25.10.11

Πήδημα

Εδώ και μέρες είμαι στείρα από λέξεις. Θέλω να μιλήσω αλλά ή που δεν έχω τι να πω ή που οι λέξεις βγαίνουν μαζεμένες και μπλοκάρω. Την Τετάρτη απόλαυσα την πιο όμορφη σταγόνα ζωής του κόσμου. Της μίλησα κι εκείνη μου έκλεισε το μάτι. Ας είναι σταγόνα. Έχει μάτια. Και εδώ και μερικές μέρες έχει και καρδιά. Την Πέμπτη θα πάρω παραμάσχαλα μερικές νότες για να τις τοποθετήσω στους χτύπους της και θα κάνω μουσική. Ένας ξενιστής απομυζά το αίμα μου ενδομητρίως κι εγώ είμαι ευτυχισμένη που υπάρχει. Είμαι ήρεμη. Φαινομενικά τουλάχιστον είμαι. Η εικόνα μου επιστρέφει  μερικά χαμόγελα πίσω και οι μύες του προσώπου μου χαλαρώνουν κάθε μέρα και από ένας κι έχω την αίσθηση που έχω όταν καμιά φορά είμαι συνοφρυωμένη για ώρα και όταν το συνειδητοποιώ και ξεκατσουφιάζω νιώθω ξεκούραστη. Επιτέλους. Είμαι λίγο ήρεμη. Από παντού. Μου θυμίζω την κοπέλα των εικοσιοκτώ μου. Νιώθω λίγο πιο αγνή από μέσα. Νομίζω τότε ήταν που έκανα την ευχή ''να είμαι πάντα καλά'' με τα μάτια σφιγμένα, γιατί η γιαγιά μου έλεγε πως όσο πιο πολύ σφίγγεις τα μάτια όταν εύχεσαι, τόσο πιο σίγουρο είναι πως θα βγει η ευχή. Και βγήκε. Για τέσσερα ολόκληρα χρόνια το σώμα μου είχε ξεχάσει την έννοια της κακοκεφιάς και του πόνου. Αποκτούσα επίπεδη διάθεση και έμοιαζα αχάριστη στα μάτια των μίζερων που είχα την ευτυχία μου ενώ εκείνοι όχι. Απλά ξέχασα να μιλήσω για ισορροπία και κόντεψα να στραμπουλίξω το μυαλό μου όταν ένα απόγευμα καθόμουν σε ένα γωνιακό καφέ στην Αγ. Δημητρίου κοντά στο Τούρκικο Προξενείο και μύριζα καβουρδισμένα ψέματα. Το σώμα μου κατέρρεε από την ακούραστη ευτυχία, και τότε έκανα μια αντί-ευχή και είπα πως κουράστηκα τόση χαρά και θα ήθελα για λίγο την γνώση του πόνου και της μη χαράς. Ευχήθηκα πάλι δυνατά. Και πάλι η ευχή μου βγήκε. Και ποτέ δε τις κάνω σωστά, τις κάνω πάντα εν βρασμώ κούρασης. Κι έτσι βγαίνουν με κραυγή από μέσα μου και υλοποιούνται. Φοβάμαι τις ευχές μου. Ειδικά εκείνες που βγαίνουν με φωνή. Επίσης φοβάμαι τις θύελλες. Εκείνες που έρχονται, γαμούν το Σύμπαν κι έπειτα εξαφανίζονται αφήνοντας μια ηρεμία πίσω. Καλή ώρα σαν τη δική μου. Φοβάμαι περισσότερο τις αμμοθύελλες. Γιατί η άμμος τρυπάει το πρόσωπο, μπαίνει στο κρανίο, τρυπάει τα οστά και εισβάλει στον εγκέφαλο και κλέβει τις σκέψεις. Αφήνει στη θέση των σκέψεων, των αναμνήσεων και των εικόνων άμμο σε σκόνη. Είναι μια αμνησία μη επιλεκτική από εκείνες που εύχεσαι καμιά φορά να συμβούν. Στα