Ότι ετοιματζίδικο είχα το κατανάλωσα και τώρα ξεβρακώθηκε η αδυναμία μου να πω δυο καινούριες κουβέντες. Μου έμειναν λίγοι άνθρωποι να αγαπώ και λίγο με τρομάζει, γιατί συνειδητοποιώ πως, σαν τις λέξεις, ξεμένω από αγάπη. Που είναι ο καιρός που βάζαμε και στις τσέπες μας, παρακαταθήκη για έναν κόσμο που βρωμούσε από πάντα, που μύριζα τη βρώμα και φοβόμουν μη λερωθώ. Και λερώθηκα. Κορόιδεψα τη Ρίτα στο δημοτικό και γύρισα στο σπίτι μεσ’ τη βρώμα με το κεφάλι σκοτωμένο. Και με ρώτησε η μάνα που λερώθηκα και της είπα πως κορόιδεψα τη Ρίτα. Και με κοίταξε. Και (το πιο βροντερό) κιχ δεν έβγαλε. Κι ένιωσα κουράδα σκύλου που πατήθηκε στο πεζοδρόμιο. Και νόμιζα πως έτσι μεταδίδεται η βρώμα, σαν κουράδα πατημένη που μυρίζει κάθε φορά που κάνεις το επόμενο βήμα. Και κατάπια χλωρίνη και μπήκα στο πλυντήριο στους ενενήντα βαθμούς με πρόπλυση στο πρόγραμμα για δύσκολους λεκέδες, στις τριακόσιες στροφές-να στύψω καλά να ξεχειλωθώ να ανοίξει το δέρμα μου να φύγει το σκατό. Και βγήκα λαμπερή μετά από τέσσερις μέρες, ξεντροπιασμένη, πήγα από τη Ρίτα και της είπα πως η μετατροπή από άνθρωπο σε ανθρωπίδιο γίνεται με το πάτημα ενός κουμπιού στον εγωισμό και ζήτησα συγνώμη. Και από τότε έμαθα κι άλλα, πολλά. Όπως ότι ο κόσμος έγινε ανυπόφορος από τότε που πέθανε ο χειμώνας. Φέτος του κάναμε τα τρία χρόνια, θεός σχωρέστον λένε οι ηλιολάγνοι και χορεύουν κι εγώ προσδοκώ ανάσταση νεκρών κάθε Νοέμβρη. Έβγαλα τις φλοκάτες με τις πρώτες ζέστες του Απριλίου, μου λείπουν οι φλοκάτες μου αλλά δεν υποφέρεται η ζέστη πάνω από τους εικοσιπέντε βαθμούς. Περπατάω ξυπόλυτη και τα πόδια μου από κάτω άρχισαν να σκληραίνουν ήδη και σε λίγο θα περπατάω γυμνή μέσα στο σπίτι με το βρακί και είναι η μόνη ευχαρίστηση να κυκλοφορώ γυμνή μέσα στο περιβάλλον μου. Τις προάλλες έπαθα πίεση στους πνεύμονες και μου κόπηκε η ανάσα και νόμιζα πάλι πως θα πάω να βρω τους χειμώνες που πέθαναν και χαλάρωσα αλλά τελικά ανάπνευσα και γύρισα στην Άνοιξη δυστυχισμένη μέσα σε έναν βούρκο από κλάματα. Έμεινα χωρίς πόδια και βρέθηκα σε έναν κόσμο κουτσό να τρέχω με τα χέρια να ξεφύγω από ότι με κούτσανε. Η μόνη μου γαλήνη είναι τα μάτια σου, εραστή μου, που κάθεσαι απέναντί μου και στέκεσαι σιωπηλός για να μη μου αποστάσεις την προσοχή σε μια προσοχή που διασπάται εύκολα από τους ήχους και πόσο σ’ ερωτεύομαι αγάπη μου που δε βγάζεις άχνα όταν το μυαλό μου είναι ακατάστατο. Δε ξέρω σε ποιο σημείο ο κόσμος έβγαλε την ομορφιά του σαν τα μάτια του, νομίζω πως πρέπει να γυρίσω μερικές εκατονταετίες πίσω να βρω εκείνη τη λεπτομέρεια που άλλαξε τα πάντα και προκάλεσε δυσλειτουργία στο λογισμικό της ανθρωπότητας, να τη διαγράψω και να τη σβήσω από τα ανακυκλώσιμα και μετά σκέφτομαι πως αυτό είναι φασισμός και πως δε μπορώ να κάνω τον κόσμο όπως μου αρέσει εμένα και αν αρέσει στους άλλους, τότε οι άλλοι είναι πιο ανώμαλοι απ’ ότι εγώ και πρέπει να περιμένω απλά να έρθει η ώρα να επιστρέψω στους χειμώνες. Ο κόσμος έχει μια αισθητική εμετική, μυρίζει εμετίλα και γι αυτό εγώ παθαίνω πίεση στους πνεύμονες σε κάθε εισπνοή. Με πνίγει μια εκ γενετής ανικανότητα να διαχειρίζομαι αδικία και θυμώνω, μοιραία εισπνέω εμετούς, εκπνέω ότι λιγοστά όμορφο έχει μείνει μέσα μου και ξεμένω και από ομορφιά, καμιά φορά νομίζω πως γερνάω κάθε φορά που ξυπνάω και σηκώνομαι από το κρεβάτι, κοιτάζομαι στον καθρέφτη και βλέπω το δέρμα μου γεμάτο ρυτίδες βαθιές σαν χαντάκια, μου θυμίζω την μπατζί-γιαγιά στα ενενήντα οκτώ της. Είμαι ένα πλάσμα κουρασμένο εξαρχής˙ μάλλον γεννήθηκα με κόπο ή συλήφθηκα με κόπο ή ανάπνευσα με κόπο, δε ξέρω. Χτες σου έδωσα όρκο αγάπης όπως τότε που ήμουν παιδί και γνώρισα στα νήπια τον πρώτο μου έρωτα, και αποφάσισα πως εδώ θα μείνω, να βλέπω τους χειμώνες να πεθαίνουν και να δυστυχώ μα μου αρκεί να σου πιάνω την πλάτη όταν κοιμάμαι. Κάνε υπομονή. Θα περάσει η περίοδος που δε θα αγκαλιαζόμαστε για έξι μήνες τον ύπνο μας. Γαμώ τις ξεαγκαλιασμένες εποχές. Αν ήμουν πουλί, όπως χθες στον ύπνο μου, δε θα ταξίδευα ποτέ κάτω από την επιφάνεια της ατμόσφαιρας της Γης. Ποτέ.
photo by Nasos Karabelas