Τί όμορφα που βρέχεσαι αγάπη μου...
25.9.13
Thief
...αλλά εσύ αγάπη μου μοσχοβολάς πορτοκάλι και κανέλα. Μου θυμίζεις ζεστά ριχτάρια και χοντρά χαλιά, μου θυμίζεις τζάκι και κουβέρτα και αγκαλιά. Έχω συνδυάσει τις νυχτερινές ταινίες με κουβέρτα και αγκαλιά γι αυτό το καλοκαίρι δε μου αρέσει να βλέπω ταινίες, δεν έχει κουβέρτα. Θα κάψω τον απέναντι καναπέ. Κλέβει το σχήμα του σώματός σου.
24.9.13
Stink
Με καταπιέζει τόση ασπρίλα. Θέλω
να γαμιόμαστε, να πηδιόμαστε, να ερωτευόμαστε χωρίς ασπρίλες. Οι κόρες μου
μικραίνουν τα μάτια μου κλείνουν γίνονται κουμπότρυπες, εδώ πολλές φορές έχω μάτια
και δε βλέπω, τί πιθανότητες έχω να δω με κουμπότρυπες; Όταν σβήνουν τα φώτα
γίνομαι μήκος κύματος και ξεκουράζομαι. Θα κρεμαστώ ανάποδα να μου ανέβει το
αίμα στο κεφάλι μπας και θυμώσω και βγω απο τη βόλεψή μου, βγω στους δρόμους να
φωνάξω, να διαμαρτυρηθώ, να πω πως δεν αντέχω άλλο τη βρώμα που έχουν οι
άνθρωποι όταν σαπίζουν, την ίδια βρώμα έχουν και οι βλεφαρίδες μου·
γιατρέ μου σαπίζουν και τα βλέμματα; - Ναι σαπίζουν και βρωμάνε, - τρίψου
κορίτσι μου να φύγει η βρώμα-μαμά καίει το νερό- τρίψου να φύγει η βρώμα
κορίτσι μου. Τρύπησαν τα μυαλά και χύθηκαν οι ιδέες μας που φόρτιζαν τις αξίες
μας με φωνή. Βράχνιασε το Είναι μου ψάχνω μέσα μου ξεχασμένα νοήματα - γαμημένα
πάζλ πάντα ήσασταν πάνω απο τον δείκτη ευφυΐας μου και μου τρώγατε την υπομονή
και σας παρατούσα. Συγνώμη αν πρόσβαλα την αισθητική σας. Πέρασα απλά να βγάλω
τα σκουπίδια μου.
14.9.13
Lost bodies
Ήταν εντελώς στ’ αρχίδια μου αν αυτό το ποτάμι
λεγόταν Ιλισός. Αυτό που είχε
σημασία ,ήταν ότι ήταν το μοναδικό μέρος που μπορούσα να χωθώ για να ξεφύγω από
τους μπάτσους. Μπήκα από την είσοδο στην Καλλιθέα και άρχισα να τρέχω μέσα στο
στεγασμένο, τσιμεντωμένο ποτάμι ώσπου έτρεχα στο απόλυτο σκοτάδι χωρίς να βλέπω
εντελώς τίποτα πίσω μου, τίποτα εντελώς μπροστά μου, ώσπου βρέθηκα με τα μούτρα
μέσα στα βρωμόνερα,τις αποχετεύσεις και τα βιομηχανικά λύματα, και η γλώσσα μου
βούτηξε στα κάτουρα των ποντικιών.
Ξαφνικά το άγχος και η αγωνία μου έφυγαν και
αφέθηκα να βυθίζομαι ήρεμα και παράλογα με το χρώμα του νερού να ξανοίγει γύρω
μου σε ένα μπλε, μωβ, γαλάζιο, που εναλλάσσονταν με μια
θύελλα από φως, που δημιουργούσε όγκο, βάθος και κουρτίνες από φως, σαν τροπική
καταιγίδα. Τότε κατάλαβα ότι κινούμαι με μεγάλη άνεση, κουνώντας μόνο το κουτσό
μου πόδι. Παρ’ όλα αυτά, γλιστρούσα όμορφα. Βαθιά και μακριά, έβλεπα τα πάντα,
όμως κοντά, ήταν όλα θαμπά, φλουταρισμένα. Προσπάθησα να ενώσω τα χέρια μου σα
γυαλιά, για να δω καλύτερα. Σιγά σιγά, άρχισα να ξεχωρίζω τις ραφές από τη
μπλούζα της, που ταξίδευαν το κορμί της σαν ξερολιθιά. Γύρισε και μου άστραψε
ένα χάδι με την ανάποδη του χεριού της, κι έτσι γύρισα το βλέμμα μου και
κατάλαβα, ότι όλοι εκεί ήταν σ’ έναν άλλο κόσμο απ’ αυτόν που ξέραμε. Εκεί δεν
υπήρχε άγχος για τίποτα. Οι άνθρωποι, δεν χωρίζονταν σε φυλές, σε πλούσιους και
φτωχούς, όλοι αισθάνονταν, χαίρονταν. Κανείς δεν κατείχε. Κανείς δεν ήθελε,
γιατί είχε. Είδα όλα τα σπάνια cd που έψαχνα, μπροστά μου, αλλά δεν αισθάνθηκα
την ανάγκη να πάρω ούτε ένα.
