με ανθρώπους που επίσης δεν έχουν δέρμα κι αυτό είναι κολλητικό, το νου σου! Δε ξέρω αν πρέπει να τους λυπηθώ ή να τους συμπονέσω. Δε ξέρω αν πρέπει να τους δικαιολογήσω ή να ανέβω όρθια σε κάποιο γραφείο και να αρχίσω να ουρλιάζω ρωτώντας αν υπάρχει ένας ευτυχισμένος άνθρωπος εκεί μέσα γιατί αν υπάρχει θα ακούσει γαμωσταυρίδια που είναι ευτυχισμένος και είναι ανακατεμένος μέσα στο αγέλαστο γκρι των διαδρόμων. "Δε σας έχω ανάγκη ρε! Προτιμώ να χάσω τρία μεροκάματα και τρία ένσημα παρά να πέσω στην ανάγκη σας! Αϊ σιχτίρ πια!" και σιωπή… Σςςςςς………..
-Μ’ ακούτε;
-Ηρεμίστε δεσποινίς…
-Πόσα παίρνεις για να με σαλτάρεις; Πεντακόσια; Εξακόσια ευρώ; Φτάνεις τα χίλια; Σου φτάνουν για να με τρελάνεις; Αιμορραγώ και με ρωτάς αν έχω ραντεβού;
-Ηρεμίστε… πάρτε στο τάδε νούμερο… Είναι στη Δελφών. Στο Ντεπό. Θα σας εξυπηρετήσουν. Ηρεμίστε…
Και πήρα μερικές βαθιές αναπνοές και εγκατέλειψα κάθε πιθανή προσπάθεια επανασύνδεσης με το παρόν μου. Και πήρα κι εκεί. Και μια γυναικεία φωνή όλο ευγένεια μου μίλησε και ηρέμησε το αίμα που έτρεχε στα πόδια μου. "Αύριο… στις οκτώ… όλα θα πάνε καλά. Μη φοβάστε…". Έφτασα σε σημείο να αιφνιδιάζομαι από την ευγένεια. Είστε τυχεροί κωλομαλάκες που υπάρχουν άνθρωποι με γλυκιά φωνή ανάμεσά σας. Είναι ικανοί να με κάνουν να ξεχάσω την ύπαρξής σας. Τόση είναι η δύναμη της ευγένειάς τους. Να τους πληρώνετε από την τσέπη σας για να συνεχίσουν να υπάρχουν. Μπας και ξεχάσουν όλοι την ύπαρξή σας.
Σήμερα είμαι ντυμένη άντρας. Φοράω ανδρική μπλούζα και ανδρική φόρμα. Έχει και αυτό τη γοητεία του όταν δε χάνεσαι στην εικόνα που φτιάχνεις για εαυτό. Μπορείς να της βάζεις ένα μάτι τη μια μέρα κι ένα δεύτερο την επόμενη. Να ζωγραφίσεις στόμα με χαμόγελο ή λυπημένο. Να φτιάξεις περίγραμμα προσώπου με γωνίες ή στρόγγυλο. Να του βάλεις χέρια και πόδια. Και στον κορμό να στερεώσεις στήθη στρογγυλά ή ανύπαρκτα. Να έχει μέση ή να είναι ευθεία. Να είναι αδύνατη προς το ισχνό ή αδύνατη προς το γεμάτο. Με "πιασίματα" ή χωρίς. Δώσε όνομα. Κι επίθετο. Βγάλε Α.Φ.Μ. και Α.Μ.Κ.Α. Δώσε διεύθυνση κατοικίας. Κι έναν αριθμό τηλεφώνου. Τοποθέτησε και το μικροτσίπ στο μυαλό για να βάλεις σκέψεις και να διαμορφώσεις την κριτική ικανότητα. Φύσα στο στόμα και αυτό που θα εκπνεύσει πες το ανάσα . Κάνε ότι θες με αυτή την εικόνα. Πρόσεξε όμως το δημιούργημά σου. Και ο Φρανκεστάιν έφτιαξε κάτι με ζωή αλλά του βγήκε τερατώδες. Σαν τον ενσαρκωμένο φόβο σου.