μεγάλα κέφια του πόνου συνήθως. Όταν βαράνε τα νταούλια και ο πόνος μοιράζει χαρτονομίσματα των εκατό ευρώ στους βιολιτζήδες να παίξουν κι άλλο με ήχο πιο οξύ. Από εκείνους τους ήχους που τρυπάνε. Σαν το οξύ. Ο οξύς ο ήχος είναι συνώνυμος του υδροχλωρικού οξέως. Και ανοίγει τρύπες. Όπως η αμμοθύελλα στο πρόσωπο. Δε ξέρω να συνδέω προτάσεις με προτάσεις, μόνο δεδομένα με υπέροχα χαοτικά τίποτα. Η αγαπημένη στιγμή της ημέρας ήταν όταν άλλαξα τη μοίρα μιας μέλισσας που ξέχασε να κοιμηθεί και ήρθε στο παρμπρίζ του αμαξιού μου λίγα δευτερόλεπτα αφού μπήκα και λίγο πριν βάλω τη ζώνη μου και λίγο πριν γυρίσω το κλειδί στη μίζα. Σκέφτηκα να την διώξω και μετά σκέφτηκα τη γοητεία ενός καρμικού ταξιδιού στο χρόνο. Σκέφτηκα πως αν δεν ήταν να ταξιδέψει, δε θα έμενε πάνω στο παρμπρίζ μου την ώρα που έφευγα. Ίσως έμενε πάνω σε κανένα άλλο αυτοκίνητο, έτσι δεν είναι; Έτσι είναι, το αποφάσισα. Και την πήρα ως το σπίτι να της γνωρίσω τη μπουκαμβίλια μου. Δε ξέρω αν θα αντέξει το κρύο που έχει στο σαλόνι μου αλλά δε πειράζει ούτως ή άλλως θα κοιμηθεί όπου να ναι. Έτσι κάνουν οι μέλισσες. Και αν δε με πιστεύεις, ρώτα την ίδια. Στόλισα το χασμουρητό της πλάι στην πασχαλιά που επίσης θα κοιμηθεί φέτος για να βγάλει ανθισμένα μπουκέτα την Άνοιξη.
Μαμά σήμερα δε πήρες τηλέφωνο. Ευχαριστώ για το δώρο της σιωπής σου. Δεν είναι πως δε θέλω να σου μιλάω αλλά δε με ξέρεις, δε σε ξέρω και η καθημερινή επαφή του δίλεπτου δε βοηθάει να γνωριστούμε. Μη θυμώνεις ρε μάνα. Έφυγα μικρή είναι λογικό να μη με ξέρεις πια. Το λιγότερο λογικό, ίσως, είναι που δε προσπάθησες να με μάθεις, αλλά δε πειράζει και πάλι φίλες. Απλά είμαστε πάνω από όλα άνθρωποι και οι άνθρωποι μιλάνε όταν έχουν κάτι να πουν. Αν εγκλωβιστούμε στους ρόλους μάνας κόρης, τότε ξεχνάμε τους υπόλοιπους που τελικά αν τους μαζέψεις όλους μαζί, στο τέλος πεθαίνουμε με έναν ρόλο φορεμένο στη μωβ κορδέλα του στεφανιού. Στην αγαπημένη κόρη, μάνα, συνάδελφο, συνεργάτη, σύντροφο, φίλη, γυναικά. Στον αγαπημένο άνθρωπο κανείς. Γιατί δεν ξεχάσαμε πως είμαστε ρόλοι που παίζονται ανάλογα με τον εκάστοτε άνθρωπο που συναναστρεφόμαστε και αποκτάμε και τις ανάλλογες υποχρεώσεις του ρόλου μας. Για δικαιώματα μιλάμε ψιθυριστά και στα κορακίστικα μόνο στον εαυτό μας και αυτό για να μη μας καταλάβει κανείς και μας διώξει από  τον ρόλο μας και βρεθούμε ως άνεργοι ηθοποιοί στο σανίδι της ζωής στην τεράστια ουρά του Ο.Α.Ε.