Ολόγυρα είχε εξαιρετικές ζωγραφιές, που άλλαζαν
συνέχεια, ανάλογα με ποιό τρόπο τις έβλεπες. Όταν πείναγες, έφτανε να κοιτάξεις
δεξιά αριστερά και είχε τραπέζια με βουνά από κανελόνια με κιμά σαλτσαρωτά και σουβλάκια
τυλιχτά τριών λογιών: ένα με πλημμυρισμένο τραγανιστό πικάντικο γύρο, το άλλο
με πανσέτα και το τρίτο, δεν υπήρχε – ήταν απλώς το τρίτο. Λίγο πιο κάτω,
υπήρχαν ταψιά με μουσταλευριά, με μπόλικη κανέλα και ένα δάχτυλο καρύδι από
πάνω. Η ηλικία, ήταν αυτή, ή απλά δεν ήταν. Εκεί δεν υπήρχαν νυστέρια έτοιμα να
επιτεθούν στις ρυτίδες, εκεί δεν υπήρχε καμία απειλή. Όλα ήταν αλήθεια, κι όλα
ήταν ψέμα. Σαν κοίταζες μέσα στα μεγάλα κομμάτια από κεχριμπάρι αναγνώριζες
αγαπητά πρόσωπα που ήταν έτοιμα να συζητήσουν μαζί σου. Το άλσος, το νερό, το
νερό… και η μουσική. Που εκεί τη μετέφερε ο ένας στον άλλο, με ένα άγγιγμα και
ένα βλέμμα. Αυτό ήταν και το μόνο που έφερα πίσω μαζί μου, τη μουσική. Για να
με πιστέψετε, αλλά για να δείτε κι εσείς τη μαγεία και την πληρότητα που ζούσαν
εκεί.
Και φυσικά για να με πιστέψετε.
13.9.13
Wet Fucking
Ξεκίνησαν νεροποντές,
Σεπτέμβρη, Σεπτέμβρη μου πάντα συνεπής στα πρωτοβρόχια σου. Έχει υγρασία τα
πρωινά, οι πνεύμονές μου αρχίζουν και καίνε, βήχω πολύ μέχρι να κάνω εμετό τα
σωθικά μου. Ο Σεπτέμβρης έχει κάτι αναρχικό μέσα του, είναι ο μήνας που δεν
είναι σαν κανέναν άλλο, είναι ο μήνας "πάω κόντρα σε αυτούς που αγαπούν το
καλοκαίρι" και όσοι αγαπούν τη θάλασσα ξέρουν πόσο λατρεμένος μήνας είναι.
Εγώ αγαπάω τη θάλασσα ως μάζα το καλοκαίρι. Είναι η άμυνά μου απέναντι στη
ζέστη. Το εργαλείο μου. Εγώ αγαπώ τη θάλασσα το καταχείμωνο. Να φυσάει
Βαρδάρης, το χρώμα της να είναι γκρι ή σκούρο γκρι, να ξεχύνεται στα
πεζοδρόμια, να καταπίνει παραλίες, να βρέχει μπατζάκια, να περπατιέται με
μπότες ως το γόνατο. Και γαμώ να κάθομαι στην παραλία μόνη τον χειμώνα μαζί με
τις ψαρόβαρκες στον Μπαχτσέ και στην Περαία. Στον Μπαχτσέ περισσότερο. Μερικά
πρωινά μετά τις εφημερίες μου περνάω απο εκεί και χαζεύω τις ανατολές του
Χειμώνα. Φεύγω πριν να ξημερώσει. Φοβάμαι μην αποκτήσεις την ίδια ανάγκη με
μένα και συναντηθούμε. Δε θέλω αναμνήσεις, προτιμώ να ξεχνώ, πονώ στις
αναμνήσεις, ξε-κουφαίνουν αμαρτίες. Θυμόμουνα τον Τάσο απ' την Αθήνα σήμερα. Με
ξέγραψε μαζί με κάτι απομεινάρια μητρότητας. Δε σου φταίω ρε Τάσο που η μάνα
σου ήπιε το φίλτρο της αμητεροσύνης και σε ξέγραψε αλλά δε πειράζει ρε μαλάκα,
αλήθεια δε πειράζει αν έπρεπε να με ξεγράψεις κι εμένα για να λυτρωθείς καλά
έκανες κι εγώ το ίδιο θα έκανα και ας αδικούσα και δυο τρεις, σαν τη λύτρωση
δεν έχει. Ίσα που θυμάμαι τη φάτσα σου πια, πέρασε πάνω απο μισή ζωή απο τότε
που σε είδα για τελευταία φορά, και λίγο λιγότερη απο την τελευταία φορά που σε
άκουσα. "νοικοκυρούλα μου" με φώναζες κι εγώ καμάρωνα ψήλωνα λίγο
παραπάνω απο περηφάνια σαν να ανέβαινα στα δεκάποντα της μαμάς αλλά το έπαιζα
