Συνάντησα την εγκατάλειψη ανάμεσα στις έξι και στις έξι και μισή σήμερα το απόγευμα στα μισοπεθαμένα μου λουλούδια, στην σκόνη των επίπλων, σε κάτι χνούδια κάτω από της σκάλα, στις στάχτες μέσα στο τζάκι και στη λερωμένη λεκάνη της τουαλέτας. Έβρασα νερό στο καζάνι και το έχυσα με φόρα στον αέρα. Εντάξει. Όλα κάηκαν. Είναι καθαρά τώρα.
Ο χρόνος μετράει αντιστρόφως αντίστροφα. Οδηγώ με την πλάτη με ταχύτητα εκατό χιλιομέτρων την ώρα και με πιάνει τάση για εμετό. Τα δέντρα βγάζουν πόδια και απομακρύνονται μαζί με κάτι εργοστάσια κι εγώ εντυπωσιάζομαι που προτιμούν τα εργοστάσια από μένα. Εθισμένα σε δακρυγόνα και καυσαέριο πεθαίνουν όταν εισπνέουν τη βροχή μου και φοβούνται. Η ζωή κυλάει σε fast forward αλλά προς τα πίσω ακόμα και αν αυτό ακούγεται αδύνατο να συμβεί κι όμως συμβαίνει στην χώρα των θαυμάτων της Αλίκης που βρέθηκα χωρίς παραισθησιογόνα. Στον άσπρο μου λαιμό χτυπάει μια φλέβα που δεν είχα αντιληφθεί πως υπάρχει όλη μου τη ζωή εκεί. Ακολουθεί το ρα-πα-παμ-παμ των προηγούμενων ημερών και μιλάει με ποιητικό λόγο και λέει κάτι για προδοσία-έρωτα-φεύγα-τέλος-αρχή-αρχή-τέλος. Μη κατανεμημένες λέξεις τοποθετημένες άτακτα που αν τις βάλω τη μία δίπλα στην άλλη κάθε φορά με διαφορετική σειρά, βγάζουν τα πιο ακατανόητα νοήματα που μόνο το α-νοητό μυαλό μου μπορεί να καταλάβει. Προδοσία- τέλος-φεύγα-αρχή- αρχή-τέλος-έρωτα. Ή προδοσία-αρχή-έρωτα-τέλος-φεύγα-αρχή-τέλος. Αρχή- έρωτα-τέλος-προδοσία-φεύγα-τέλος-αρχή. Έρωτα-αρχή-τέλος-αρχή-φεύγα-τέλος-προδοσία. Και μπορώ κι άλλα αλλά θα μείνουν ανείπωτα. Δυο φορές πρόδωσα τη βροχή κι έφυγα. Μία όταν έφυγα και μία όταν έφυγα. Δεν είχα άλλη επιλογή. Και ξαναγυρίζω. Πάντα θα ξαναγυρίζω. Ούτε σε αυτό έχω επιλογή. Το κατάλαβα όταν ο αέρας είχε γεύση καλωδίου της ΔΕΗ και αίσθηση καμένης σάρκας. Δε τόλμησα να απλώσω το χέρι μου να σε αγγίξω˙ φοβόμουν τα κάγκελα του αέρα που με φυλάκιζαν και με κρατούσαν από πίσω. Είμαι πιο ψεύτρα από τη δειλία μου και πιο δειλή από το ψέμα μου. Εκείνο που πλάθω για να ονειρευτώ όταν κοιμηθώ. Δε τελείωσε. Όλα τώρα αρχίζουν. Σε μια αρχή που δε θα είναι σαν τα χρώματα της Δύσης αλλά της Ανατολής. Όχι δεν είναι τα ίδια. Εγώ τις νύχτες γίνομαι ήχος και μόνο τη μέρα γίνομαι άνθρωπος. Και μην ακούς αυτά που σου είπα άλλες φορές, το πριν είναι πριν και το μετά είναι μετά. Το τώρα όμως είναι Ενεστώτας. Αδιαπραγμάτευτο. Ξηλώνω αυτιστικά το φερμουάρ από τις παλιές μου μπότες κι γίνομαι η ίδια χρόνος μπαίνοντας μέσα στον χρόνο διαπιστώνοντας πόσο αλλιώς είναι να μετράς τον χρόνο από το να είσαι χρόνος. Τον ταΐζω ζαχαρόνερο με το κουτάλι της σούπας και όταν ο χρόνος μου τελειώνει τον ρωτάω «θες κι άλλο χρόνε;» αλλά εκείνος βαριέται εύκολα, μου ξινίζει τη μούρη του-μου ξινίζω τη μούρη μου- του ξινίζω τη μούρη μου- και συνεχίζει.
