Η βροχή
στο δρόμο θυμώνει
σιωπή
στο σπίτι ξαπλώνει
έξω νυχτώνει,το φως τελειώνει
κι η νύχτα αγκαλιάζει
ένα παιδί.
Βροχή,τα σύννεφα τρέχουν
ψηλά τα χιόνια αντέχουν
η νύχτα ξαπλώνει
το κρύο παγώνει
στο στρώμα τρυπώνει
ένα κορμί.
Μέσα μου κάπου βαθειά
ο ήλιος με λιώνει
τ' άσπρα σεντόνια η σελήνη σου
ψύχρα απλώνει.
Κι εσύ,σαν τζάμι θολώνεις
δειλά το χέρι απλώνεις
η βροχή δυναμώνει
η νύχτα τελειώνει
στο κρύο παγώνει
σιωπή.
Εβρεξες... αλλα σε εχασα...
24.2.11
Για κανέναν απόψε εδώ. Ούτε για τον εαυτό μου. Όχι τον κρυφό, τον άλλο. Με τον κρυφό μου παίζουμε μαζί κρυφτό και πάντα καταλήγουμε στην ίδια κρυψώνα. Έτσι το παιχνίδι πάει στράφει κι εγώ είμαι λίγο πιο μόνη από πριν. Για κανέναν απόψε εδώ. Θα ακούσω τραγούδια και θα ακούσω τη Λαμπέτη να γίνεται η ηχώ του Χορν με άλλα λόγια αλλά ίδια. Μου θυμίζει λίγο τη βραδιά ραδιοφΌνου αλλά δεν είναι βραδιά. Είναι απόγευμα και οδεύει προς τη νύχτα. Θα ήθελα να ήταν βραδιά, η αλήθεια είναι, αλλά ποιος μπορεί να πάει τους δείχτες στο ξημέρωμα και να με αφήσει εμένα εδώ πέρα να κάθομαι και να σου γράφω, να σου γράφω και να σκέφτομαι, να μη σκέφτομαι όταν γράφω και όταν σκέφτομαι να μένω εκεί. Μου έλειψε να γράφω ξημερώματα. Να είναι δυο η ώρα κι έπειτα τέσσερις και μετά πέντε παρά τέταρτο και ύστερα έξι και μετά να λέω ‘‘σήκω κοπελιά, ώρα να ντυθείς για την κλινική’’ να είμαι άυπνη, κουρασμένη, τα μάτια μου να πονούν από την αϋπνία, να έχω τρίψει όλο το μάσκαρα-ή τη μάσκαρα;- --ή μήπως τον μασκαρά μέρα που είναι;-- του κόσμου και να γεμίζουν οι κόρες μου χώματα.
Είναι έξι και πενήντα τρία αλλά μπορώ να το βαφτίσω μεσάνυχτα. Είναι η ώρα που το σώμα μου ξυπνάει και ντύνεται βασίλισσα της νύχτας. Με το μαύρο βελούδινο μπούστο μου και το σιέλ τούλι να καλύπτει του υπόλοιπο σώμα μου. Έχω κεντημένα αστέρια στο φόρεμα και στο καπέλο μου κι ένα κρατάω στο χέρι και μετατρέπω τους ανθρώπους της μοναξιάς σε διατομικά πλάσματα για να κρατεί ο ένας εαυτός τους συντροφιά στον άλλο κι έτσι κανείς δε θα μείνει μονός του απόψε..
Δε μιλάω άλλο… Σςςςςςςςςςςςςςςςςςςςς…………..
Λευκή μου τύχη και λευκή ζωή μου
Γιατί τα βράδια κρύβεστε στο γκρίζο;
Βλέπω στο άσπρο σας την προβολή μου
και το μετά απ' το μετά γνωρίζω
Αν είχα θάρρος για να πω το "έλα"
τώρα δε θα 'χα τη φωτιά στο αίμα
Αν είχε χρώμα θα 'ταν άσπρη η τρέλα
Αν είχε σώμα θα 'ταν πάλι ψέμα.
Κοίτα τα χέρια πως γυρνούν στον τοίχο
σαν να χορεύουνε με τη σιωπή μου
κι εγώ που χρόνια γύρευα το στίχο
που θα εξηγήσει τη βουβή ζωή μου μεταμφιέζω τη σιωπή σε λέξη και τη χαρίζω σ' όποιον μ' εξηγήσει
να 'χει το μέλλον μου να επιλέξει
ποιο παρελθόν μου θα ξαναγυρίσει...
Τίποτα σημαντικό.
Ζω μονάχα εν λευκώ...
Λευκή μου τύχη και λευκή ζωή μου
καλά τα λεν οι έγχρωμοί μου φίλοι το πρόβλημά μου η υπερβολή μου
κι ό,τι αργεί απάντηση να στείλει
Αν είχε το θάρρος να φανεί ο λόγος
τώρα δε θα 'τανε φωτιά στο αίμα
Αν είχε χρώμα θα 'ταν άσπρο ο φόβος Αν είχε σώμα θα 'ταν σαν κι εμένα.
