31.1.11

-374 και σημερα...

Στη λέξη άνθρωπος κατέληξα τελικά πως το άλφα είναι στερητικό. Όπως λέμε άδοξος, άμαθος, άσκοπος, έτσι κι άνθρωπος.  Σκληρός και αδυσώπητος . Όχι απάνθρωπος. Αυτή η λέξη δεν υπάρχει πια. Αντικαταστάθηκε πριν από χρόνια εν αγνοία μας από την ίδια την ανθρώπινη υπόσταση….
Θέλω να ταξιδέψω ως την άκρη του κόσμου. Να πατήσω το γκάζι και να βρεθώ κάπου ολότελα ξένα και να γνωρίζω τη ζωή κάποιας άλλης διάστασης, να της απλώσω το χέρι, να της πω το όνομά μου, να συστηθούμε και ό,τι προκύψει. Η ζωή μου κυλά υπέροχα, καταπληκτικά, αισθάνομαι πως έχω τα περισσότερα από όσα ήθελα αλλά πάντα κάτι λείπει, κάτι λείπει, πάντα το ίδιο σε όλη μου τη ζωή νομίζω, και ακόμα δε το έχω εντοπίσει αλλά δε με πειράζει, δε το βάζω κάτω, ξέρω πως μια μέρα θα έρθει από μόνο του μπροστά μου και θα με γεμίζει ολόκληρη σαν το φως που πλημμυρίζει ένα δωμάτιο σκοτεινό μόλις ανοίξεις τα πατζούρια. Θα ήθελα να είσαι εκεί, κάπου εκεί να σου φωνάξω "Να το, το βρήκα!" κι έπειτα να μου χαμογελάσεις κι εγώ να είμαι πάνω σε ένα αόρατο τραμπολίνο και να χοροπηδάω από τη χαρά μου ως τον ουρανό, ως τον ουρανό και όλο πίσω. Και αν σπάσω τα μούτρα μου σε κανένα στραβοπάτημα, δε με πειράζει, δε με νοιάζει καν, θα είμαι χαρούμενη για όλα όσα έζησα, πήρα, έδωσα.
Η ώρα έγινε καταμεσήμερο και σε λίγο θα ανοίξω τα πόδια μου σε κάποιον που θα δω για πρώτη φορά με αφορμή  την καινούρια ζωή. Θα μου πει, θα μου εξηγήσει κι εγώ θα ακούω όλα όσα έχει να μου πει, όχι με τ’ αυτιά αλλά με τα μάτια μου.  Ήθελα τόσα να σου πω σήμερα αλλά δε βρήκα την ευκαιρία να συναρμολογήσω σύμβολα γραμμάτων κι έτσι όταν κοιτάξεις ξανά τα μάτια μου δε θα τα ακούσεις αλλά  θα τα δεις. Οι λέξεις γίνονται βουβές στο μεγαλείο μιας ζωής που έχει αρχή μέσα μου και τέλος κάπου μετά από τη δική μου ύπαρξη. Το στομάχι μου πιάνεται από συρματόσχοινα άγχους  του τι θα μου πει ο κύριος που θα του ανοίξω τα πόδια μου. Θα τον ρωτήσω «Είμαι καλή;» κι έπειτα θα κρέμομαι από τα χείλη του να μου δώσει απάντηση. Ελπίζω πως θα μου πεις πως όλα θα πάνε καλά…
Τα νέα από την Τσεχία ήταν ευχάριστα. Μεγαλώνεις μέσα μου χωρίς εμένα κι αυτό είναι το πιο τέλειο από όλα. Είχα πάνω από δυο ζωές να σε ακούσω και μέσα σε μερικές στιγμές έμαθα όλη την ζωή σου, τόσο απαλά και απλά, τόσο όμορφα και γοητευτικά, τόσο ερωτικά και ανυπόμονα, τόσο  μπερδεμένα και ξεκάθαρα. Δε θα σου πω πως μεγάλωσες γιατί έτσι θα πρέπει να παραδεχτώ πως μεγάλωσα κι εγώ και τελικά δε ξέρω αν είναι θέμα παραδοχής ή μη πραγματοποίησης απλών γεγονότων.
Χτες θύμωσα πολύ λίγο πριν τις δέκα και μισή κι έκλαψα λίγο μετά τις έντεκα το βράδυ. Είμαι έτοιμη. Πρέπει  να φύγω…

-Καλησπέρα σας γιατρέ μου…
-Καλησπέρα σας… περάστε…

Δευτέρα 31/01/11 16.32

24.1.11

(*^^)


