28.7.11

Αντηλιακή κρέμα ματιών

Τα βράδια ξυπνάω μόνο και μόνο για να ρίξω λάδι στη φωτιά. Να γίνω πυρκαγιά, να κάψω τα σωθικά μου και πριν απανθρακώσω κάθε μονάδα πίεσης στο κεφάλι, την εξουδετερώνω και αποσυμπιέζομαι.  Δεν είναι πως δε σου γράφω πια επειδή δεν έχω τι να πω. Είναι που οι λέξεις δεν έχουν να μου πουν τίποτα. Και για να είμαστε δίκαιοι, ούτε εγώ έχω κάτι να πω γι αυτές και με αυτές. Φτωχές συλλαβές τοποθετημένες η μία δίπλα στην άλλη να περιγράφουν νοήματα και ποτέ να μην αγγίζουν την υπόστασή τους. Οι λέξεις πλάθουν νοήματα. Μα τα νοήματα δεν είναι λέξεις.
Νιώθω σα φτωχή συγγενής, νεότερης εποχής, κλεισμένη στο κάστρο ενός δράκου από λάθος. Η πολυπλοκότητα των σκέψεών μου με ερωτεύτηκε παράφορα και ξαφνικά όλα τα απλά γίνονται δύσκολα και αιφνιδιάστηκα. Η γνώση της μισής μου ζωής διαγράφηκε, όταν έκανα format χωρίς backup. Η χωρητικότητα των αναμνήσεών μου έφτασε να καταλαμβάνει το εκατόν ένα τοις εκατό του εγκεφάλου μου και οι αναμνήσεις ξεχείλισαν από τις ρίζες των μαλλιών μου και χάθηκαν. Όσες ξέμειναν στον πάτο, διαγράφηκαν. Κι έπειτα ξεβίδωσα το κεφάλι μου, το έπλυνα με σαπούνι και σφουγγάρι μέσα-έξω και το ξέπλυνα με μπόλικο νερό. Το άφησα στην πιατοθήκη να στεγνώσει εντελώς πριν το βάλω ξανά για να μη σκουριάσουν οι καινούριες μνήμες.
Αυτή τη στιγμή την έζησα ξανά πριν διακόσια είκοσι έξι χρόνια. Καθόμουν και σου έγραφα χωρίς να ξέρω αν υπάρχεις. Και τώρα δε ξέρω αν υπάρχεις.  Χαμηλώνω τα φώτα στο διαφανοσκόπειο και βρίσκομαι με το νου πίσω στην ξύλινη καλύβα με το ένα δωμάτιο. Μπορώ να σου περιγράψω. Με βλέπω ταυτόχρονα και παράλληλα με το τώρα. Τα μάτια μου αλληθωρίζουν ανάμεσα στις ζωές κι εστιάζουν μια στο αχνό φως του γραφείου και μια στο αχνό φως του σπιτιού με το ένα δωμάτιο. Είναι άγρια εδώ. Μάλλον όχι εδώ, παραδίπλα. Κοντά στην καρέκλα, δίπλα στο παράθυρο. Το ξέρω πως η νύχτα αγριεύει και δε την ερεθίζω. Ούτε με το βλέμμα μου. Άλλωστε σου γράφω με τόση μανία που δε μπορώ να σηκώσω τα μάτια μου. Σηκώνω τα φρύδια μου αρνητικά σε μια κουφή ερώτηση που έγινε κι ας μην ειπώθηκε. Καρφώνω με τα μάτια μου τα αόρατά σου μάτια, ανοίγω τα πόδια μου και βάζω το χέρι μου ανάμεσά τους. Δε ξέρω αν υπήρχες. Ούτε και τώρα ξέρω. Μα θέλω να σου περιγράψω τον οργασμό μου.