Δ. των αδικιών που γέννησε η αφωνία μας. Και ρε μαμά… λέω να μη σηκώνω τα τηλέφωνα. Ας περάσει μια εβδομάδα κι έπειτα όταν μαζευτούν τα δίλεπτα θα τα ξεφουρνίσουμε με τη μία σε ένα τηλεφώνημα τετάρτου. Να έχει και νόημα. Ναι μαμά; Ναι. Είπες ναι. Δεν αλλάζει. Ναι; Θα μείνω στη σοφία για άλλους επτά μήνες να κοιμάμαι τον χειμώνα και στο τέλος Μαΐου θα ξυπνήσω για να γεννήσω. Δεν έχω λέξεις που να είναι ικανές να δώσουν νοήματα σωστά στο γιατί μου αρέσει η σοφίτα πιο πολύ από οποιοδήποτε άλλο μέρος στο σπίτι. Ανέκαθεν. Ο αέρας που περνάει από τις χαραμάδες της σκεπής με καθαρίζει. Αν έβρεχε κι όλα μέσα της σε κάθε καταιγίδα θα ήμουν ακόμα πιο χαρούμενη. Νιώθω τα στοιχεία της φύσης να γίνονται ένα με το δικό μου στοιχείο μέσα μου κι έτσι ενώνομαι με το Σύμπαν κι έπειτα γίνομαι σημείο αρκετά ικανό να περάσει οποιαδήποτε ατμόσφαιρα και να χαθώ στην αρμονία του Συμπαντικού χάους. Θα ήθελα να μπορούσα να βρίσκομαι εκεί και να αιωρούμαι χωρίς το βάρος μου. Άραγε στο Σύμπαν τα βλέφαρα έχουν αρκετό βάρος για να κλείσουν; Ή θα μείνω μερικά έτη φωτός καταδικασμένη να βλέπω τα πάντα ακόμα και αυτά που δε μου αρέσουν;






Την πρωτοχρονιά
Να μη με καλέσει κανείς
Στο σπίτι του
Χωρίς καρφίτσες για τα μάτια
Γιατί όταν τα σφίγγω
Οι ευχές μου βγαίνουν και μετά
Θα μείνουν με την ευχή
Ανά χείρας για τουλάχιστον
Ένα χρόνο. Μόνο μη
Ξεχάσεις τα γενέθλια μου
Που γίνομαι τριάντα τρία…


12.10.11

Νες γλυκός με γάλα

Η περίοδος μου κάνει διακοπές. Χειμερινές. Θα επιστρέψει στο τέλος της Άνοιξης μου είπε. Συμφώνησα κι έτσι δε θα διαλύσει κανείς αυτή τη συμφωνία. Επίσης μου είπε πως όταν επιστρέψει μάλλον θα είναι λιγότερο επώδυνη και δε θα μου κάνει τη ζωή δύσκολη. Κόντεψα να χάσω τη μάνα μου την Παρασκευή που μας πέρασε από δύσπνοια. Της μιλούσα κι εκείνη έκλαιγε κι εγώ προσπαθούσα να δω αν χαίρεται ή αν είναι λίγο πριν το κεφαλόσκαλο του θανάτου. Αν το ανεβείς, την έκατσες. Έτσι μου είπαν κάποιοι. "Σε τραβάει από τα μαλλιά. Αν θες να επιστρέψεις πρέπει να του παραδώσεις το σκάλπ και το κεφάλι σου", είπαν. Τώρα...τι να σου πω κι εγώ. Όταν πέθανα την προηγούμενη φορά δε θυμάμαι να ήθελα να επιστρέψω. Ή μπορεί να ήθελα και να έπρεπε να διαπραγματευτώ το κεφάλι μου. Και αρνήθηκα. Κι έμεινα εκεί. Δε μπορούσα να φανταστώ μια ζωή χωρίς να χτενίζω τα μαλλιά μου. Να τα βάζω πηλό και να τα πλάθω κι έπειτα να μου μένουν στο χέρι μερικές τούφες και να τις φυλάω για να τις κολλήσω όταν πια δε θα έχω μαλλιά.