Αν σ' αγαπούν να μάθουν να το λένε
κι αν δε στο πουν να μάθεις να το κλέβεις
κι αν θες να δεις τ' αληθινά να καίνε
πρέπει στο ύψος της φωτιάς ν' ανέβεις.
Και σε λυπούνται που δεν το 'χεις νιώσει
κι εσύ λυπάσαι που το ξέρεις πρώτος
και που κανείς δεν είχε λάβει γνώση
πως η σιωπή σου ήταν χρόνια κρότος.
Δικαίωμά μου να ποντάρω λίγα
Δικαίωμά μου να πηγαίνω πάσο
κι εκεί που λένε πως ποτέ δεν πήγα εγώ δεν πρόλαβα να το ξεχάσω
Κι όποιος ρωτήσει γιατί πάντα φεύγω
μ' αυτό τον τόνο του λευκού στο βλέμμα
του λέω μια φράση σαν να υπεκφεύγω
με μια ελπίδα να 'ναι σαν κι εμένα...
Και δηλαδή πόσοι πρέπει να είναι οι σφυγμοί ενός ενήλικα; Εξήντα με ογδόντα. Κι εγώ γιατί έχω εκατόν δέκα; Ερωτευμένη; Ναι… πολύ… με ρέγουλα κορίτσι μου…δε γίνεται... το ξέρω...
Καμιά φορά πνίγομαι. Νιώθω την καρδιά μου να χτυπάει στο στήθος μου και οι καλπασμοί της φαίνονται από το κολλητό ραντένιο μπλουζάκι μου που φοράω όταν θέλω να σε ερεθίσω. Κι εσύ λείπεις. Κάπου ταξιδεύεις αλλά δε μπορώ να εντοπίσω το που. Η ώρα είναι λίγο πριν τις επτά, έξι και σαράντα εννιά για την ακρίβεια-και σιγά μην ήταν έξι και πενήντα- κι εγώ ακούω τραγούδια από χιλιόμετρα μακριά που ταξιδεύουν.
Η μουσική ροκάρει τρελά είναι καταμεσήμερο, έχω κλείσει τα πατζούρια είναι θεοσκότεινα αλλά όχι όπως τις άλλες φορές, σήμερα είναι αλλιώς- μη με ρωτάς πως αλλιώς ξέρεις εσύ- δε βλέπω πέρα από τη σκιά μου, χορεύω, ιδρώνω, μέχρι και τα μάτια μου ιδρώνουν και ας λέω ψέματα αυτή τη στιγμή-ναι,ναι ξέρεις εσύ-.Η μουσική γίνεται εντονότερη, οι ρυθμοί μου ακόμα περισσότερο, η καρδιά μου διαμαρτύρεται αλλά εγώ πεισματικά σε σένα καρδιά μου θα λείψω. Και θα κρυφτώ καλά να μη με βρεις πάρα μόνο αν το θελήσω. Κρύβομαι από τα μάτια μου και οι κόρες μου διαστέλλονται και με ψάχνουν αλλά ο εαυτός μου ξέρει να ξεγλιστρά χωρίς ίχνος. Φοβήθηκα για μια στιγμή τις πατημασιές στα αίματα, αλλά είναι καλά εκπαιδευμένος, δεν αφήνει ίχνη, όχι δεν αφήνει, χάνεται, κρύβεται, δεν αφήνει ίχνη, όχι δεν αφήνει.
Το μόνο φως που είναι αναμμένο είναι εκείνο του απορροφητήρα και αναρωτιέμαι πως γράφω χωρίς μάτια. Τα δάχτυλα ψηλαφούν τα γράμματα από το αλφάβητο των τυφλών γιατί ξέρεις τι λένε για τους Εραστές και τις Ερωμένες. Κι εσύ ακόμα λείπεις, ένας καφές, δυο φίλοι, ένας φίλος και μια φίλη ένας φίλος και μια Φίλη, ένας φίλος και μια Ερωμένη και ούτω καθεξής. Σήμερα ο Δημήτρης έχασε τη δουλειά του…
Μου έρχεται μια έντονη μυρωδιά από το φαγητό της κουζίνας και δε ξέρω αν, δε ξέρω αν καίγεται και ξαφνικά τεντώνω το μπλουζάκι μου και φαίνεται το στήθος μου το αριστερό και μυρίζω την καρδιά μου. Το βάζω στη χούφτα μου, στη φούχτα μου που έλεγε και η προγιαγιά μου, κλείνω τα μάτια μου και τα ανοίγω πάλι με δύναμη για να μη προλάβεις να καταλάβεις πως σε σκέφτηκα. Ταξιδεύω ανάμεσα στο τώρα και το πριν και δε μπορώ να καταλάβω, δε μπορώ να καταλάβω, πόσηαπόσταση απέχει το ένα από το άλλο και πόση άραγε ταχύτητα πρέπει να αναπτύξεις για βρεθείς από το καφέ της γωνίας μέχρι μέσα μου; Και πόσα διόδια πρέπει να πληρώσεις για το κορμί μου; Και πιο το κόστος της ζωής που θα ξοδέψεις; Και θα το κάνεις για να μείνεις βαθιά μου; Θα το κάνεις… έστω και για χάρη μου για να γευτώ τον ιδρώτα σου που νομίζω πως έχω αιώνες να κολλήσω στον ουρανίσκο μου. Και απόψε που θα ‘ρθεις θα με θες; Θα με θες όπως προχτές; Το χτες δε στρέχει. Μη ρωτάς γιατί. Γιατί έτσι θέλω. Έτσι κάνουν τα κορίτσια…
Και η ώρα είναι μάντεψε. Ξέρω πως μπορείς και μαντεύεις. Ξέρω πως μαντεύεις ακόμα και τη σκέψη μου αυτή τη στιγμή. Τελείωνε με τον καφέ με τη Φίλη και τον φίλο σου. Περιμένω δυο ζωές να επιστρέψεις σε μένα. Και ω, θεέ μου, πόσο τρέμω μη τυχών και δε το κάνεις…….