Ο καιρός χάλασε τα τελευταία εικοσιτετράωρα κι εγώ θέλω να μη γίνομαι αντιληπτή και να κρυφτώ από τον ήλιο, να γίνω ημιδιάφανης για να μπορώ να εντοπίζομαι παρά μόνο από τα μάτια που θέλω. Το πρωί γύρω στις έντεκα και κάτι με έπιασε δύσπνοια και άρχισα να κλωτσάω ότι βρω για να επιστρέψω πίσω στην ύπαρξή μου. Κουβαλάω τρεις σταγόνες ζωής μέσα μου και τις φωτογράφισα για να της θυμάμαι για πάντα. Τα μάτια μου διαρκώς γεμίζουν σκουπίδια και κλείνουν για ώρες και βλέπω όνειρα κι έπειτα ξυπνάω και ψάχνω μορφές που θα έπρεπε να υπάρχουν αλλά δεν υπάρχουν, τις ψάχνω, γεμίζω κάτι αναπάντητες κι έπειτα περιμένω να εξαφανιστώ. Σε δυο μέρες ετοιμάζω ταξίδι, τα χαλιά έμειναν άπλυτα, όταν θα επιστρέψω θα είναι λίγο πριν το βαρύ φθινόπωρο, θα είναι άπλυτα ακόμα αλλά δε μπορώ πια να τα πλύνω γιατί είναι βαριά, πιο βαριά από μένα και, παρόλο που είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου να κάνω την υπέρβαση και να με ανταμείψω σε ευρώ πλένοντας τα μόνη μου, έκανα ένα μπάτσελορ πριν την αλλαγή της καινούριας μου ζωής κι έτσι και πάλι δεν έκανα τίποτα. Το πρωί έψαχνα το ίδιο μπλουζάκι που είδα χτες αλλά σήμερα δεν υπήρχε και πιθανολογώ πως κάποιο ζωάκι που κρύωνε μπήκε στην κρεβατοκάμαρα μου και το πήρε για να ζεσταθεί. Όταν θα γυρίσω όλα θα είναι αλλιώς.
Η τηλεόραση έχει μεταμορφωθεί σε χωματερή άδοξων ανέλπιδων νέων, είναι ο γιατρός που έρχεται με σκυμμένο κεφάλι κάθε μέρα να σου υπενθυμίσει πως άλλη μια μέρα ζωής ξημερώνει, αλλά αν τον ρωτήσεις ‘‘Γιατρέ μου πόσος καιρός μου απομένει;’’ θα σε κοιτάξει κατάματα, αλλά θα σου πει πως δε γνωρίζει-τώρα πια ξέρει μόνο ο θεός. Είναι το δελτίο ειδήσεων των οκτώ κι εδώ και πέντε λεπτά γράφω και νιώθω τρομοκρατημένη και αναρωτιέμαι πως γίνεται να διαμορφώσω τις ανάγκες μου με τα δεδομένα, πώς να βάλω τη ζωή μου σε στεγανά και αν τελικά αυτά τα στεγανά είναι αρκετά για να περιγράψει μια φορά πριν την τελευταία για να με στηρίξουν ολόκληρη. Έχω μια συνήθεια να γράφω ασυνάρτητα κοιτώντας τηλεόραση εδώ και δύο βδομάδες, αφήνω το υποσυνείδητό μου να εκφραστεί, του δίνω φωνή, το ακούω κι έπειτα καθόμαστε τα πρωινά και πίνουμε καφέ και συζητάμε και μένω έκπληκτη με τον τρόπο σκέψης του και προσπαθώ να παραλληλίσω την ζωή μου με τη ζωή του υποσυνείδητού μου και κάποιες φορές τα καταφέρνω αλλά μερικές φορές νομίζω πως μιλάω με το υποσυνείδητο κάποιου άλλου ανθρώπου. Το ενδιαφέρον μου κορυφώνεται όταν αγοράζω πασατέμπο και παρακολουθώ συζητήσεις ασυνείδητου και υποσυνείδητου. Είναι ότι πιο αλλόκοτο μου έχει συμβεί σε εμπειρία. Έχω πιάσει το νόημα και απλά σωπαίνω και αφήνω τον διττό εαυτό μου να αναπλαστεί και να εξελιχτεί. Και όλα αυτά ένα Σάββατο. Αλλά σήμερα ξημέρωσε Δευτέρα.
