Κατηφόριζες την Αγίας Σοφίας
όταν σε είδα τυχαια για δεύτερη φορά. Φορούσες εκείνο το άθλιο βρώμικο τζίν που
μύριζε φορμόλη απο μακριά. Είχες πεθάνει μέσα σε εκείνο το τζιν αλλά δε το
είχες καταλάβει. Οι αρβύλες σου βρωμούσαν, είχες πατήσει σκατά σκύλου και τα
κουβαλούσες σε όλη την Αγίας Σοφίας αλλά εσύ ήσουν τόσο παθητικός που κατέληξες
απο φιλόσοφος να γίνεις αδιάφορος και να ξεπαστρέψεις με τη μία όλα τα ζωτικής
σημασίας απωθημένα σου. Εγώ ανέβαινα κι εσύ κατέβαινες. Σταμάτησα και στάθηκα
ακίνητη και σε κοιτούσα να περπατάς με τα χέρια στις τσέπες σαν κανένα
ξιπασμένο πρεζόνι και σαν τα ξιπασμένα πράγματα και συναισθήματα χειρότερο δεν
έχω. Έφτασες στο ύψος μου. Με προσπέρασες κι εγώ έμεινα εκεί ακίνητη σαν να σε
παρατηρούσα πια με την πλάτη καθώς χανόσουν. Σταμάτησες για λίγο και έκανες
μερικά βήματα προς τα πίσω με την όπισθεν σαν να γύριζες την ταινία προς την
αρχή. Στάθηκες δίπλα μου και ακούμπησες τον δεξί μου ώμο με τον δεξί τον δικό
σου. Έμοιαζε να είμαστε πρόσωπο με πρόσωπο αλλά ήμασταν ώμο με ώμο. Μου είπες
"Αγρίεψες", σου είπα "Βρωμάς, πάτησες σκατά σκύλου και σκατά ζωής",
μου είπες "Δε σε ξέχασα ποτέ να ξέρεις και ας μεγαλώσαμε", σου είπα
"ό,τι αγάπησα δεν είναι πάνω σου, είναι μέσα σου", μου είπες "Πέρασαν δεκαπέντε χρόνια", σου είπα "Τα χρόνια περνούν η ώρα δε περνάει"
κρέμασες και πάλι στα χέρια σου δίπλα στο σώμα σου. Κρέμασα κι εγώ τα δικά μου.
Τα δάχτυλά μας αγγίχτηκαν. Εσύ τράβηξες τα δικά σου κι εγώ τέντωνα τα δικά μου
να σε βρω σαν σε πηχτό σκοτάδι. Σε ένιωσα. Σε γράπωσα. Πέρασα τα δάχτυλά μου ανάμεσα
στα δικά σου έτσι όπως καθόμασταν ώμο με ώμο ακουμπισμένοι. Μου τα έσφιξες. Σου
είπα "Συγνώμη για τότε". Κι εσύ μου είπες "Σ' αγαπούσα"
23.2.14
18.2.14
The Law of Universal Gravitation
Απο σένα θυμάμαι κυρίως τα κρεμασμένα
χέρια σου στο πλάι. Ήμουν δεκαπέντε όταν για πρώτη φορά έφυγα απο τον κλοιό της
γειτονιάς και κατηφόρισα προς την παραλία με το τετράδιο και το μολύβι και το
βιβλίο της Φυσικής στα χέρια. Κάθισα στο παγκάκι κοντά στο πάρκο του Φωκά λίγο
πιο πέρα απο το Μακεδονία Παλλάς. Βγήκα να διαβάσω κάτι για την κρούση και την
αλληλεπίδραση του Φωτός με την ύλη. Απο τότε ερωτεύτηκα το σκοτάδι. Είδα την
τέχνη μέσα απο αυτό και λίγα μέτρα πιο πέρα στο διπλανό παγκάκι καθόσουν εσύ, ο
πιο σκοτεινός απ' όλους, με τα μακριά μαλλιά και, παρατηρούσες έντονα τον τρόπο
που έβαζα το μολύβι στα μαλλιά μου για να τα πιάσω κότσο και χαμογελούσες με την
κίνησή μου να το βγάζω απο το κεφάλι μου για να κρατήσω σημειώσεις. Πάντα
δάγκωνα τις άκρες απο τα μολύβια μου, εκείνα με το κίτρινο και το μάυρο και,
ότι περίσευε απο αυτά είχαν πάνω τα αποτυπώματά των δοντιών μου.
