Πολύχρωμη και όμορφη πήγε και κάθισε στην άκρη από το κάγκελο του σχολείου. Έμεινε ώρα πολύ εκεί. Ανοιγόκλεισε τα φτερά της μια δυο φορές και μετά, με τα φτερά κλειστά έμεινε εκεί ακίνητη και μόνη. Ένας άνεμος φύσηξε απρόσμενα λες και υπήρχε κάποιος λόγος που το έκανε. Χάιδεψε απαλά το πρόσωπο του μικρού αγοριού που την κοιτούσε επίμονα και τη θαύμαζε καθώς εκείνη ξεκουραζόταν. Ο άνεμος έφερε για λίγο τα μαλλιά του μπροστά στο πρόσωπο του, και το αγόρι με το χέρι του τα πήγε απαλά προς τα πίσω. Ο αέρας πηρέ την πεταλούδα, τη σήκωσε απαλά, και την ακούμπησε μπροστά στα πόδια του μικρού αγοριού. Δε σάλευε πια… η πανέμορφη πεταλούδα είχε πεθάνει…