σκληρή και δε το έδειχνα. Αυτή τη σκληράδα την κληρονόμησα απο τον παππού μας
καρμικά, σκατά κάρμα είχες παππού μου φαίνεται αλλά τώρα που γέρασες νομίζω πως
μαλάκωσα μαζί σου, σε έναν γέρο τί κακία να κρατήσεις, ευτυχώς που ο μπαμπάς
δεν έμοιασε σε σένα και είναι μαλακός σαν βούτυρο όταν με αγκαλιάζει. Χέζεται
πάνω του όταν με βλέπει, το ξέρω πως χέζεται το βλέπω στα μάτια του που είναι
δυο φεγγάρια το ένα δίπλα στο άλλο και καθρεφτίζεται το είδωλό μου. Να, αν ήταν
εδώ ο μπαμπάς τώρα θα σκότωνε όλα τα κωλοκούνουπα που μου ρουφούν το αίμα και
αφήνουν σημάδια στην χάρτινη επιδερμίδα μου. Κανένας ψόφος για τα κουνούπια
φέτος, νομίζω πως είναι ακόμα πιο γρήγορα απο το καλοκαίρι, τουλάχιστον το
καλοκαίρι κατάφερνα και σκότωνα μερικά, αυτό το γαμωκούνουπο όμως που τις
νύχτες μου βουίζει ακόμα δε το έλιωσα στις παλάμες μου, κούφια "κλαπ"
στον αέρα και ίχνος κουνουπιού μέσα στα δάχτυλά μου έστω ένα κομμάτι φτερού να
ξέρω πως ποτέ πια δε θα πετάξει κι εγώ θα κοιμηθώ ήσυχα μια νύχτα. Παλιότερα
ξενυχτούσα απο Έρωτα. Αργότερα απο Πόνο. Τώρα που όλα στη ζωή μου ομαλαίνουν,
ξενυχτώ κυνηγώντας ένα κουνούπι απο το πουθενά. Κατάντια φίλε μου, κατάντια,
αλλά δε πονάω πια, ο έρωτας τρυπώνει έτσι κι αλλιώς στο δέρμα μου με μορφές
οικείες, μου λείπει να πηδιόμαστε μόνο καμιά φορά, να βρέχει και να πηδιόμαστε,
τί ωραία τα πηδήματα σε δυνατές βροχές. Νομίζω πως σαν τα πηδήματα του
Σεπτέμβρη δεν υπάρχουν άλλα. Και νομίζω πως σ' αυτό ταιριάζουμε πιο πολύ απ'
όλα.
11.9.13
5.9.13
Scoundrels
Βλέπω φαντάσματα κι έπειτα περιτριγυρίζομαι
απο φοβικές ενέργειες και πετάγομαι ολόρθια μέσα στη νύχτα και φοβάμαι να πάω
για κατούρημα, σήκω θέλω να κατουρήσω και φοβάμαι οι μπαλκονόπορτες είναι
κλειστές; Αν δεν είναι δε πάω πουθενά, κατουριέμαι αφόρητα, κατουριέμαι πολύ,
φοβάμαι τις ανοιχτές μπαλκονόπορτες γιατί φοβάμαι τα ανοιχτά στόματα που καταπίνουν
αδηφάγα σαν σκουπιδοφάγοι. Η μάνα αλλάζει γραφείο και είναι με αντικαταθλιπτικά
ο ένας ο πατέρας τη στηρίζει απο το μπράτσο μη καταρρεύσει, ο άλλος ο πατέρας
στηρίζει εμένα με σάλτσες έτοιμες φτιαγμένες και καυσόξυλα για τζάκι μη καταρρεύσω
εγώ, η ερωμένη μου στηρίζει τη δική της μαμά και τον δικό της μπαμπά με μακαρόνια
και χειροποίητο ζεστό ψωμί πολύσπορο που τη στηρίζουν όπως όπως με ότι απέμεινε
απο στηρίγματα οικοδομής. Ένας να πέσει γκρεμιστήκαμε όλοι. Όλοι αν πέσουμε θα
κάνουμε βουνά απο πτώματα γκρεμισμένα. Κι αν συμβεί αυτό θα έρθουμε όλοι οι
πεθαμένοι πιο κοντά ο ένας στον άλλο και θα αγγιζόμαστε. Εμένα να με βάλετε στο
βουνό που θα είναι ο παππούς ο Χαράλαμπος. Εκείνος κι εγώ δεν αγγιχτήκαμε ποτέ,
σκληρός πολύ ο παππούς ο Χαράλαμπος, σκληρός πολύ και αυτός και η γιαγιά η
Μαρία. Σκληρός και αριστερός. Παππού, δε γίνεται αριστοκρατία και μύτη στο
ταβάνι και "μάλιστα πατέρα, μάλιστα μητέρα, ότι πείτε πατέρα" και αριστερός.