Βρέχει και το ξέρω πως το ξέρεις αλλά θα ήθελα να το μάθεις από μένα πρώτα. Έχει καιρό να βρέξει και χτες που σήκωσα τα μάτια και είπα ‘‘Βρέξε’’ ένιωθα απελπισμένη και αφυδατωμένη. Δε ξέρω πως και γιατί αυτός ο κόσμος στέρεψε και μάλλον δε θα μάθω ποτέ, τουλάχιστον όχι όσο εκείνος μένει βουβός και άφωνος. Και δε ξέρω και αν με νοιάζει και στο φινάλε να σου πω, τους περισσότερους από αυτούς τους έχω γραμμένους στα παλιά μου τα παπούτσια. Το κακό είναι πως οι ευχές τους για λιακάδα ακούγονται περισσότερο από τις δικές μου για βροχή και μου τη σπάνε. Μου λείπεις κοπελιά, να το ξέρεις… πέρασε από μας καμία φορά…
Ξέρεις τις προάλλες που πέρασα που τη γειτονιά σου περίμενα να σε συναντήσω σε κανένα στενό αλλά δε φάνηκες. Μόνο η Γεωργία άκουγε βροντές και μπουμπουνητά και έβλεπε αστραπές αλλά μόλις έφαγε λίγο χαλβά και της έφυγε το μεθύσι πέρασαν όλα. Ούτε βροντή ούτε ακρόαση…
Τα απογεύματα με μελαγχολούν. Προτιμώ τα πολύ πρωινά ή τα βράδια. Η νύχτα είναι πάντα αλλιώς, σου το είχα πει και τις προάλλες, και το πρωινό με γεμίζει ενέργεια, αρκεί να μην είμαι χωμένη σε μολύβδινα πετάσματα και δε μπορώ να δω το φως της μέρας. Σήμερα που βγήκα να κάνω τσιγάρο έξω στον πρώτο όροφο στο μπαλκόνι ξεχάστηκα κι έμεινα εκεί πάνω από μερικές μέρες, αρνούμενη να πάω στο υπόγειο έστω και για ένα λεπτό. Και όταν τελικά ήμουν ανάμεσα στο να την κοπανήσω μια και καλή,- με την ποδιά; Με την ποδιά δε γαμιέται- ή να κατέβω κάτω και τελικά κατέβηκα μου βάλανε χέρι για τις μέρες απουσίας μου αλλά δε ξέρω αν και αυτό με ένοιαζε. Θα μου πεις τι τελικά με νοιάζει. Θα σου πω. Με νοιάζει οτιδήποτε μου προκαλεί ενδιαφέρον. Αυτό που μου ξεκλειδώνει πόρτες, ιδίως με νοιάζει αυτό που μου ξεκλειδώνει πόρτες για καιρό κλειδωμένες και πόρτες που δεν ήξερα πως έχω, ή δεν ήξερα πως τις έχω κλειστές. Και από ανθρώπους; Λίγοι. Τόσοι λίγοι που μπορώ όλους να τους κρατήσω στη χούφτα μου κι εκείνοι να με κρατήσουν στον αντίχειρα του ενός χεριού τους. Και μην απορείς που πολλούς τους έχω απαξιωμένους. Ξέρεις πόσοι έχουν εμένα; Άπειροι. Και ξέρεις πόσο με νοιάζει; Καθόλου. Και ξέρεις πόσο θα έπρεπε να τους νοιάζει και αυτούς; Όσο κι εμένα. Και αν τους απασχολούσε λιγότερο η όψη τους τότε θα ήταν όλα αρμονικά δεμένα μεταξύ τους κι εγώ χέστηκα γι αυτούς κι αυτοί για μένα. Άραγε πόσο εγωιστής πρέπει να είναι κάποιος για να μη αποδέχεται το χρώμα της γυρισμένης πλάτης;
Χτες είχα πολύ ερωτική διάθεση αλλά δε μπορούσα να κάνω και πολλά παρά μόνο στον ύπνο μου. Και να σου πω την αλήθεια τώρα τελευταία μπερδεύω λίγο τα όνειρα με την πραγματικότητα. Ή μάλλον να το πω πιο σωστά. Μπερδεύω τη μια πραγματικότητα με την άλλη. Τρυπώνω στα άδυτα του μυαλού, του δικού μου και του δικού σου κι έπειτα μπορώ να μείνω εκεί για όσο θέλουν τα μυαλά μας. Και όταν σε ακουμπώ έχω την αίσθησή σου στα δάχτυλά μου ακόμα και όταν τα μάτια μου ανοίγουν στην πραγματικότητα του