Έχει συννεφιά και μάλλον σε κάποιον την έσπασα πρωί πρωί με τις αποφάσεις μου να μείνω άλλη μια, δυο μέρες, διάλογοι μονολεκτικοί έτοιμοι να αρπάξουν φωτιά και να κάψουν τα κλειστά πατζούρια για να μπει το σύννεφο και μια πόρτα κλείνει πίσω μου με δύναμη και κάτι μουρμουρητά.
-Τι θες;
-Κάνε ό,τι θες.
-Δε μπορείς να μου πεις τι θες;
-Ό,τι και να σου πω θα κάνεις αυτό που θες.
Και φαίνεται μια ειρωνεία στο σκοτεινό μου δωμάτιο να φωτίζεται ψηλά και δεξιά στο ταβάνι. Αυτό που ήθελα ήταν να μάθω τι θες. Αδιαφορία για το οτιδήποτε και η μόνη συνέπεια κρύβεται στο όπλο στη σοφίτα δίπλα στην τηλεόραση κάτω από το παράθυρο. Τα φυσίγγια είναι γεμάτα με λέξεις ενοχής, οι μόνες που ειπώνονται, και είναι η μόνη συνέπεια που κυκλοφορεί ασύλληπτη μέσα στο σπίτι. Σουλατσάρει δεξιά και αριστερά, αφήνει πατημασιές δρομολογημένες για να μη χάσουν το δρόμο τους οι επόμενες ενοχές. Το σπίτι θέλει σκούπισμα και σφουγγάρισμα αλλά δε μπορώ να κάνω ούτε το ένα ούτε το άλλο. Μου το απαγόρεψε ο γιατρός για μερικές μέρες και είναι η καλύτερή μου. Σήμερα έμαθα γιατί πεθαίνουν τα λουλούδια μου. Είναι που γεννιέμαι από μέσα μου. Υπάρχει τόση ζωή μέσα μου που δε χωρούσε σε αυτό το σπίτι κι έτσι κάποιοι θυσιάζονται για να υπάρχει αυτή που κυοφορώ.
Σςςςςς…. Έξω έχει τόση σιωπή για Δευτέρα πρωί που τρομάζω˙ νομίζω πως όλος ο κόσμος έπαψε να υπάρχει γύρω μου, νιώθω μόνη, κάνω κύκλους και τώρα που το σκέφτομαι είμαι πιο ελεύθερη από ποτέ και κρεμάω πανό για πάρτι μοναξιάς και προσκαλώ όλους εκείνους που δε πρόκειται να ‘ρθουν για να μείνω ακόμα πιο μόνη. Δοκιμάζω τις αντοχές μου, φεύγω, φεύγω και πάλι, πάνω να περάσω δυο βδομάδες μόνη μου σε ένα τεράστιο άδειο σπίτι που μου προκαλεί φόβο και δέος, θα είμαι μόνη μου σε ακτίνα εκατοντάδων μέτρων δε θα υπάρχει ψυχή ζώσα γύρω μου και αν φωνάξω βοήθεια, άραγε θα με ακούσει κανείς; Τρέμω λίγο εσωτερικά, ίσως φταίει εκείνο το λευκό ψυχιατρείο που έβλεπα χτες στον ύπνο μου επηρεασμένη από τον ξύπνιο μου, και κάτι σκάλες που ανέβαινα και κατέβαινα με φόρα χωρίς να ξέρω ούτε γιατί τις ανεβαίνω ούτε γιατί τις κατεβαίνω. Δε θυμάμαι την πρόθεση και τον προορισμό μου. Θυμάμαι μόνο την αγωνία μου, τον φόβο μου, θυμάμαι έναν ήχο τραγουδιού να με βοηθάει να ξυπνήσω κι επιτέλους λυτρώθηκα ανοίγοντας τα μάτια μου. Θέλω να κουρνιάσω σε αγκαλιά, θέλω να νιώσω λίγη τρυφερότητα, πάνω μου πέφτουνε χέρια ροζιασμένα και σκληρά, εκνευρίζομαι που με πονάνε, θέλω λόγια μελιστάλακτα σε πραγματικό χρόνο και οι ανθρωποώρες μου σπαταλούνται πάνω στον καναπέ σωπαίνοντας και μένοντας γυμνές. Γελάω και χαμογελάω, όλα είναι τέλεια, όλα είναι καλά, όλα βαίνουν εξαιρετικά, τι άλλο να θέλω από τη ζωή μου-;- και η ειρωνεία η πρωινή έρχεται και ανενόχλητη πίνει καφέ από την κούπα μου και ρουφάει τις γουλιές μου που τις παίρνει εγωιστικά χωρίς να ρωτάει λες και τις ανήκουν. Άνθρωποι που ζουν με την εικόνα μου, μου λένε πως τα καταφέρνω και ανταπεξέρχομαι και είμαι πάντα η χαρά του κόσμου-πάσχω απο χαμοελαστή κατάθλιψη- κι εγώ θέλω να τους φτύσω λες και φταίνε αυτοί που βλέπουν την εικόνα που τους πασάρω για ζωή. Προσποιούμαι από άμυνα. Ή δικαιολογούμαι από ανασφάλεια. Δε ξέρω.