Το σπίτι είναι σε άθλια κατάσταση. Μισό καλοκαιρινό, μισό χειμωνιάτικο. Μια κουβέρτα πεταμένη στον διθέσιο καναπέ που έμεινε εκεί από χτες που κοιμόμουν όταν είδα το όνειρο με το πρόσωπο που δεν υπήρχε παρά μόνο στα μάτια του ίδιου του προσώπου του ανύπαρκτου. Εγώ είμαι χειμωνιάτική αλλά τα ριχτάρια μου είναι καλοκαιρινά. Τα πατώματα δεν έχουν χαλιά και βελέντζες, αλλά οι κάλτσες μου είναι χνουδωτές. Το καλοριφέρ δεν ανάβει, αλλά το τζάκι ευχαρίστως θα το άναβα προχθές. Αλλά χωρίς βελέντζα δε πάει τζάκι. Και χωρίς ευρώ επίσης.
Οι θηλές μου σκουρύνανε και χτες φοβήθηκα που είδα το ίδιο χρώμα στο βρακί μου αλλά ο γιατρός μου είπε πως δεν είναι τίποτα και να μη φοβάμαι. "Ξεκουράσου" μου είπε κι εγώ πήρα στο ΙΚΑ τηλέφωνο και τελικά κατάλαβα πως το Ίδρυμα είναι η μόνη απτή πραγματικότητα και πως το Κοινωνικής πέθανε και το κηδέψαμε και όσο για το Ασφάλισης ακόμα και από το τηλέφωνο ένιωθα ανασφαλής. Στο Ίδρυμα λοιπόν μου είπαν να πάρω τηλέφωνο σε άλλο υποκατάστημα. Πολλοί ανισόρροποι, πολλά ιδρύματα. Πήρα σε ένα κατειλημμένο αριθμό με την ένδειξη reserve σε μια καρέκλα κενή που κάποιος την κράτησε μόνο και μόνο για να απλώσει τα πόδια του πάνω. Σαν τις θέσεις παρκινγκ που δεν υπάρχουν επειδή ο μανάβης, ο μπακάλης, ο φούρναρης και ο ψιλικατζής, στη σειρά συνεννοήθηκαν και βάλανε τελάρα για να μην παρκάρει κάνεις. Και αν τους πεις "έχεις άδεια καλέ μου κυριούλη;" θα σε διαολοστείλει κοιτώντας σε στα μάτια με όλη του την ειλικρινά και θα σε ρωτήσει αφοπλιστικά "τι εννοείς;" κι εσύ θα απαντήσεις "Καλά, γάμα το, θα πάω στον κάτω μαχαλά και θα πάρω την κοιλιά μου στα χέρια και θα περπατήσω και μερικά χιλιόμετρα, δε χάλασε ο κόσμος! Το νου σου στην καρέκλα που απλώνεις τα πόδια σου για να ξύνεις τα παπάρια σου ευκολότερα και στα τελάρα μπροστά στο μαγαζί σου για να μην παρκάρουν αυτοκίνητα και χάνουν οι απέναντι τη θέα του να τα ξύνεις." Έτσι και το τηλέφωνο στο Ίδρυμα. Κατειλημμένο. Σαν την καρέκλα. Σαν τη θέση πάρκινγ για τελάρα. Και η απόγνωσή μου χτύπησε στο ταβάνι και όταν με στείλανε στο τμήμα έκδοσης βιβλιαρίων για να ρωτήσω αν μπορεί άλλος να πάει να πάρει την αναρρωτική μου ή πρέπει να πάω η ίδια ξέσπασα. Αλλά όχι σε πινελίκια. Αυτοί οι άνθρωποι είναι ρομπότ δυστυχισμένα και καταθλιπτικά. Σιχαίνονται τη δουλειά τους και οι περισσότεροι έβαλαν μέσον για να την αποκτήσουν. Δεν ακούν, μη τους μιλάς. Τους λες για αναρρωτική και σε στέλνουν στο τμήμα έκδοσης βιβλιαρίων. Μη τους βρίζεις, δε νιώθουν. Δεν έχουν δέρμα γι αυτό. Συναναστρέφονται με ανθρώπους που επίσης δεν έχουν δέρμα κι αυτό είναι κολλητικό, το νου σου! Δε ξέρω αν πρέπει να τους λυπηθώ ή να τους συμπονέσω. Δε ξέρω αν πρέπει να τους δικαιολογήσω ή να ανέβω όρθια σε κάποιο γραφείο και να αρχίσω να ουρλιάζω ρωτώντας αν υπάρχει ένας ευτυχισμένος άνθρωπος εκεί μέσα γιατί αν υπάρχει θα ακούσει γαμωσταυρίδια που είναι ευτυχισμένος και είναι ανακατεμένος μέσα στο αγέλαστο γκρι των διαδρόμων. "Δε σας έχω ανάγκη ρε! Προτιμώ να χάσω τρία μεροκάματα και τρία ένσημα παρά να πέσω στην ανάγκη σας! Αϊ σιχτίρ πια!" και σιωπή… Σςςςςς………..