κρεβατιού μου. Χτες το κορμί μου σείστηκε τόσο που κόντεψε να πέσει από τον καναπέ και το ρήγμα ήταν τοπικό και μεγάλο. Αν με ρωτήσεις πως σε βρήκα, θα σου απαντήσω πως βρήκα το φως αναμμένο και εισχώρησα πριν εισχωρήσεις μέσα μου. Και ξέρω πως ήσουν εκεί γιατί ένιωθα τα μάτια σου να με κοιτούν πριν ακόμα περάσω την πόρτα του μυαλού σου. Αλλάζω, αλλάζεις κι εσύ αν και δε ξέρω πως ήσουν στην προηγούμενη ζωή σου πριν τη δική μου. Μερικά χρόνια πριν. Θα ήθελα να μπορούσα να μάθω αν και δεν είμαι σίγουρη τελικά ούτε και γι αυτό. Μερικές φορές νιώθω πως είμαι το πιο αναποφάσιστο πλάσμα στον κόσμο σε ότι αφορά τις ζωές των άλλων πριν από ‘μενα. Είμαι περίεργη, πεθαίνω από περιέργεια αλλά αυτό έρχεται σε σύγκρουση με την άποψή μου περί παρελθόντος και τελικά υπερισχύει η άποψη. Αλλά μόνο για σήμερα. Για αύριο δε ξέρω αν θα σου λέω τα ίδια με απόψε. Παίρνε τα λόγια μου πάντα στα σοβαρά πάντα αλλά μόνο σε ό,τι αφορά τη στιγμή…
Μου αρέσει ο καναπές μου. Μου θυμίζει τότε που πρωτομετακόμισα και έφυγα από την οικογενειακή θαλπωρή και την αγκαλιά της μαμάς. Και αυτό δε πρόκειται ποτέ να μου το συγχωρέσει η μάνα που έφυγα τόσο μικρή από τα σπλάχνα της αλλά το σώμα μου και η ψυχή μου ενηλικιώθηκαν νωρίς. Αυτός ο καναπές, ο ίδιος εδώ και δέκα χρόνια δεν άλλαξε ποτέ την άποψή του για μένα. Ούτε κι εγώ γι’ αυτόν. Μου αρέσει αυτή η οικειότητα που έχουμε αναπτύξει ξέρω τις προθέσεις του κι εκείνος τις δικές μου. Γνωριζόμαστε τόσο καλά που ξέρω πότε δε με αντέχει άλλο και με κάνει να πιάνομαι αλλά εγώ πεισματικά βρίσκομαι στο ίδιο σημείο κάθε βράδυ μαζί του. Νιώθω αλλιώς, ανέκαθεν ένιωθα. Όταν έπιασα το πρώτο μου σπίτι αναρωτήθηκα πολλές φορές τι σκατά τη θέλω τόσο μεγάλη κρεβατοκάμαρα κι έπειτα αποφάσισα πως θα αλλάζω τα σεντόνια στο κρεβάτι μόνο όταν θέλω να αλλάξω διακόσμηση στο δωμάτιο. Έπειτα συνήθισα το κάλεσμα του ορθοπεδικού στρώματος και πάλι από την αρχή, αν δε κοιμόσουν μέσα θα άλλαζα σεντόνια μόνο όταν ήθελα να αλλάξω διακόσμηση στο μωβ δωμάτιο. Και τώρα που υπάρχει και η σοφίτα θα έκανα την κρεβατοκάμαρα αποθήκη αναμνηστικών περιοδικών και αναμνήσεων. Λέω πολλά και δε ξέρω αν πρέπει. Ήδη νιώθω πως έβγαλα το βρακί μου πάλι και ξεγυμνώθηκα. Και το κρύο δε μου αρέσει πολύ. Είναι ανατριχιαστικό και μπορώ να το ανεχτώ μόνο όταν υπάρχει κορμί δίπλα μου. Θα φύγω. Θα πάω στον καναπέ να βρω το κορμί σου. Θα έρθεις; Θα έρθεις… Και τώρα που δε φοράω βρακί μπορείς να γίνεις όσο άτακτος θες…….
-Είσαι πολύ βαρύς! Λέει το κορίτσι. Πήγαινε λίγο στο πλάι
Μένουν ξαπλωμένα, ακίνητα
-Αυτό είναι Έρωτας, λέει το κορίτσι
-Ποσό κρατεί; Ρωτάει το αγόρι
-Πολύ λίγο, λέει το κορίτσι
Σε λίγο σπρώχνει το αγόρι
-Αυτό είναι ο Έρωτας, λέει
Σηκώνονται όρθια, το αγόρι λέει
-Αυτό ήταν όλο; Τίποτα δε κατάλαβα
-Τα αγόρια πότε δε καταλαβαίνουν λέει το κορίτσι. Μονάχα τα κορίτσια καταλαβαίνουν
Το αγόρι σωπαίνει λέει απότομα
-Όμως κι εγώ κατάλαβα!