Πάντα στο ίδιο παγκάκι απο τότε
διάβαζα τη Φυσική μου και πάντα στο παραδιπλανό καθόσουν εσύ σαν σε άτυπο
ραντεβού στο ίδιο μέρος την ίδια ώρα. Μια μέρα ήρθες με μια σακούλα μολύβια και
κάθισες δίπλα μου και με ενόχλησες. Σε
κοίταξα και μου είπες πως τα μαύρα μάτια μου πηγαίνουν περισσότερο με κερασί
κραγιόν κι εγώ σου είπα πως δε με νοιάζουν τα φτασίδια και τότε με ξεκοίταξες
και κάθισες πάλι παραδίπλα. Σε ξεκοίταξα κι εγώ και συνέχισα τις ασκήσεις μου. Μέχρι
που το μυαλό μου κόλλησε σαν μασημένη κασσέτα της εποχής κι επαναλάμβανε τις
ίδιες καταστάσεις ξανά και ξανά. "Εξήγησέ μου τον τύπο c = λν και θα πάμε για καφέ στον Ηρακλειώτη"
σου είπα. Και ήρθες δίπλα μου, πήρες το μολύβι απο τα μαλλιά μου έγραφες,
έγραφες, έγραφες και στο τέλος με πήρες απο το χέρι και με τράβηξες και
ανεβήκαμε στην πεζογέφυρα για να μη διασχίσουμε την παραλιακή κι εκεί πάνω μου
είπες πως θα με παντρευόσουν αν σου το ζητούσα. Κι εγώ τράβηξα το χέρι μου και
σε έβρισα και σου είπα πως "δε θες να μπλέξεις μαζί μου" και μου
είπες "κι όμως θέλω" κι εγώ έτρωγα αμήχανα το μολύβι μου. Έβγαλες ένα
μολύβι απο τη σακούλα και ήρθες απο πίσω μου και μου έπιασες τα μαλλιά σε κότσο
και τα στερέωσες. Μου μίλησες για τον Νόμο της Παγκόσμιας Έλξης του Newton και πως αυτός επιδρά στα βλέμματα κι εγώ
κατάλαβα πως ήσουν πιο παράξενος απο μένα και φοβήθηκα. Άρχισα να τρέχω μακριά
σου και κοίταζα πίσω μου να ξεφύγω απο μένα με αγωνία.
Ο επόμενος Σεπτέμβρης με βρήκε στο
προαύλιο της πρώτης Λυκείου να κάνω την προσευχή στον αγιασμό μπροστά απο σένα.
Κι ένιωθα τον Νόμος της Παγκόσμιας Έλξης στον αυχένα μου. Γύρισα και σε κοίταξα
ενώ δε πίστευα στα μάτια μου πως σε έβλεπα μπροστά μου. Μου είπες πως τα
ανεκπλήρωτα χρέη πρέπει να ξεχρεώνονται το συντομότερο και μετά το σχολείο
πήγαμε στο πάρκο του Ηρακλειώτη, κοντά στο σπίτι μου για να μην αργήσω και
φωνάζει η μάνα. Μου είπες "Αν μου το ζητούσες θα σε παντρευόμουν
τώρα". Σου είπα " Δε θες να μπλέξεις μαζί μου" μου είπες
"Δε σε ξέχασα ποτέ απο την πρώτη στιγμή που σε είδα πριν καν αντιληφθείς την
ύπαρξή μου" σου είπα "Δεν υπάρχεις έτσι κι αλλιώς. Ούτε κι εγώ"
μου είπες "Νιώθω σαν το G στον νόμο
του Newton." Σου είπα "Νιώθω σαν το r στον Νόμο του Newton." Και μετά τα τρία χρόνια σχέσης δεν αντέχαμε πια ο ένας τον
άλλο...
Όπου G η σταθερά της παγκόσμιας έξης.
Όπου r η απόσταση των δύο σημείων...