-Μ’ ακούτε;
-Ηρεμίστε δεσποινίς…
-Πόσα παίρνεις για να με σαλτάρεις; Πεντακόσια; Εξακόσια ευρώ; Φτάνεις τα χίλια; Σου φτάνουν για να με τρελάνεις; Αιμορραγώ και με ρωτάς αν έχω ραντεβού;
-Ηρεμίστε… πάρτε στο τάδε νούμερο… Είναι στη Δελφών. Στο Ντεπό. Θα σας εξυπηρετήσουν. Ηρεμίστε…
Και πήρα μερικές βαθιές αναπνοές και εγκατέλειψα κάθε πιθανή προσπάθεια επανασύνδεσης με το παρόν μου. Και πήρα κι εκεί. Και μια γυναικεία φωνή όλο ευγένεια μου μίλησε και ηρέμησε το αίμα που έτρεχε στα πόδια μου. "Αύριο… στις οκτώ… όλα θα πάνε καλά. Μη φοβάστε…". Έφτασα σε σημείο να αιφνιδιάζομαι από την ευγένεια. Είστε τυχεροί κωλομαλάκες που υπάρχουν άνθρωποι με γλυκιά φωνή ανάμεσά σας. Είναι ικανοί να με κάνουν να ξεχάσω την ύπαρξής σας. Τόση είναι η δύναμη της ευγένειάς τους. Να τους πληρώνετε από την τσέπη σας για να συνεχίσουν να υπάρχουν. Μπας και ξεχάσουν όλοι την ύπαρξή σας.
Σήμερα είμαι ντυμένη άντρας. Φοράω ανδρική μπλούζα και ανδρική φόρμα. Έχει και αυτό τη γοητεία του όταν δε χάνεσαι στην εικόνα που φτιάχνεις για εαυτό. Μπορείς να της βάζεις ένα μάτι τη μια μέρα κι ένα δεύτερο την επόμενη. Να ζωγραφίσεις στόμα με χαμόγελο ή λυπημένο. Να φτιάξεις περίγραμμα προσώπου με γωνίες ή στρόγγυλο. Να του βάλεις χέρια και πόδια. Και στον κορμό να στερεώσεις στήθη στρογγυλά ή ανύπαρκτα. Να έχει μέση ή να είναι ευθεία. Να είναι αδύνατη προς το ισχνό ή αδύνατη προς το γεμάτο. Με "πιασίματα" ή χωρίς. Δώσε όνομα. Κι επίθετο. Βγάλε Α.Φ.Μ. και Α.Μ.Κ.Α. Δώσε διεύθυνση κατοικίας. Κι έναν αριθμό τηλεφώνου. Τοποθέτησε και το μικροτσίπ στο μυαλό για να βάλεις σκέψεις και να διαμορφώσεις την κριτική ικανότητα. Φύσα στο στόμα και αυτό που θα εκπνεύσει πες το ανάσα . Κάνε ότι θες με αυτή την εικόνα. Πρόσεξε όμως το δημιούργημά σου. Και ο Φρανκεστάιν έφτιαξε κάτι με ζωή αλλά του βγήκε τερατώδες. Σαν τον ενσαρκωμένο φόβο σου.

Καλημέρα.




Το αίμα σταμάτησε
από χτες αλλά το
μάζεψα σε
μπουκαλάκι
πολυτελείας
για να
το δώσω σε όποιον
θέλει να μου πιει
το αίμα από έξω μου.
 Είναι παλιό
και μπαγιάτικο.
Αν υπάρχει κάποιος
που θέλει να το δοκιμάσει
ας κοπιάσει να
με αγγίξει και θα
του το χαρίσω
Με δική του ευθύνη.