-Τέρμα οι πόρτες. Παίζουμε φεύγα;
-Πώς παίζεται;
-Είναι ένα παιχνίδι που σου μαθαίνει να φεύγεις σωστά ενώ ταυτόχρονα σου μαθαίνει πώς να σταματήσεις το φευγιό του άλλου που δε θες να φύγει.
-Δείξε μου.
-Πρέπει να πάω τα πούλια μου από εδώ-εδώ, από εδώ-εδώ και από εδώ-εδώ. η στρατηγική είναι να έχεις σχέδιο στον πόλεμο του φευγιού. Δεν πρέπει να με αφήσεις να προσπελάσω το οχυρό σου γιατί θα σου φύγω, και κάθε φορά που θα το κάνω θα πρέπει να έχεις εναλλακτικό σχέδιο να μου κλείσεις τις πόρτες για να μείνω πίσω.
-Πίσω από τις κλειστές πόρτες;
-Ακριβώς.
-Τι άλλο πρέπει να κάνω;
-Να βρεις τον σωστό τρόπο για να φύγεις.
-Να σε κρατάω πίσω και ταυτόχρονα να φεύγω;
-Ακριβώς!
-Γιατί να το κάνω αυτό;
-Για να έχεις την ικανοποίηση πως έφυγες πρώτα εσύ.
-Εγωισμός;
-Ναι μερικές φορές ναι.
-Τις άλλες;
-Τις άλλες παγίδα.
-Παγίδα;
-Ναι. Να σε αφήσω να φύγεις και να σε κάνω να πιστέψεις πως φεύγεις και τα καταφέρνεις δίχως άλλο, με σκοπό να μου ανοίξεις τις πόρτες για να μπορώ κι εγώ να φύγω πιο εύκολα. Και ίσως σε προσπεράσω και φύγω πρώτη εγώ.
-Κοροϊδία.
-Στρατηγική.
-Εγωισμός.
-Πόλεμος.
-Πάμε παρτίδα;
-Πάμε.
-...
-Έχασες.
-Τι σημαίνει αυτό;
-Ότι δε ξέρεις να φεύγεις.
-Εσύ ξέρεις;
-Έτσι φαίνεται. Δε το απέδειξα;
Μαλακίες. Μαλακίες εντυπωσιασμού. Ποτέ δεν ήξερα να φεύγω. Πάντα έμενα πίσω και περίμενα. Όταν έφευγα γινόταν επειδή βαριόμουν να περιμένω. Αυτό δεν είναι φευγιό. Αυτό είναι «πιάστηκε ο κώλος μου και σηκώνομαι». Όσες φορές έφυγα, έφυγα βίαια. Άκομψα. Ούτε αυτό σημαίνει «ξέρω να φεύγω» αυτό είναι γκρέμισμα. Κι έπειτα ένα βίαιο συναίσθημα αποκλήρωσης. Μη με κοιτάς. Δεν έχω σπίτι, δεν έχω ζωή να τη βάλω κάπου. Εξάρχεια, Ομόνοια, Καλαμαριά, Πλαγίαρι, Ντεπό, ΣταθμόςΛαρίσης, Φάρος, Καραμπουρνάκι, Νέοι Επιβάτες, Κρήνη, Εύοσμος, Αιγάλεω, Χαϊδάρι, Γ’ Σώσμα Στρατού, Ευζώνων, Μοναστηράκι, Θησείο, Αναφιώτικα, Λουτρό των Ανέμων-τοίχος,Βασ. Γεωργίου-Πρόσκοποι, Μαρτίου, Άνω Περαία, Ωραιόκαστρο, Επανομή, Αττάλειας, Ιερά Οδός, Καβάλας, Νεραϊδόκοσμος, Μπούρτζι, Belvedere, Παλαμήδι, Δύο χιλιάδες επτά, δύο χιλιάδες οκτώ, δύο χιλιάδεςέντεκα και βουρ για το δώδεκα. Εκεί κατοικεί η ζωή μου. Σ’ εκείνα τα παγκάκια παρέα με άλλες ξεσπιτωμένες, απόκληρες, άστεγες ζωές, απολυμένες και στοιχισμένες η μία πίσω από την άλλη στην ουρά για το επόμενο παγκάκι. Όπου άστεγος και το παγκάκι του. πώς να απλώσω το χέρι μου να σου γυρέψω ψιλά για δυο τσιγάρα; Έχω ένα κάλπικο μονόευρω αλλά δε το παίρνει κανείς. Έχει αξία δύο δραχμές˙ ίσα ίσα τα έξοδα παραχάραξης. Το κουβαλάω από το δύο χιλιάδες τέσσερα από τότε που κοροϊδεύτηκα και το πήρα για αληθινό και νόμιζα πως ερωτεύτηκα. Και είχα να ερωτευτώ από το χίλια εννιακόσια ενενήντα εννιά. Ήταν πουστιά, γιατί για πέντε χρόνια ζούσα μέσα στην απελπισμένη σκιερή περιπλάνηση. Δεν ερωτεύτηκα. Έτσι νόμιζα. Ερωτεύτηκα