-Τι κατάλαβες; ρωτάει το κορίτσι.
-Δε ξέρω, λέει το αγόρι
-Εκεί λέει το κορίτσι ξέρεις που, κάτι, εκεί
-Ναι εκεί, λέει το αγόρι
-Όμως δε μπορεί να κρατήσει παραπάνω; Να μείνουμε λίγο παραπάνω;
-Όχι λέει το κορίτσι. Τόσο κρατεί ο έρωτας. Αν κρατήσει παραπάνω, λίγο παραπάνω να κρατήσει, τότε θα κρατήσει όλη τη ζωή
-Ξέρω, λέει το αγόρι και τότε λέγεται αλλιώς
-Και πως λέγεται τότε;Ρωτάει το κορίτσι
-Γάμος λέει το αγόρι
-Τίποτα δε ξέρεις. Τα αγόρια τίποτα δε ξέρουν, λέει το κορίτσι
-Και πως λέγεται τότε; Ρωτάει το αγόρι
Το κορίτσι σωπαίνει. Ύστερα λέει ξαφνικά:
-Γάμος λέγεται η Γη με τον Ουρανό μαζί και δε κρατεί μονάχα μια ζωή, κρατεί για πάντα. Η Γη από κάτω και από πάνω της ο Ουρανός. Πάντα. Αυτό είναι ο γάμος
-Τίποτα δε ξέρεις, λέει το αγόρι. Τα κορίτσια τίποτα δε ξέρουν! Και λένε ότι τους κατέβει! Αυτό δεν είναι γάμος και δε λέγεται γάμος.
-Πως λέγεται; Ρωτάει το κορίτσι
-Αυτό λέγεται Κόσμος λέει το αγόρι και δεν έχει καμία σχέση.
Σωπαίνει
-Να κάνουμε τώρα τη Γη με τον Ουρανό; ρωτάει το αγόρι
-Ναι λέει το κορίτσι. Άλλα τότε θα το πούμε γάμο, όχι κόσμο
-Το ίδιο είναι, λέει το αγόρι, άλλα εντάξει θα το πούμε γάμο
-Καλύτερα να μη το πούμε τίποτα, λέει το κορίτσι, θα είναι μαζί έρωτας και γάμος και δε θα έχει όνομα
-Μ’ αρέσει που δε θα έχει κανένα όνομα, λέει το αγόρι
-Κι εμένα λέει, το κορίτσι
Βρήκανε το πρώτο πράγμα στον κόσμο που δεν έχει όνομα
The smell of your skin lingers on me now
You're probably on your flight back to your home town
I need some shelter of my own protection, baby
To be with myself and center Clarity, peace, serenity
I hope you know, I hope you know That this has nothing to do with you
It's personal, myself and I
We've got some straightenin' out to do
And I'm gonna miss you like a child misses their blanket
But I've got to get a move on with my life
It's time to be a big girl now
And big girls don't cry
Don't cry, don't cry, don't cry
The path that I'm walkin', I must go alone
I must take the baby steps 'til I'm full grown, full grown
Fairy tales don't always have a happy ending, do they?
And I foresee the dark ahead if I stay
I hope you know, I hope you know
That this has nothing to with you
It's personal, myself and I
We've got some straightenin' out to do
And I'm gonna miss you like a child misses their blanket
But I've got to get a move on with my life
It's time to be a big girl now
And big girls don't cry
Like the little school mate in the school yard
We'll play jacks and Uno cards
I'll be your best friend and you'll be mine Valentine
Yes, you can hold my hand if you want to 'Cause I want to hold yours too
We'll be playmates and lovers
And share our secret worlds
But it's time for me to go home
It's getting late, dark outside
I need to be with myself, and center Clarity, peace, serenity
I hope you know, I hope you know That this has nothing to do with you
It's personal, myself and I
We've got some straightenin' out to do
And I'm gonna miss you like a child misses their blanket
But I've got to get a move on with my life
It's time to be a big girl now
And big girls don't cry Don't cry, don't cry, don't cry
Θα μου έκανα τη χάρη σήμερα και θα έβρεχα με τόσα μαζεμένα μαύρα σύννεφα αλλά μάλλον θα βρεθώ αλλού. Δε ξέρω γιατί με απαρνιέμαι τελευταία, αλλά αρχίζω και χάνω τη μνήμη μου από τη μνήμη μου και ξεχνάω να περάσω από τη Θεσσαλονίκη. Μαζί με ‘μενα έχασα κι εμένα. Θα ταξιδέψω και ίσως αύριο περάσω από το σπίτι μου να πιω έναν καφέ μαζί μου. Ως τότε θα ψάχνω να με βρω.