Έχω μια τανάλια που μου σφίγγει το κεφάλι από ‘δω και από ‘δω. Άλλαξε φορά. Πριν έσφιγγε από εδώ και από ‘δω.  Ικέτεψα να με αφήσει και διαπραγματεύτηκα την αλλαγή της θέσης μουδιασμένη. Το πρωί σηκώθηκα με δυσκολία και άφησα τη φαντασία μου στον καναπέ να ονειρεύεται. Όταν σχολάσω, θα ετοιμάσω καφέ και θα μου πει τα όνειρά της καπνίζοντας. Όλο το καλοκαίρι θα το βγάλω με το καινούριο μου το φόρεμα και τα σανδάλια. Τι ρώτησες; Αν το φοράω επειδή είναι άνετο; Όχι. Επειδή είναι καινούριο το φοράω. Χτες που έκανα μπάνιο ξέχασα να το βγάλω και όταν στέγνωσα τα μαλλιά μου στέγνωσε και αυτό. Κοιτάχτηκα και αποφάσισα πως δε θα μακρύνω τελικά τα κοντά μου μαλλιά όπως είχα αποφασίσει προχτές. Θυμάσαι που τα είχα βάψει μωβ;  Έτσι θέλω πάλι. Αλλά θα μείνω στο ρήμα, δε θα το κάνω. Γιατί; Γιατί όταν τα έβαψα οι τρίχες μου στην αφή έμοιαζαν με πατημένη τσίχλα χωρίς ίχνος γλυκαντικής ουσίας. Και για να τα επαναφέρω τα σιρόπιασα. Και τώρα είναι μεταξένια αλλά είναι μακριά-πιάνονται αγάπη μου, πιάνονται!-, πρέπει να τα κόψω. Χάνω τη δύναμή μου για να τη βρω ξανά. Αιώνια μονομάχος της αδυναμίας μου για υπομονή, ψάχνω με τα όπλα μου τις πιθανές κρυψώνες της και πάντα τη βρίσκω και τη σκοτώνω. Κι έτσι, καρμικά, γεννιέμαι πάντα ανυπόμονη. Δε φταίω, εγώ, ειλικρινά δε φταίω. Να τα βάλεις με τη μαμά, της μαμάς τη μαμά, τη μαμά της μαμάς, της μαμάς τη μάνα. Κι όταν της τα χώσεις, έλα να μου πεις τι σου είπε και αν ανέλαβε την ευθύνη της. Αν όχι μη παραξενευτείς! Είναι ευθυνόφοβοι στο σόι μου. Να πας ακόμα πιο πίσω. Και ίσως με βρεις να σου γράφω στην ξύλινη καλύβα με το ένα δωμάτιο όπου η νύχτα είναι άγρια στην καρέκλα δίπλα στο παράθυρο…