παράφορα το δύο χιλιάδες οκτώ. Μετά από εννιά χρόνια. Εννιά χρόνια ευνουχισμένων αισθημάτων. Και ήταν δύο επανωτές. Τι σκληρό… Η ζωή με πάει προς Λιανοκλάδι και από εκεί Αλεξανδρούπολη κι έπειτα Ορεστιάδα και τα δέντρα τρέχουν κι εγώ θέλω τσιγάρο και η όπισθεν μου καίγεται, τα τούνελ σκοτεινιάζουν, οι ήχοι γίνονται σαν εμένα όταν σκοτεινιάζει, το νερό είναι σκατά, το καπάκι δεν είναι κλειστό, και μυρίζει προπέρσινη μούχλα. Τα μολύβια μου σώθηκαν, πήρα στυλό και αν δε σωθεί το μελάνι του δε πρόκειται να σταματήσω, το νερό μου έγλυψε τον οισοφάγο μου κι έχω γεύση χώματος στον ουρανίσκο και λίγο φετινό φρέσκο λάδι- δε μου αρέσουν τα ξινά σου λέω, δε μου αρέσουν! Πες του μπλιάχ του chef- και μια βδομάδα που πέρασε που την έζησα όλη με μόνη παρέα τον άλλο μου εαυτό…
Περπατάω πάνω σε τακούνια και νιώθω να απεγκλωβίζω τα Χριστούγεννα κι έπειτα να τα κάνω μπάλες από φελιζόλ κόκκινες και χρυσαφί που πρώτα θα πεθάνω εγώ κι έπειτα εκείνες. Έτσι είχαμε συμφωνήσει˙ γι’ αυτό διάλεξα αυτές από τις γυάλινες. Και τώρα πια δε πεθαίνουν κι έτσι είμαι καταδικασμένη να θυμάμαι κάθε Χριστούγεννα που πέρασα μαζί τους. Περιμένω να βρω λεφτά, να αγοράσω καινούριες, να στείλω τις παλιές δώρο σε κάποιον που έχει δέντρο αλλά δεν έχει μπάλες. Ανώνυμο δώρο σε κάποιον ανώνυμο που η δική μου αχαριστία θα τον κάνει ευτυχισμένο. Θα γράψω σε ένα χαρτάκι πως κουβαλάνε την κατάρα του αθάνατου και πως δε μπορείς μέσα τους να δεις τον εαυτό σου όπως τις γυάλινες αλλά υπόσχομαι πως θα κρατήσουν για χρόνια. Πάνω από δέκα. Όσα και τα χρόνια της φετινής μου ζωής. Έκανα ένα ταξίδι μεγάλο με την όπισθεν και είχα την αίσθηση πως ο χρόνος κύλισε μερικές ώρες προς τα πίσω και πως όσο περνούσαν τα λεπτά τόσο επέστρεφα στην αρχική μου κατάσταση. Μια κύστη μέσα μου μεγαλώνει αλλά δεν είναι συμπαγής αλλά δεν είναι και μη συμπαγής. Παίζει μαζί μου σαν παιδί πέντε χρονών και την κοιτάζω με απορία και θλίψη να μου λέει "ζήλια ζήλια, πιάσε με αν μπορείς, δε μπορείς να με πιάσεις, πιάσε με αν μπορείς, δε μπορείς, δε μπορείς" και κάπου μέσα μου αιμορραγώ αλλά δε μπορώ να εντοπίσω σε ποιο σημείο κι έτσι αποσιωπώ τον πόνο και την εσωτερική μου φωνή και ουρλιάζω με σιωπή και ακούγομαι τόσο δυνατά που σπάνε τα τύμπανά μου και μέχρι χτες τα ξημερώματα έψαχνα έναν ωτορινολαρυγγολόγο αλλά όταν τον βρήκα μου κοίταξε τον λαιμό και όχι τ’ αυτιά -συγνώμη; Μίλησε κανείς; Κάτι λες τώρα εσύ αλλά εγώ δεν ακούω. Μη μιλάς. Δεν έχω τύμπανα δεν ακούω. Μη μιλάς. Ακόμα και χωρίς τύμπανα δεν αντέχω να σε νιώθω να μιλάς. Οι λέξεις σου γίνονται δηλητηριώδη κεντριά θανατηφόρων μελισσών και με πεθαίνουν. Αν θες άσε με να ζήσω, να ζήσω όμως, ακόμα και αν αυτό σημαίνει να πεθάνω χορεύοντας το πιο ασυνήθιστο tango. Άσε με να φύγω πάνω σε μια φιγούρα του TangoNotturnoκαι αποχαιρέτα με, με τα