..ακόμα λείπεις και ο χρόνος κυλάει ασταμάτητος και είναι κολλημένος ταυτόχρονα και με πνίγει, και κυλάει τις στιγμές που έχει ο ένας να αφιερώσει στον άλλο και κολλάει τις στιγμές που γεμίζουν απουσία κι εγώ κάθομαι στον καναπέ και σηκώνομαι και πηγαίνω στον άλλο καναπέ και από εκεί στο σαλόνι και όλο πίσω και μετράω τα λεπτά που φεύγουν ταυτόχρονα με τα λεπτά που δε φεύγουν και ψάχνω νικητές και νικημένους και ακόμα δε μπορώ να βγάλω σκορ, ίσως γιατί το παιγνίδι είναι στημένο κι εσύ δε θα γυρίσεις πιο νωρίς από το προκαθορισμένο κι εγώ σπάω τα ξύλα στο τζάκι και βλαστημώ που νιώθω έτσι και χαίρομαι που νιώθω έτσι και πονώ που νιώθω έτσι και χαίρομαι που νιώθω έτσι και που νιώθω έτσι οι αφορμές είναι γνώστες αλλά οι αιτίες όχι και άντε να τις βρεις, να τις βρεις εκεί που είναι καλά κρυμμένες και δεν έχω όρεξη να βρω τις κρυψώνες τους, όχι άλλα παιχνίδια κρυφτού, το αποφάσισα σήμερα που ξύπνησα και μάλλον από χτες που κοιμήθηκα αλλιώς, πως αλλιώς δε ξέρω, αλλιώς ήταν, και πάντα θα είναι, δε ξέρω μη με ρωτάς, δεν είναι ώρα για ερωτήσεις, δεν έχω απαντήσεις γι αυτό, και αν έχω ποτέ πρώτα θα τις πω στον εαυτό μου και ύστερα σε σένα αν είσαι ακόμα εδώ να ακούσεις, να ακούσεις τη φωνή μέσα από τις λέξεις, να ακούσεις τις λέξεις μέσα από τη φωνή, και μη νομίζεις πως ξέρω τί λέω, πως ξέρω τί γραφώ, προσπαθώ να παρατηρήσω τα δάχτυλα μου και ακόμα κι αυτά δε μπορώ να δω γιατί τρέχουν, πιο γρήγορα από τις σκέψεις μου πιο γρήγορα από τις λέξεις που σχηματίζονται στο μυαλό μου και προσπαθώ να βάλω μια τελεία, μα που διάολο είναι η τελεία στο πληκτρολόγιο, σταμάτησέ με, σταμάτησε με σε παρακαλώ, πες μου ότι βαρέθηκες να με ακούς μπας και τα δάχτυλα σταματήσουν έστω και σε μια λέξη που δεν έχει τελειώσει, άλλωστε μου αρέσουν μερικές φορές τα μισοτελειωμένα, δημιουργούν ένα αίσθημα φαντασίας κι ελπίδας πως τίποτα τέλειωσε ακόμα ενώ τα τελειωμένα είναι καθεστώς και ανέλπιστα και-σταματά με σε παρακαλώ- περιμένω να δω τα μάτια σου ακόμα ένα βραδύ όπως χτες που.............
...
αυτά...
-......που; Εϊ συνέχισε, μη κόβεις τα κείμενα σου, μάλλον τις σκέψεις, θα ήταν πιο σωστό
-χτες που σε είχα στην αγκαλιά μου και έκλεβα τα όνειρα σου και τα έκανα δικά μου και σου ζητώ συγγνώμη για την κλεψιά αλλά δεν άντεξα στον πειρασμό κι ένωσα τα όνειρα μου με τα δικά σου και έκανα τα δικά σου δικά μου και να ήξερες χθες πόσο πολύ ήθελα να(...), τόσο που ντρέπομαι και τώρα που σου μιλώ να σου εξηγήσω, ντρέπομαι που με ακούς, ντρέπομαι που δε με ακούς, παίρνω βαθιά ανάσα και με μια από αυτές συνεχίζω να σου γραφώ και να σου γραφώ και να σου γραφώ και δε ξέρω που πρέπει να βάλω τελεία δε ξέρω που είναι το όριο, δε ξέρω πάνω σε ποιον τοίχο θα σπάσω τα μούτρα μου άλλα δε με πειράζει και δε με πειράζει γιατί ξέρω πως αν ματώσουν τα μάτια μου θα είμαι τυχερή που ακόμα μπορώ και νιώθω κι αγαπάω κι ερωτεύομαι, ερωτεύομαι, ερωτεύομαι, κάθε λεπτό περισσότερο, κάθε στιγμή που περνάει και ξέρω πως είμαι σαν μια χαζή ερωτευμένη έφηβη αλλά δε με νοιάζουν οι κριτικές και όση ώρα κάνω ερωτική εξομολόγηση δακρύζω για όλα όσα βγαίνουν από το στόμα μου άλλα δε φτάνουν μέχρι τα ακροδάχτυλα μου να σου τα γράψω γιατί ντρέπομαι, και τώρα που τίποτα δεν υπάρχει να κρύψει τη γύμνια μου, ούτε ένα φανελάκι να κρύψει το γυμνό στήθος μου θέλω να...
-Να;
-...να βογκήξω μέχρι να ακουστώ στο Σύμπαν.........................