Η μαμά είπε
πως αντηλιακές κρέμες
για τα μάτια δεν 
υπάρχουν.
Μόνο κολλύρια 
για τα μάτια 
υπάρχουν-είπε..

22.7.11

Μακαρόνια με κιμά


Έχω αιώνες να γράψω ξημερώματα. Μου έχει λείψει όπως το ποιοτικό σεξ σε ερασιτέχνες εραστές.  Είπα πολλά ανείπωτα. Δε θα πω άλλα μην ξυπνήσω τον ήλιο και φύγει γρήγορα η νύχτα...


Σςςς...

14.7.11

Τζαμάικα

Ο αέρας μου, μυρίζει καυσαέριο νταλίκας και μπούχτισα γι’ αυτό και προσπέρασα πάνω σε διπλή γραμμή αντικανονικά κι επικίνδυνα ρισκάροντας να χάσω τα πάντα. Είναι πάντα πιο σημαντικό να αναπνέω. Μετράω το χρόνο με σβησμένα φεγγάρια και σήμερα χάθηκα λίγο πριν προσπεράσω το σχεδόν γεμάτο φεγγάρι αναρωτώντας πότε σου είπα να πως μοιάζει με νεραϊδοφέγγαρο. Μια στη χάση και μια στη φέξη θυμάμαι να μετρηθώ με τον χρόνο και αυτό είναι εξυπηρετικό και για μένα και γι αυτόν  γιατί έτσι ο ένας ξεχνάει την ύπαρξη του άλλου. Το σώμα μου μετράει μέρες δεύτερης αποβολής λιγότερο επώδυνης και περισσότερο ηττημένης από την πρώτη. Νιώθω να ανησυχώ χωρίς προφανή λόγο, τόσο ώστε δεν ελέγχω τις αισθήσεις μου και το ασημί συμβατικό μη συμβατικό, κατά προσωπικότητα, βόλκς βάγκεν μου πηγαίνει μηχανικά και μόνο του. Το ασημί στο αμάξι είναι χειρότερο από το σκατουλί.
Νιώθω κάτι στο στήθος μου που δε μοιάζει με βάρος αλλά με πνίγει. Απόψε ήθελα να είχα ένα μαγικό ''κάτι'' για να με εξαφανίσει κι έπειτα να πάρω υπόσταση από την αρχή γινομένη από λάσπη και ανάσα. Το γκάζι μου πιάνει τα όρια της σκέψης μου και φρενάρω απότομα λίγο πριν πέσω στην κολώνα του αδιέξοδου και σκοτωθώ. Στο πίσω μέρος του αμαξιού μου υπάρχει η μαύρη μπαντάνα από το δεύτερο μπάνιο μου. Αλλοιώνομαι από τη ζέστη και χαλάω και περιμένω κάποιος να με μυρίσει και να με πετάξει στα σκουπίδια για να ανακυκλωθώ. Να επανέλθω έχοντας να ζήσω μια ακόμα ζωή παράγωγο της τωρινής. Μια ευκαιρία για να θέσω από την αρχή όλες τις θεωρίες συνομωσίας μου ξεκινώντας με ένα απλό  ‘‘Τί θα γινόταν αν…’’ και να ζήσω αντίστροφά από τώρα για να δω πως θα ήμουν σε περίπτωση που έκανα τις αντίθετες επιλογές από αυτές που έκανα ως τώρα. Μια ακόμα ζωή να τη σπαταλήσω στην περιέργεια κι έπειτα να έρθει η επόμενη και η επόμενη και η επόμενη μέχρι να γίνω μόριο σκόνης που θα έχω εκπληρώσει τον στόχο της ύπαρξής μου. Να ζήσω απλά σαν μόριο σε κβαντικό επίπεδο εκεί που τίποτα δεν είναι δεδομένο και όλα μπορούν να συμβούν. Να πίνω ποτό στο κλαμπ των κβάντων να φλερτάρω με τα γλουόνια κι τα βαρυόνια, να πάλλομαι με τις χορδές των έγχορδων των ανύπαρκτων.
Από χτες το βράδυ έγινε σήμερα το πρωί και συνεχίζω να γράφω στο ίδιο χαρτί διαφορετικές σκέψεις. Ο αέρας δε μυρίζει πια καυσαέριο νταλίκας, μυρίζει κάτι σαν εργοστασιακά απόβλητα και κάνει θόρυβο. Έχω κλείσει την μπαλκονόπορτα και τώρα μυρίζει αγχόνη και λιγοστεύω ως ποσότητα. Και όταν γίνω ξανά κουάρκ δε θα μπορείς πια να με εντοπίσεις.