Ο παππούς ο Σίμος είναι ο πιο αγαπημένος παππούς του κόσμου όλου και χέστηκα
όπως χτες στον ύπνο μου απο τον φόβο μου αν νομίζει ο καθένας αν ο δικός του ο
παππούς είναι πιο αγαπημένος απο τον δικό μου. Ο παππούς ο Σίμος όταν
αγκαλιάζει σφίγγει, σταματάει όταν οι σπόνδυλοι ξεκολλήσουν απο το σώμα. Το
ίδιο και η γιαγιά. Ο παππούς δεξιός. Η γιαγιά ακροδεξιά. Παππού δε γίνεται να
είσαι τόσο λαϊκός και να είσαι δεξιός. Αλλάξτε με τον παππού τον Χαράλαμπο
θέσεις να έρθει το Σύμπαν στα ίσια του. Σ' αγαπώ παππού Σίμο, τον παππού τον
Χαράλαμπο δε πρόλαβα να τον αγαπήσω ποτέ. Παππού Σίμο σιχαίνομαι τους
σκατόψυχους ανθρώπους, εκείνους που μόνο σκατά βγάζουν απο το στόμα τους όταν
μιλούν και διάρροια όταν μιλούν για άλλους ανθρώπους. Έχω μάθει το βλέμμα τους,
εκείνο που όταν δε κοιτάς σε αποδοκιμάζει, σε χλευάζει, σε κοροϊδεύει πίσω απο
την πλάτη σου, και όταν γυρίσεις απότομα κοιτούν το ταβάνι, έχω μάθει τον ήχο
που έχει η φωνή τους όταν χέζουνε απόψεις, έχω μάθει τις επαναλαμβανόμενες
φράσεις τους, είναι προβλέψιμοι σαν τις καταιγίδες όταν πλησιάζουν και το
χειρότερο είναι πως νομίζουν πως είναι εξυπνότεροι απο σένα και πως μπορούν να σε
κοροϊδέψουν κι αιφνιδιάζονται όταν τους κοιτάς και τους λες "εσύ εμένα δε
μπορείς γιατί εσύ είσαι ηλίθιος, εγώ όχι", μετά γίνονται αθώα περιστέρια
αδικημένα που δεν έγιναν άγια πνεύματα, να σας συστήσω, ο παππούς ο Σίμος η
κυρία Εγώ Δεν Έκανα Τίποτα εντάξει ρε βλήμα σε πιστεύω, Τίποτα δεν έκανες αφού
Τίποτα είσαι, αν δεν ήσουν Tίποτα δε θα μιλούσες μόνο για μουνιά και πούτσους
και θα γελούσες γιατί θα ήξερες πως τα μουνιά και οι πούτσοι χρήζουν σεβασμό και
όχι χλευασμό και πως σε ψάχνουν όλοι για να γελάσουν με τις μαλακίες σου, όχι
γιατί είσαι αξιόλογος άνθρωπος, που το μόνο ποίημα που ξέρεις είναι "η μάνα του
θείου του μπατζανάκη του γιού του Γκέκα", που γελάς εις βάρος των άλλων, και δε
ξέρεις πως δεν υπάρχει πιο ωραίο πράγμα απο το να γελάς με τον εαυτό σου.
Ανθρωπίδια. Είδος των κουνουπίδιων. Με ψυχές ανάπηρες. Εμφανίσιμοι. Κάποιες
φορές εντυπωσιακοί. Επιλέγονται γι αυτόν τον λόγο. Εσείς που τους διαλέγετε να μείνετε
σε αυτό. Μη σκαλίσετε τις ψυχές τους. Βρωμούν.
Παππού Σίμο
θα έρθω με τον
Σάος να σε βρω....
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)