Έγινε σαββατοκύριακο και τα πατζούρια άνοιξαν και μπήκε ήλιος σήμερα και μου πόνεσε τα μάτια. Πέρασε καιρός από τότε που μπήκε ήλιος την τελευταία φορά σε αυτό το δωμάτιο. Εδώ και μια βδομάδα ήμουν καθισμένη στον καναπέ πράττοντας την απραξία και αυτό ήταν το πιο εποικοδομητικό πράγμα που έκανα από τότε που σταμάτησα από τη δουλειά. Δουλειά… τι άσχημη λέξη…
Η τελευταία μέρα πριν την πρώτη είναι πάντα ιδιαίτερη. Είναι γεμάτη από ανασφάλειες και λίγη γκρίνια που δεν εκδηλώνεται σωστά και πεθαίνει λίγο μετά που δύει ο ήλιος και μετά όλα πάλι σκοτεινιάζουν και βρίσκω για άλλη μια φορά το φώς μου μέσα στις λάμψεις των κεριών που είναι ένας κύλινδρος που στη βάση και στην κορυφή του απαρτίζεται από δύο κύκλους που πρέπει να βρω την ακτίνα ρ για να μπορέσω να βρω τη διάμετρό τους που είναι 2ρ αν θυμάμαι καλά. Και όλα αυτά με την προϋπόθεση το κερί να μην είναι λιωμένο, γιατί αν είναι έχει κύκλο μόνο κάτω γιατί πάνω έλιωσε ο κύκλος κι έγινε ένα σχήμα χωρίς μορφή και υπόσταση-βήχω σαν φυματική – οπότε δε μπορώ να συγκρίνω τον ένα με τον άλλο οπότε όλη η προσπάθεια πάει στον κουβά.
Η ώρα είναι 19.41-επιτελους τα ανολοκλήρωτα φάνηκαν- και από το μπάνιο ακούω νερά να τρέχουν. Έχω μια αίσθηση κούρασης αύτη τη στιγμή. Όχι στα πόδια μου, ούτε στα χέρια μου. Στο κεφάλι περισσότερο...
Αύριο η μέρα θα είναι αλλιώς, θα είναι διαφορετική, ούτε καλύτερη, ούτε χειρότερη απλά διαφορετική κι έτσι θα έχω το πλεονέκτημα να απόλαυσω καινούριες σκέψεις, και να πω καινούριες καλημέρες, έξω σκοτείνιασε, επιτέλους, και σε λίγο θα ανάψει το τζάκι και το μόνο που θέλω είναι να ανέβω στη σοφίτα και να μείνω εκεί κλεισμένη μέχρι να υπάρξει λόγος για να βγω ξανά. Νιώθω ένα μούδιασμα στο στήθος αριστερά που δεν είναι σωματική βλάβη, νιώθω τα δάχτυλά μου να προδίδουν τις σκέψεις μου, νιώθω το κεφάλι μου κουρασμένο λες και δανείστηκα το κεφάλι κάποιου άλλου που είναι γεμάτο από σκέψεις που δε μπορώ να αποκωδικοποιήσω, αρά και να διώξω. Νιώθω λίγη και ταυτόχρονα πολλή, νιώθω ό,τι δε μπορώ να νιώσω και δε νιώθω τα αυτονόητα. Έχω μια τάση να φοβάμαι σήμερα, σηκώθηκα φοβισμένη, έδωσα στον φόβο μου μορφή και αυτός ήρθε και κάθισε δίπλα μου στον καναπέ και μου ζητάει καφέ κι εγώ τολμώ να τον κοιτάξω μόνο με την άκρη του δεξιού ματιού μου... δεν είναι δικός μου ο φόβος αυτός, δε ξέρω ποιανού είναι, δε ξέρω ποιος μου τον φόρτωσε και γιατί. Δε φοβάμαι τίποτα. Εκτός από σήμερα. Και σήμερα φοβάμαι γιατί εκείνος ήρθε και με βρήκε, αποβραδίς μάλλον, και μάλιστα ακάλεστος και γεμάτος αγένεια ήρθε και θρονιάστηκε στη φλέβα που χτυπάει στο μέτωπο μου...
Αύριο όλα θα είναι αλλιώς. Πως αλλιώς δε ξέρω να σου πω, δεν έχω απαντήσεις.