Περνάω μερικές πόρτες ξύλινες για δοκιμή για να δω που φτάνει το ύψος μου για να μη πηδήξω περισσότερο από αυτό και χαθώ στη στρατόσφαιρα. Όλα γύρω μου είναι περιτριγυρισμένα από σύννεφο και ο Αχιλλέας χτες μου είπε πως ο ήλιος είναι ζωή και του απάντησα και το νερό επίσης. Θέλω να ζήσω σε κλίμα τροπικό, θέλω τυφώνες και καταιγίδες τροπικές, θέλω κατακαλόκαιρα με μπόρες, θέλω τον φάρο εκείνο για σπίτι μου και δε μου τον δίνει κανείς, θέλω οι τυφώνες να βουίζουν έξω κι εγώ να είμαι μέσα στον φάρο σε μια κυκλική πορεία, σε μια δύνη, να νιώθω πως βρίσκομαι στο μάτι του κυκλώνα όπου έξω από την ύπαρξή μου γίνεται το έλα να δεις αλλά εγώ έχω το πλεονέκτημα να παρακολουθώ με μια κούπα ζεστό καφέ την απόλυτη θάλασσα που μόνο τον χειμώνα με γοητεύει τόσο όταν είναι εξαγριωμένη και δυνατή, τόσο δυνατή που μπορεί να φάει και βράχους ολόκληρους-εσύ μπορείς;
Κυκλοφορεί ένας θάνατος στο μπαλκόνι μου. Τα λουλούδια μου πεθαίνουν το ένα μετά το άλλο χωρίς προφανή λόγο. Η απόσταση που διανύει το προφανές από το υποκειμενικά φαινομενικό απέχει όσο ο γαλαξίας από το υπόλοιπο Σύμπαν. Μερικές μελανιές στο ασυνείδητο μου σώμα, είναι η απόδειξη πως το προφανές και το υποκειμενικά φαινομενικό, αγγίζεται μόνο μέσω ενός αστρικού ταξιδιού με προορισμό το δωμάτιο πανικού του μυαλού μου. Εκεί έχω το ονειρεματοκιβώτιό μου και όποτε κάποιος εισβάλει στη ζωή μου με βία τρέχω και χώνομαι εκεί, κλείνω εισόδους και εξόδους, βάζω τον κωδικό μου, ανοίγω το ονειρεματοκιβώτιο και διαλέγω ποιο όνειρο με κάνει να νιώθω ασφαλής. Το κάνω μπάλα και παίζω στους ατσαλένιους τοίχους μου αφήνοντας από έξω την καταστροφή να κυνηγάει κάτι για να τραφεί. Να γίνει δυνατή, δυνατότερη, αλλά όχι πιο δυνατή από τους ατσαλένιους τοίχους μου.
