Νομίζω ξημέρωσε
Έχω ρίγη από τα γαμωδέκατα
Πονάει εκεί που μου είπε η
μάνα πως είναι οι φτερούγες μου
Ποιες φτερούγες ρε μάνα, πλάκα
με κάνεις
Το ανθρωποσώμα μου δεν πετάει
αφού.
Το μυαλό μου όμως έχει δική
του αυτονομία
Κοίτα, κοίτα τώρα βρίσκομαι
στον κάμπο απέναντι
Τώρα κάνω βουτιά από ψηλά
γυμνή στους καταρράχτες ουρλιάζοντας
Και φτάνω στον πάτο και βγαίνω
με μια αναπνοή κατακόρυφη
Αγνή, άσπιλη και αμόλυντη
Δε θυμάμαι το όνομα και καμιά
μου ιδιότητα
Θυμάμαι μόνο πως έριξα λίγο
φλασκούνι παραπάνω στο αφέψημά μου και πίκρισε
Πονάω, πονάω γαμώ το κέρατό
μου
Μαμά που είσαι να μου βάλεις
κομπρέσες με νερό και ξύδι να μου πέσει ο πυρετός
Που είσαι ρε μαμά, είδαν τα
μάτια μου σήμερα και ένιωσα ανασφαλής
Τα μάτια μου, καταλαβαίνεις;
Μαμά δεν με ακούς, με έχω
κρύψει και από σένα
Είσαι η παράπλευρη απώλεια της
ζωής μου
Δε μπορώ να διασχίσω το δρόμο
και να έρθω
Δε μπορώ να ακουμπιέμαι, πληγιάζει
το δέρμα μου
Ούτε να ακούω, τρυπούν τα
τύμπανά μου
Ανοίγω την πόρτα και κάνω
δειλά ένα βήμα
Σαν εκείνα που κάνεις στο
πρώτο θαλασσινό μπάνιο
Που ακουμπάς το δάχτυλο και σε
πιάνουν ρίγη
Και αποφασίζεις πως καλά είναι
και στην αμμουδιά
Και τραβάω το πόδι μου
Κλείνω την πόρτα
Καλά είναι μόνο στο σπίτι μου
Ή σε ότι θεωρώ οικείο
Κανένας άνθρωπος δε θα με
κάνει να νιώσω τόσο οικεία όσο ο εαυτός μου
Και κανένας τόσο άβολα.
Η γύμνια δεν είναι στην
περιθηλαία άλω.
Η γύμνια είναι στα βλέμματα.