-Δε μου κάνουν εντύπωση τα παράγωγα που συντηρείτε. Είστε πιο ανάγωγη από αυτά. Δε μπορείτε να με ενοχλήσετε, είστε ανύπαρκτη. Όχι, όχι… δεν φώναξα αρκετά για να με ακούσετε μάλλον, συγνώμη. Δεν είπα Αδιάφορη. Ανύπαρκτη είπα. Αν αποκτήσετε ποτέ σας υπόσταση, τότε ίσως καταφέρετε να μου γίνετε και αδιάφορη. Και κανένα δικό σας παράγωγο δε μπορεί να με ενοχλήσει. Τα παράγωγα σας ξέρουν να βαδίζουν καλά πάνω στα βήματα της δική σας ανυπαρξίας. Καλό σας απόγευμα…
Κι έπειτα ξύπνησα και ουτε που θυμάμαι πια και σε ποια άνηκε αυτό το οργισμένο βλέμμα γεμάτο τίποτα. Παλιάνθρωποι και υπάνθρωποι προσπαθούν να πληγώσουν οι μεν τους δε αλλά υπαρχουν και οι λιγότερο αναλώσιμοι που δεν σπαταλούν την ύπαρξή τους ασχολούμενοι με πράγματα που δε τους αφορούν, γιατί το θεωρούν χάσιμο χρόνου.
Δε μπορεί να με πληγώσει η κοινωνία σας. Ουτε όσοι την απαρτίζετε πεισματικά και τη συντηρείτε χωρίς να σας αρέσει ή χωρίς να ξέρετε αν σας αρέσει. Πρώτη φορά μιλάω χωρίς εμένα για εσάς γιατί υποσχέθηκα στον μπαμπά να αλλάξω τον κόσμο μου. Σας φιλώ ειρωνικά στο μάγουλο για να νιώθετε κάποιοι κι έπειτα εξαφανίζεστε χωρίς να έχετε υπάρξει ποτέ. Φτιάχνω τον μικρόκοσμό μου που όποιος εισέρχεται θα περνάει από face control και μόνο όσοι έχουν χρώμα θα εισέρχονται. Κι εσείς μικρούτσικα και μικρόψυχα άψυχα και άχρωμα ανθρωποειδή ανδρείκελα ξου! Έξω από εδώ! Πάρτε όλοι τον πούλο και αφήστε με ήσυχη! Θα ζήσω με όσους εκτιμώ και αγαπάω. Και όσοι με εκτιμούν και μ’ αγαπούν θα ζήσουν μαζί μου.
Στην τηλεόραση ο τύπος δε βάζει νερό στο ταψί που κάνει τα γεμιστά. Την επόμενη θα δεις, ούτε εγω θα βάλω κι έτσι θα ελπίζω να γίνουν νοστιμότερα. Θέλω να κάνω δουλειές πάνω στη σοφίτα και αρνούμαι. Ζεσταίνομαι και το τηλεχειριστήριο του κλιματιστικού δε το βρήκα ακόμα. Σήμερα που έχασα ένα κιλό έβαλα μίνι φούστα ως κώλο μου και πήγα στο σουπερ μάρκετ και το διασκέδασα πολύ. Είχα χρόνια να ντυθώ σαν ξέκωλο κι ενώ το απολάμβανα, ένιωθα περίεργα μέσα στο μικροσκοπικό μπλε φορεματάκι και αποφάσισα πως δε θα το ξαναβάλω γιατί μέσα στα μικροσκοπικά νιώθω ακίνητη και τα μπούτια μου ιδρώνουν και χάνω την αίσθηση της αισθησιακής υγρασίας από εκείνη του νερού του σώματος.  
Και οι ώρες πέρασαν και τελικά καθάρισα τη σοφίτα, σκούπισα, σφουγγάρισα και ξεσκόνισα, έβγαλα τα ριχτάρια και άπλωσα κουρελούδες. Και μετά αναρωτήθηκα πως είναι οι γυναίκες κουρελούδες γιατί μια φορά είχα ακούσει έναν άντρα να αποκαλεί μια γυναίκα κουρελού και μου ήρθε κατευθείαν το χαλί στο νου, και λίγο το χωρίο. Πάνω μυρίζει πασχαλιές κι ενώ είναι το αγαπημένο μου δωμάτιο ανεβαίνω με τα φεγγάρια όταν ο χρόνος κι εγώ αντιλαμβανόμαστε ο ένας την υπόσταση του άλλου. Θα ήθελα να μετακομίσω εκεί πάνω και να μείνω σαν μονωτικό υλικό ανάμεσα στα κεραμίδια και στα ξύλα. Να αλλάξω για λίγο τη ροή της ζωής μου και να κρατάω δροσιά ή ζέστη ανάλογα με αυτό που νιώθω και όταν ειμαι παγωμένη να κλείνεις τις πόρτες γιατί γίνομαι κλιματιστικό και μάλιστα χωρίς τηλεχειριστήριο να με ψάχνεις….