Έχω να γράψω στο γραφείο από τότε που ήμουν είκοσι εννιά και τώρα μου φαίνεται περίεργο που είμαι εδώ στο γραφείο, και μάλιστα το εφηβικό, εκείνο που διάβαζα Βιολογία Δέσμης στις 02.00 το πρωί που όλοι κοιμόντουσαν κι εγώ άναβα κρυφά τα πρώτα μου τσιγάρα γιατί η μάνα τσατιζόταν όταν με έβλεπε να καπνίζω. Το γραφείο ήταν στην μπαλκονόπορτα δίπλα κι εγώ χάζευα δυο ζωές την πόλη που ήταν φωτισμένη απέναντί μου και μια ζωή μόνο αφιερωνόμουν στο διάβασμα. Και μου αποσπούσε το κενό που είχα στο κεφάλι μου η κόρνα και το φρενάρισμα ενός αμαξιού κοντά στο κέντρο της πόλης και μια φωνή ‘‘Κοίτα ένα μαλάκα βραδιάτικα!’’ κι έπειτα ένα σπινιάρισμα κι έπειτα μια σιωπή εκκωφαντική σαν βόμβα στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Κι έπειτα η ησυχία ενός άλλου απότομου φρεναρίσματος μέχρι που ξημέρωνε κι εγώ κοιμόμουν πριν πάω ξανά στο μάθημα. Κι έπειτα ήρθε η Σχολή που αν δεν ήταν αυτό που ήθελα μάλλον δε θα πήγαινα ποτέ μου γιατί από τότε σιχαινόμουν το πρωινό ξύπνημα-μακάρι να κοιμόμουν όλη μέρα και να ήμουν ξύπνια όλη νύχτα- και από τότε αποφάσισα πως θα κάνω μια δουλειά που δε θα χρειάζεται πάντα να ξυπνάω από το χάραμα άρα θα μπορώ να κοιμάμαι στις 03.00 το πρωί όπως σου υπόσχομαι εδώ και μερικούς μήνες και ας μη το έκανα ποτέ μου. Και φυσικά το έκανα και αύριο δε θα πάω για δουλειά το χάραμα αλλά θα πάω στις 10.00 για να σχολάσω στις 16.00 και να είμαι σπίτι στις 16.30 και να μη μαγειρέψω ούτε αύριο γιατί έχουμε τρία φαγητά στο ψυγείο ενώ κάποιοι δεν έχουν ούτε ένα.
Σε ακούω, μη νομίζεις, σε ακούω να προσπαθείς να ανάψεις τζάκι να μου κάνεις έκπληξη όταν βγω από την κρυψώνα του γραφείου μου που κάνει κρύο και φοράω πέντε ζακέτες για να ζεσταθώ και πάλι δε τα καταφέρνω. Χάλασε η έκπληξη σου αλλά εγώ θα κάνω πως δε το ήξερα κι έτσι θα ανοίξω διάπλατα τα μάτια μου για να μη σε πληγώσω που η έκπληξή σου χάθηκε. Κι αν κάνεις πως δε διαβάζεις, δε θα μάθεις ποτέ πως το ήξερα από πριν. Κι έτσι όλοι θα είμαστε χαρούμενοι ακόμα και τα ξύλα που καίγονται γιατί θα έχουν εκπληρώσει τον σκοπό τους. Το ξέρεις πως στον αριστερό μου παράμεσο κατοικούσε μια ακίδα που μόλις την έβγαλα γιατί με ενοχλούσε στο τακ τακ του πληκτρολογίου; Όχι, δε το ξέρεις γιατί αν το ήξερες θα μου το είχες φιλήσει από προχτές και θα είχε περάσει…
1.2.11
Σου γραφώ πάλι απόψε γιατί άλλο δεν αντέχω να δίνω σώμα σε όσα με πλήγωσαν.
Η μη επίγνωση της πραγματικότητας είναι μέρος της ουσίας της.
Είμαστε για τις ψυχές μας μοναστήρια.
Έχουμε γιατρευτεί μόνοι…
έχουμε αποκοιμηθεί μόνοι…
Έχουμε μόνο εμάς. Οι άλλοι είναι μια παρεξήγηση ανάμεσα στα όνειρα και τις αυταπάτες.
Ζωή είναι να ξεχνάς πως δεν υπάρχει τίποτα να πιάσεις και τίποτα από το οποίο μπορείς να πιαστείς.
Να είσαι γενναιόδωρος στην αγάπη, στον πόνο μα και στην εκδίκηση σου. Τίποτα δε θα πάρουμε μαζί μας και στο θάνατο όλα είναι βάρος.
Χειμώνας. Συνεχίζω να υποφέρω από ανθρωπότητα. Εσύ;
Αν η θλίψη είχε γιόγκα αυτή θα ήταν το ‘‘σε νοιάζομαι’’
Τα απατώμενα αφανούν.
Απόψε να βγεις με άλλους που δεν είμαι εγώ.
Όταν ο Που να το Φανταστώ γνώρισε την Δεν ήξερες Δεν ρώταγες γεννήθηκε η Άγνοια…
Αν δε ζεις στα άκρα αλλά πιάνεις χώρο υπάρχει πάντοτε ο κίνδυνος να φιλήσεις κάποια και να γίνεις βάτραχος ξανά
Οι άνθρωποι ψάχνουν το άλλο τους Μισό και ‘ γω το άλλο μου ολόκληρο.
Να μη ξεχάσω:
1.Να πάω supermarket.
2.Να συμπληρώσω τη φορολογική μου δήλωση.
3.Πως ο καθένας μας είναι εγκλωβισμένος στη μοναδικότητα του.
Δε κατάφερα να πάρω τίποτα από τη ζωή. Εμένα η ζωή με συνεπήρε.
Νύχτα ακίνητη τα άστρα δε γνωρίζουν γιατί λάμπουν μα ο κόσμος κάπου πέρα συμβαίνει. Όλα απόψε μοιάζουν στην καρδιά μου.