Βρέχει και λυτρώνομαι. Χτες το βράδυ κοιμήθηκα βαθιά, πολύ βαθιά, τόσο βαθιά που χάθηκα μέσα στους κεραυνούς και τα μπουμπουνητά και σώπασα. Πετάχτηκα όρθια μέχρι το ταβάνι και άλλαξα πλευρό εκεί πάνω, κι έμεινα να βλέπω τη ζωή μου να εξελίσσεται μέσα στο πορτοκαλί ριχτάρι που σκέπαζε απροσάρμοστα το σώμα μου. Τα βράδια ξαπλώνω στον καναπέ και τραβάω το ριχτάρι που σκεπάζει την πλάτη του καναπέ και με σκεπάζω. Κι έτσι με παίρνει ο ύπνος. Και μένω εκεί, ακίνητη για να μη ξεσκεπαστώ και κρυώσω. Ο καναπές αυτός μοιράστηκε ολόκληρη την ενήλικη ζωή μου κι έχουμε πει τόσα μυστικά ο ένας στον άλλο που αν πρέπει να τον αποχωριστώ κάποια στιγμή πρέπει να τον ορκίσω να μη πει τίποτα ή να βρω έναν τρόπο να τον δεσμεύσω με ένα απόρρητο αψυχολόγητου καναπέ για να μη με αφήσει χωρίς μυστικά και χωρίς ζωή. Μοιάζω να ταξιδεύω πάνω του έντεκα χρόνια πριν, να γίνομαι εικοσιένα, να βουλιάζω στα μαξιλάρια του κι έπειτα να βάζω το πρόσωπό μου μέσα του και να κλαίω για κάθε μη απτή πραγματοποίηση, απογοητευμένη. Νιώθω τρία γράμματα να με βάζουν από κάτω και να με ποδοπατάνε με μανία κι εγώ νιώθω απογυμνωμένη και αδύναμη ενώ ταυτόχρονα έχω στιγμές απεριόριστης δύναμης που με κάνουν να μπορώ να καταστρέψω τον κόσμο και, πριν καταστραφώ κι εγώ, να τον αναδομήσω από την αρχή με τα χέρια και τα νύχια μου. Είναι οι στιγμές της απόλυτης οργής και το αμέριστου θυμού μου. Εκείνες τις στιγμές γίνομαι η ίδια τοίχος από ατσάλι στο δωμάτιο πανικού μου και χτίζομαι ενσωματώνοντας την ύπαρξή μου με το μπετόν. Αν κοιτάξεις βαθιά μέσα στα μάτια μου εκείνη την ώρα δε θα βρεις επιφάνεια να πατήσεις και θα βουλιάξεις. Μόνο μη λυγίσεις. Αν λυγίσεις, λύγισα. Και θα γυρίσω ηττημένη κλαίγοντας, πάλι πίσω στο κορμί μου και τα μάτια μου θα αποκτήσουν και πάλι βάθος και θα πατήσεις και θα σωθείς. Και η συνομωσία ανάμεσα στην θυμωμένη οργή και στην ηττημένη μου ύπαρξη συνεχίζεται μέχρι τη στιγμή που ποτέ πια δε θα είναι αργά είτε για να θυμώσω, είτε για να ηττηθώ, ή θα είναι πολύ αργά και για τα δύο. Έξω μπουμπουνίζει και περιμένω την επόμενη αστραπή με τη μύτη κολλημένη στο τζάμι και την ανάσα μου να θολώνει το γυαλί. Και όταν γίνει αρκετά θολό, φτιάχνω σχέδια με το δάχτυλο τέτοια που θα μείνουν εκεί αόρατα και θα εμφανίζονται με κάθε τυχαία ή σκόπιμη ανάσα. Είναι τα λεγόμενα μαγικά σχήματα που είναι αόρατα κι όμως υπάρχουν. Όταν τα βαρεθώ θα πάρω πανί και νερό και θα τα σβήσω, γιατί μόνο έτσι παύουν να υπάρχουν, και ίσως με μια καινούρια ανάσα να φτιάξω καινούρια σχέδια. Κι έτσι κολλημένη στο τζάμι περιμένοντας την αστραπή των δώδεκα και τέταρτο θα βρω την ευκαιρία να ταξιδέψω ηλεκτρισμένη για όσο διαρκεί ένα ‘‘πάντα’’ πάνω από τα σύννεφα, για να δω από ψηλά όλα εκείνα που φαίνονται τόσο μικροσκοπικά που σχεδόν δεν υπάρχουν. Γράφω εκτονωμένη ασταμάτητα και γράφω διαφορετικά πράγματα από εκείνα που είχα σκοπό εξ’ αρχής να γράψω και αυτό γιατί ήδη τα ξέχασα -με λένε μνήμη αποσπώμενη από την κάρτα του μυαλού μου- κι έτσι φοβάμαι να κλείσω γιατί αν κλείσω θα κλειστώ για βδομάδες πάλι κι έτσι το μυαλό μου θα στερέψει από λέξεις και τα βράδια θα λέω λέξεις άλεξες δίχως ήχο και θα ξεχάσω τη γλώσσα μου αλλά δε βαριέσαι εαυτέ μου… θα μιλάμε με τα μάτια, τα χέρια και τις ανάσες μας. Και όποιος καταλάβει κατάλαβε…