12.2.14
Echolocation
Ξέρεις τί; Μου αρέσει όταν
βρέχει. Θέλω να ανεβαίνω στη σοφίτα και να ακούω τη βροχή στα κεραμίδια. Να ξαπλώνω
πάνω στη φλοκάτη σε εμβρυική θέση και να σε νιώθω απο πίσω μου να κλειδώνεσαι
και να με αγκαλιάζεις. Μου αρέσουν αγκαλιές που είναι στήθος με πλάτη
κολλημένες. Να ακούω την ανάσα σου να τρεμουλιάζει, την καρδιά σου να χτυπάει,
θα ήθελα να μου χαϊδεύεις τη γραμμή στον αυχένα μου με τις ώρες, να καταλήγεις
στη ραχοκοκαλιά μου. Να κάνεις ήχους με τη γλώσσα σου για να μάθεις τον ήχο μου
και να με βρεις με τα μάτια κλεισμένα. Θα ήθελα να με θες και να μη σου
δίνομαι. Να το νιώθω στην πλάτη μου το πόσο. Να είσαι μες την καύλα και να να
μη σου χαριστώ, όχι δε θα σου χαρίζομαι. Και να μη σου δίνομαι, όχι απο γινάτι
αλλά επειδή δε θέλω να είμαι τίποτα λιγότερο απο τα Πάντα έστω και για μια
στιγμή. Τη στιγμή της ένωσης. Όχι πριν νιώσω την καρδιά σου να ξεριζώνεται με
λαχτάρα απο το στήθος σου, να μπαίνει απο την πλάτη μου, να σκίζει το δέρμα
μου, να τρέχει προς το μέρος της δικής μου. Έτσι θέλω.
10.2.14
We are just lost souls, aren't we?
Ένα τσιγάρο, έτσι για τη
νύχτα. Ευτυχώς που δε φοβάμαι να ονειρευτώ. Είναι η άμυνα μου στο
απροσδιόριστο. Είναι όλα τόσο ρευστά και αυτό είναι το υγειές στη ζωή, να
κυλούν όλα και να σε αιφνιδιάζουν. Δε ήθελα κουβέντα σήμερα απο το πρωί. Αψυχολόγητες
τάσεις φυγής και προσφυγής στο δικαστήριο του μυαλού μου. Κρίνομαι αθώα ένοχη
και κάνω κυκλάκια τον καπνό με το στόμα και τη γλώσσα μου ώσπου γεμίζει το
δωμάτιο ομίχλη. Θέλω φιλιά στο στόμα ρουφηχτά. Να μου γαμήσεις το μυαλό και
μετά να μου χαϊδεύεις την πλάτη ως το ξημέρωμα. Να με παραμυθιάζεις με
γλυκόλογα. Θα τα πιστεύω, σου το υπόσχομαι. Κι εγώ εκείνη τη στιγμή θα σε
ερωτευτώ για πάντα. Το πάντα είναι μια αιώνια στιγμή. Για πιο μετά δεν σου
υπόσχομαι κάτι.
9.2.14
Shadows with pearls and colours
Θυμάμαι που όταν παίζαμε με τα
παπούτσια μας η μάνα φώναζε επειδή ήταν τα μοναδικά ζευγάρια κι εμείς οι
ασεβείς. "Δε νιώσατε φτώχεια", έλεγε και ξαναέλεγε, "γιατί εμείς
δε σας αφήσαμε να πεινάσετε" κι εμείς γελούσαμε και παίζαμε με τα
παπούτσια μας. Με το μοναδικό ζευγάρι παπούτσια μας, που ήταν ταυτόχρονα και το
μοναδικό μας παιχνίδι, η μοναδική μας ασφάλεια, η μοναδική μας
σιγουριά· όλη η ζωή μας για δύο χρόνια τα παιδικά παπούτσια μας. Η μάνα
σου αυτοκτόνησε. Κι εσύ μπήκες σε Ορφανοτροφείο. Για πότε απο Γιαννάκης έγινες
Γιάννης, χαμπάρι δε πήρε κανείς στο σχολείο. Εγώ μεγάλωνα με τα χρόνια κι εσύ
με τις μέρες. Μεταλλάχτηκες σε κάτι ατίθασο και τρελό. Δεν ήσουν πια φίλος μου.
Έφυγες πριν την Ε' Δημοτικού.