Θα φάω όσο καρπούζι
χρειάζεται
Μέχρι να σκάσουν 
τα κύτταρα μου
Να βγάλουν το 
νερό τους
Για να 
ξεδιψάσω 
την ατονία
μου…

6.7.11

Εδώ

Είμαι λίγες στιγμές πριν τα εκτατό μου χρόνια. Το πρόσωπό μου έχει βαθιές ρυτίδες αδυμονικής κατάθλιψης και μπορώ να αποθηκεύσω αέρα για να εξατμίζει την περίοδο υγρασίας του προσώπου μου που περνάω εδώ και εβδομήντα επτά χρόνια. Μετράω αντίστροφα. Μόνο έτσι μπορεί το λογικό μου να καταλάβει γιατί τα οστεοπωροτικά μου κόκκαλα σπάνε πάνω στις σκάλες. Έχω γεμίσει πληγές, νόμιζα πως τα κουνούπια μου ρουφούν το αίμα αλλά δεν είναι αυτά. Είναι στιγμές απεγνωσμένης α-μοναξιάς που δεν έχω, ακόμα και αν βρεθώ εκτός πλανήτη. Στιγμές Βαμπίρ με κατατρώνε και τα βράδια- τελικά μόνο σε αυτόν τον καναπέ με πιάνει βήχας˙ στο κρεβάτι του Μάριου που κοιμήθηκα την Κυριακή δεν έβηξα. Ο μαλάκας με ξύπνησε μόνο πρωί πρώι και το είχα πει στον μπαμπά πως είμαι φωτοφοβική και ξυπνάω μόλις χαράξει κι όντως έτσι έγινε και πήγα και ξύπνησα τον Χάρη το ξημέρωμα να κοιμηθώ στο κρεβάτι του.
Η ζωή μου αναταράσσεται, τρέμει από τον πυρήνα της προς τα έξω, ο σεισμός ξεκίνησε ίσα να είναι αισθητός και κάθε επόμενος γίνεται αισθητός και μου προκαλεί εμετό από το κούνημα. Παρατηρώ τον εαυτό μου να γκρεμίζεται από τα πόδια προς το κεφάλι σαν να βουτήχτηκα σε υγρό άζωτο και με μάτια γουρλωμένα κοίταξα τον παράμεσο να απελευθερώνεται από τον αντίχειρα μιας αόρατης στιγμής και με έναν μεταλλικό ήχο ο παράμεσος να προσγειώνεται στον αστράγαλό μου. Και όλα όσα με κόπο διεκδίκησα για ζωή, έγιναν κομμάτια εαυτού διάσπαρτα και αν χάσω ένα, χάνω ολόκληρο το Είναι μου. Βουτάω τα μάτια μου μέσα στο κρανίο μου και κοιτάζω τον εγκέφαλό μου, σκεπτόμενη πως όλη η ζωή μου, οι αναμνήσεις μου, τα βίτσια μου, οι επιθυμίες μου, τα όνειρά μου, οι σκέψεις μου, οι εικόνες μου, τα ακούσματά μου, οι αναμνήσεις του κορμιού, βρίσκονται μέσα σε αυτή την μαλακή ουσία από ιστούς και νερό.
Θέλω να πάρω έναν σάκο και τα δύο μου μάτια στα χέρια και να φύγω για όσο καιρό χρειάζομαι, απο τα εκατό μου να επιστρέψω στα τριάντα δύο μου μισό. Νιώθω εγκλωβισμένη που δε μπορώ να βρεθώ πουθενά μόνη μου, ακόμα και μέσα σε ένα τεράστιο σύμπαν, αισθάνομαι να μεγαλώνω δύο φορές πιο γρήγορα και κουράζομαι πιο εύκολα γιατί δεν έχω μέρος να μείνω μόνη μου. Έχω έναν γίγαντα στο κεφάλι μου μέσα που προσπαθεί να αποδράσει σπάζοντας τα οστά του κρανίου μου κάθε βράδυ λίγο πριν ονειρευτώ και πονάω αφόρητα και ματώνει η μύτη μου. Κι εγώ με κοιτάω και καταθλίβομαι, όσο περνάει ο καιρός περισσότερο. Νιώθω να βουλιάζω σε κάτι. Σαν να είναι ο αέρας μου ζελέ νιώθω. Πως αναπνέεται το ζελέ; Θέλω ένα  όπλο να τον πυροβολήσω, να τον σκίσω στα δύο χωρίς να τον ανατινάξω, και να μείνω εκεί στη χαραμάδα να αναπνέω με καλαμάκι κοντό και λεπτό, λευκό παρακαλώ. Θέλω τη ζωή μου, είμαι τόσο θυμωμένη κάθε φορά που κοιτάζω στον καθρέφτη τα μάτια μου που παίζουν και το στόμα μου που στραβώνει, λες και παθαίνω μικρά εγκεφαλικά, στην προσπάθειά μου να συγκρατήσω τις βρύσες κλειστές κι έπειτα η πίεση αυξάνεται, οι βάνες σπάνε και πλημμυρίζω ολόκληρη σαν να αιμορραγώ εσωτερικά αλλά όχι αίμα, νερό.
Κλείνω. Πάω να μαζέψω τα υγρά από το πάτωμα…
 