βλέφαρα. Θα ξημερωθώ σε κάποιο παγκάκι σε κάποια άλλη ζωή χωρίς μνήμη να προσπαθήσω να ζήσω από την αρχή ξαναγεννημένη πάνω σε ξύλα βαμμένα κόκκινα σε κάποιο πάρκο κοντά σε κάποια πλατεία της Φλωρεντίας. Θα μιλάω Ελληνικά στα Ιταλικά και ίσως τελικά καταλήξω έτσι να γίνω κατανοητή στο πιο απρόσωπο νου της ύπαρξης. Κάθε φορά που πιάνω το στήθος μου ακούω ένα ρυθμικό ρα-πα-πα-παμ και παίζω τον μικρό τυμπανιστή με τους χτύπους της καρδιά μου. Μπορώ να πιάσω τις νότες σκαρφαλώνοντας τις οκτάβες μία μία και όλο πίσω λίγο πριν τσακιστώ από το πεντάγραμμο. Θα είναι η στιγμή λίγο πριν μαυρίσει η εικόνα του ειδώλου σου απέναντι και θα σου πω και πάλι "μη μιλάς" αλλά θα είναι λίγο πριν σωριαστώ και όχι επειδή δεν έχω τύμπανα να σε ακούω. Άλλωστε σε λίγο θα κάνω δικά μου εκείνα του μικρού τυμπανιστή. Δε καταλαβαίνεις και πολλά ε; Ούτε κι εγώ. Ας είναι…
Δε πρόκειται να καταλάβεις τίποτα από τον εαυτό μου γιατί με ανακάτεψα και δε βγάζει κανείς νόημα. Ούτε κι εγώ. Το έκανα επίτηδες για να ξεγελάσω το αγγιχτό μου σώμα. Το μυαλό μου είναι ένα παγόβουνο κι εγώ πρέπει να εξερευνήσω τα πάντα εκτός από την κορυφή του συνειδητού μου νου. Ασπρίζω τα μαλλιά μου όταν οι περισσότεροι πάνε και τα βάφουν για να καλύψουν τα λευκά. Εγώ δε τα βάφω. Τα ασπρίζω από μόνη μου. Μερικές ένοχές ήρθαν για καλημέρα σήμερα κι εγώ γύρισα τον κώλο μου γιατί δεν έχω άλλη τροφή γι αυτές, με κατάπιαν με μεγάλες μπουκιές εδώ και κάμποσο καιρό και τώρα νιώθω ενοχές που δεν έχω να ταΐσω τις ενοχές μου. Κάνω πως δε βλέπω. Κάνω πως δεν ακούω. Επίσης με μεγάλη επιτυχία κάνω και πως δε νιώθω. Προσβολές εκσφενδονισμένες προς πάσα κατεύθυνση με πολλά θύματα μαχητικού και άμαχου πληθυσμού κατακρεουργούν την αλλόκοτη προσωπικότητά μου και βράζω στο ζουμί μου με μερικά λαχανικά και δυο κύβους που μου έμαθε να φτιάνω μόνη μου κάποια ανώνυμη υπόσταση. Εγώ αρνούμαι ότι αρχίζει από χι. Όπως τα Χριστούγεννα ας πούμε. Και μετά τις εικοσιπέντε θα αρνηθώ ότι αρχίζει από πι. Όπως την Πρωτοχρονιά. Έκανα συμφωνία κι έτσι δε θα μεγαλώσω και θα μείνω στα τριάντα δύο και τα τριάντα τρία θα τα κλείσω του χρόνου. Κερδίζω χρονιά, τη χρονιά που πέρασε, που εγώ έτρωγα εμένα και οι άλλοι εμένα. Ξέμεινα από κύτταρα. Τώρα θα ρίξω και λίγο ρύζι και να δεις πόσο νόστιμη θα γίνω μέσα στο ζουμί με τους κύβους. Έτσι θα με φας με μεγαλύτερη απόλαυση. Και χωρίς τύψεις. Μόνη μου βράζω. Και μόνη μου αυξομειώνω τη φωτιά. Βγάζω το καμένο χέρι μου από το βραστό νερό και κατεβάζω τη φωτιά από το εννιά το επτά. Πήρα την πρώτη βράση μου και τώρα μπορώ να σιγομαγειρευτώ για να βγάλω όλα τα ζουμιά μου και να δέσω σε χαμηλή φωτιά με τη φωτιά. Θα άναβα το τζάκι αλλά δεν έχω πολλά ξύλα και τα χρειάζομαι για τις στιγμές που το βλέμμα μου παγώνει. Θα σου μιλήσω πάλι όταν πεθάνω και δε θα φοβάμαι. Δε θα τρέμω πια.