Ένα βράδυ καθώς περνούσα απο την
Κωλλέτη στη Γιαννιτσών σε είδα να κάνεις πιάτσα. Έπιανα δουλειά στις δέκα
τη νύχτα, λίγο πριν ή λίγο με τα απο σένα. Εσύ στο πεζοδρόμιο. Εγώ στον τρίτο
όροφο. Για τότε λέω. Πριν φυτρώσει το εμπορικό κέντρο και "απολύσει"
τις πιάτσες. Είχες αλλάξει τα πάντα πάνω σου· τα πάντα εκτός απο το
βλέμμα. Δε σε γνώρισα. Ούτε κι εσύ πιστεύω. Με αναγνώρισες περισσότερο, απο το
χαχανιτό μου. Μια μέρα με φώναξες κι εγώ γύρισα αλλά δεν είδα κανένα γνωστό και
συνέχισα. Σε παρατηρούσα σαν κάτι γνώριμο μιας προηγούμενης ζωής κάθε φορά και
κάθε φορά κατέβασα τα μάτια μου στη θέα σου γιατί ένιωθα να καρφώνεσαι στα
μάτια μου, να μου μιλάς με κάποιον τρόπο με αυτά, σαν να με παρακαλούσες
απεγνωσμένα να σε κοιτάξω για να σε θυμηθώ, ήθελες τόσο απεγνωσμένα να σε
κοιτάξω για να σε θυμηθώ. Αλλά εγώ δεν είχα όρεξη για απεγνωσμένες ματιές και
περισσότερο απο απεγνωσμένους ανθρώπους. Βλέπεις κι εγώ έφυγα μικρή απο τη μάνα
μου και έπρεπε να σταθώ μόνη, δυνατή, να συντηρήσω τη ζωή μου, τον εαυτό μου,
το σπίτι μου. Είχα τις δικές μου απογνώσεις να νταντεύω και να νανουρίζω, δε
μπορούσα να κουβαλήσω κι άλλες.
Ένα βράδυ μου είπες καλησπέρα κι εγώ
αναγκαστικά σε παρατήρησα. Σε κοίταξα τόσο βαθιά που για πρώτη φορά εσύ
κατέβασες τα μάτια. Όταν σχόλασα σε βρήκα εκεί. Λίγο κάτω απο τη Μοναστηρίου.
"Γνωριζόμαστε" σου είπα. "Δε ξέρω" μου είπες. "Δε
ρώτησα" σου είπα. "Γνωριζόμαστε". Ήταν νύχτα ακόμα. Στο
σχόλασμα. Λίγα λεπτά μετά τις έξι το πρωί. Έκανε κρύο. Το μαγαζί με τις
μπουγάτσες Κωλλέτη με Γιαννιτσών ήταν κλειστό. Πήγαμε ως το Βαρδάρη με τα πόδια
σε ένα στενό εκεί απέναντι απο τα Δικαστήρια. Μπήκαμε στο μαγαζί παραγγείλαμε
μπουγάτσα με τυρί και κακάο και τα λέγαμε. Εσύ με τα φανταχτερά σου χρώματα στα
μάτια και τα μάγουλα κι εγώ με φόρμες και αθλητικά, με βρωμερά λαδωμένα μαλλιά
πιασμένα πρόχειρα με έλα λαστιχάκι μπεζ, απο εκείνα που τυλίγουμε τον Ελληνικό
καφέ να μη πάρει υγρασία. Θυμηθήκαμε τότε που παίζαμε με τα παπούτσια μας και η
μάνα φώναζε επειδή ήταν τα μοναδικά ζευγάρια κι εμείς οι ασεβείς. Μιλούσαμε
μέχρι μετά το ξημέρωμα. Περισσότερο εσύ. Μου μίλησες για τη ζωή σου με
αμόρφωτες λέξεις αλλά μορφωμένα συναισθήματα. Η δυστυχία σου και ο θυμός σου
είχε γνώση, σοφία. Σου είπα πως το θέμα δεν είναι να μοιάζεις σε αυτό που θες.
Το θέμα είναι να είσαι. Όταν απλά μοιάζεις, είσαι "σαν". Σαν
πεταλούδα, σαν γυναίκα, σαν άνθρωπος αλλά τίποτα απ' όλα αυτά. Αν δεν είσαι και
απλά μοιάζεις, φαίνεσαι σαν φθηνή απομίμηση. Και όταν λέω "είσαι" δε
μιλαω για το προφανές αλλά για το τι είσαι μέσα σου. Και αν είσαι μέσα σου,
τότε δεν έχεις καμιά ανάγκη να "μοιάζεις". Είσαι ευτυχισμένος. Κι εσύ
δεν ήσουν. Κοντά στις εννέα του πρωί μου είπες πως πρέπει να φύγουμε. Έβγαλα
λεφτά να πληρώσω. "Κερνάω εγώ" μου είπες και μου έπιασες τα χέρια. Σε
ένιωθα ζεστό να με πιάνεις κι ένιωσα σχεδόν να ερωτεύομαι τη ζεστασιά σου.
Μετά απο εκείνο το κακάο και τη
μπουγάτσα, δε σε ξαναείδα ποτέ.
Οποιαδήποτε
ομοιότητα με
πρόσωπα ή
καταστάσεις είναι
συμπτωματική.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)