Που στον διάολο άφησα την 
πληροφορία "ζήσε!" στο σώμα μου 
και την ξέχασα; 
Πρέπει να τη βρω πριν από 
κανέναν άλλο 
και μου την κλέψει….

It's my life
It's now or never
I ain't gonna live forever
I just wanna live while I'm alive
It's my life
My heart is like an open highway
Like Frankie said, "I did it my way"
I just wanna live while I'm alive
'Cause it's my life

5.7.11

Κοντό παντελονάκι

Όχι. Δε φοβάμαι. Ούτε το τώρα, ούτε το πριν ούτε το αύριο. Κουρασμένη νιώθω. Από τα το ‘να και το άλλο. Τα λόγια με εξαντλούν. Κουράστηκα τις λέξεις. Θέλω έναν αναλφάβητο λόγο να επικοινωνώ χωρίς να πρέπει να εκφέρω άποψη, λέξεις, ανταλλαγή συμφώνων και φωνήεντων στο όνομα της επικοινωνίας του καλού και του βολικού. Μπαμπά το ξέρεις πως έγινα τριάντα δύο μισό και ακόμα δεν έχω γράψει τίποτα για σένα; Η μαμά έχει το μονοπώλιο, μπορούσε να με πουλάει και να με αγοράζει πάντα σε τιμή ευκαιρίας κι έτσι δεν έβγαινε ποτέ της χαμένη. Το πρόβλημα ξεκίνησε όταν αποφάσισα πως δεν ήθελα πια να πουλιέμαι και να αγοράζομαι. Αλλά άντε όλα αυτά τα χρόνια τα βουλωμένα αυτιά της μάνας να τα βγάλεις, να τα πας στον ωτορινολαρυγγολόγο για να της τα ανοίξει για να μπορεί να ακούει τους φθόγγους και τους δίφθογγους. Φθόγγοι και δίφθογγοι στραπατσαρισμένοι στον τοίχο, τον απέναντι, τον πορτοκαλί, γιατί όταν λες στη μάνα αυτά που δε θέλει να ακούσει απλά δεν τα ακούει και παίζει τένις με τους τόνους και τις συλλαβές γκρεμίζοντας τες στον τοίχο. Κι έτσι δεν υπάρχουν. Τόσο απλά! Εσύ μπαμπά είσαι άλλο. Και από μένα και από τη μάνα. Είσαι ένας ακροατής, απόλυτος μεν αλλά ακροατής, έτοιμος να διαφωνήσεις με τα πάντα, αλλά πάντα  ακούς και αν σου τεθούν επιχειρήματα μπορείς να κάνεις πίσω και χέστηκες αν έπεισες ή δεν έπεισες. Δεν σε απασχολεί. Δε βλέπεις τους διαλόγους σαν αγώνα που όποιος πείσει τον άλλο στέφεται νικητής διαλόγου για το τρέχον έτος.
-Δεν έχει νόημα να προσπαθήσω σε πείσω στα πενήντα τέσσερα, δεν έχει νόημα να προσπαθήσεις να με πείσεις στα τριάντα δύο μισό. Δε μου αρέσει, δε με εκφράζει ο αυτός κόσμος.
-Σε κανέναν δεν αρέσει.
-Και τι κάνεις γι αυτό μπαμπά αφού δε σου αρέσει;
-Εσύ;
-Να αλλάξω τον κόσμο δε μπορώ. Και δε θέλω. Και δεν είναι δίκαιο. Μπορώ όμως να αλλάξω κομμάτι του. Διαφοροποιούμαι.
Δε μεγάλωσα μαζί σου. Βρεθήκαμε κοντά στα εικοσιπέντε. Νομίζω πως από τότε σε αποκαλώ μπαμπά και όχι Σάββα. Και το πήρα απόφαση όταν σε είδα να πιάνεις λυπημένος το τιμόνι του αμαξιού σου, να βάζεις το κεφάλι σου πάνω του γυρισμένο προς την μεριά του παραθύρου σου για να μη με βλέπεις λέγοντάς μου ‘‘ Συγνώμη’’. Και ήταν μια συγνώμη που παρόμοιά της δεν μου είχαν ζητήσει ποτέ στη ζωή μου μέχρι και σήμερα. Και μάλιστα ήταν μια συγνώμη που δε χρειαζόταν να ειπωθεί. Την έβλεπα μέσα στα μάτια σου που καθρεφτιζόντουσαν στο τζάμι του αμαξιού σου.
-Χαίρομαι που είσαι κόρη μου.
-Σ’ ευχαριστώ που είσαι αυτός που είσαι...
Σε παρακολουθούσα καθώς έδειχνες τον Χάρη να βάζει το κλειδί της μεγάλης πόρτας στο μπρελόκ. Με πόση υπομονή καθόσουν και του έδειχνες την γωνία που ήτανε ακμή και γι αυτό ο Χάρης δε μπορούσε να το καταφέρει γιατί καταλάβαινε λάθος πράγματα-κατάλαβες; Εσύ φταις μπαμπά μας, παραδέξου το! Μπορώ και απολαμβάνω τον χαρακτήρα σου αλλά όχι τα στραβά και τα ανάποδά σου και το αντίθετο. Συναντηθήκαμε ταξιδιώτες στο ίδιο μεταφορικό μέσον που μοιάζαμε πολύ φυσιογνωμικά κι έτσι μας έκανε εντύπωση η ομοιότητα και πιάσαμε κουβέντα. Έπιασα τα μάτια μου κοιτάζοντας με στο τζάμι. Έπειτα το σχήμα του προσώπου μου. Μετά τις γωνίες τον χειλιών μου- σχημάτισα το σχήμα τους. Μετά έπιασα το άνω χείλος μου. Έλειπε το μουστάκι σου. Γελάσαμε πολύ, θυμάσαι πόσο;
Συγνώμη που σου φώναξα χτες. Συγνώμη που σε έφερα σε δύσκολη θέση κάποιες φορές και δεν ήξερες τι να μου απαντήσεις, ή δεν είχες απαντήσεις να μου δώσεις. κανονικά θα έπρεπε να είμαι υπερήφανη γιατί ο Χάρης μου είπε πως το να αποστομώνεις τον μπαμπά είναι κάτι που δεν εχει δει κανέναν να το κάνει. Αλλά δε με ενδιαφέρει, προτιμώ να σου ζητήσω συγνώμη που μ' ενδιαφέρει.  Όλα όσα σου είπα τα πιστεύω. Ναι, πιστεύω πως δεν υπάρχουν λύσεις πασπαρτού. Δεν υπάρχουν απόψεις που υποστηρίζονται από όλους.  Ευχαριστώ που μου είπες τη γνώμη σου˙ ευχαριστώ που δε μου την επιβάλλεις. Ευχαριστώ που μ’ αγαπάς τόσο και με τέτοιον τρόπο που δε μου προτείνεις να γίνω ψυχικά σακάτης με αντάλλαγμα την αγάπη σου.
Μέσα βράζω μοσχάρι, καταφέρνοντας τελικά αυτή τη φορά να βρω της σωστή σακούλα στην κατάψυξη. Εκείνο το γιουβέτσι μου είχε μείνει στο λαιμό και το κριθαράκι που σκάλωσε μου έφερνε συνεχώς τη γεύση του στο στόμα μου. Είμαι έτοιμη να ετοιμάσω τον φούρνο. Θα φας μπαμπά; Όχι… σήμερα είμαι περίπου εκατό χιλιόμετρα μακριά σου…

 Σας παρακαλώ
μη μου μιλάτε πια…
Θέλω να μείνω
στη σιωπή…