Θέλω να κλείσω τα πατζούρια και να μείνω  πίσω από τις κλειστές γρίλιες. Να μη ξέρω πόσες φορές ξημέρωσε και πόσες νύχτωσε, να χάσω την έννοια του χώρου και του χρόνου και να τις κάνω έννοιες υποκειμενικές. Η καρδιά μου γίνεται αντλία και ρουφάει το αίμα και το διώχνει ξανά κι αυτό γίνεται σε γρήγορους ρυθμούς όσο τα πόδια μου σκαρφαλώνουν στα σκαλιά που φτάνουν στην εξώπορτα του σπιτιού μου. Μπαίνω σπίτι και μπαίνω στη φωλιά μου, κουρνιάζω  στη σοφίτα κάτω από το τραπέζι με το κουτί με τα κεριά. Εκεί αφήνω την ανασφάλειά μου μέχρι να γίνει ασφαλής και την ανταλλάσω με την ανασφάλεια της επόμενης μέρας  για να φορέσω την ασφάλεια της σοφίτας μου.
Ήσουν ο καλύτερός μου φίλος και μου λείπεις αλλά ντρέπομαι να σου το πω. Εκείνο το Σαββατόβραδο έβλεπα μαζί σου ταινία. Ούτε που θυμάμαι ποια. Πάντως ακόμα και όταν λέγαμε μερικές κοφτές λέξεις ούτε τότε κοιταζόμασταν.  Και όταν μου ζήτησες νερό, άπλωσα το χέρι μου και σου έδωσα το μπουκάλι μου με το νερό που κρατούσα στο χέρι κι έπινα γουλιές. Κι εσύ απλά άνοιξες το καπάκι και ήπιες. Μόνο τότε σε κοίταξα. Και τότε, εκείνο το Σαββατόβραδο του δύο χιλιάδες πέντε αποφάσισα πως δικοί μου άνθρωποι είναι εκείνοι που πίνουν με το στόμα νερό από το μπουκάλι μου…
Έξω έχει συννεφιά και το πρωί το τζάμι του Φόλκς Βάγκεν μου είχε πιάσει πάγο. Ξέρεις, εκείνον τον κρυσταλλικό πάγο που δε φεύγει παρά μόνο αν έχεις υπομονή να ανασάνεις επάνω του και να τον λιώσεις με τα χνώτα σου. Αλλιώς γίνεται συμπαγείς και δε σπάει και νιώθω να οδηγώ με γυαλιά οράσεως χωρίς μάτια. Και άργησα σήμερα στην κλινική. Και έπεσα πάνω στον γενικό και του είπα καλημέρα ενώ δεν ήξερα για δεύτερη φορά το όνομά του. Αλλά του χαμογέλασα, μου χαμογέλασε και αμέσως έλιωσε και ο πάγος στο παρμπρίζ μου.
Σήμερα τα είπαμε και τα ξεκαθαρίσαμε. Τα είπαμε και τα ξεκαθαρίσαμε. Ο καθένας για τον εαυτό του. Το είπα στη Στέλλα προχθές και γελούσε. Είναι επιλογή μου να με φτύνουν κι εγώ να κοιτάζω ψηλά να δω αν βρέχει. Όχι, δεν είμαι μαλάκας. Απλά υπολογίζω μόνο όσους πίνουν νερό από το μπουκάλι μου. Εσύ πίνεις; Όχι. Άρα δεν είσαι δικός μου. Οπότε άντε και γαμήσου……………

Δευτέρα 24/01/11 16.19

21.1.11




Αφήγηση: Καριοφυλλιά Καραμπέτη

18.1.11

__+

Η μήτρα μου έχει αγκάθια κι εγώ κάνω ένα ταξίδι από τις ωοθήκες μέχρι το ενδομήτριο και όλο πίσω. Τρώω τα αλουμίνια από τα παράθυρα για να φύγει η πικρίλα από τα παυσίπονα και ξαφνικά άρχισα να κρυώνω. Όχι. Δεν είμαι θυμωμένη, ούτε τσατισμένη αυτή τη φορά. Είμαι ηττημένη. Κάθομαι κάτω από την κουβέρτα και σκεπάζομαι μέχρι το κεφάλι να κρυφτώ από τον πόνο, μη με βρει και τρυπώσει πιο δυνατός στα σπλάχνα μου. Μερικές φορές τον φοβάμαι. Είναι δυνατότερος από μένα και με τσακίζει .Έχει χρώμα σάπιου κρέατος και δεν έχει βάρος. Μπορεί κι αιωρείται πάνω από το κεφάλι μου κι εγώ κλείνω τα μάτια με την ελπίδα να μη με δει. Κάθε που πλησιάζει η ημέρα κάνω πως κοιτάζω αλλού και τρέχω με μανία να κολλήσω πίσω τα φύλλα από το ημερολόγιο που έσκισα.
Σήμερα άρχισα να πονάω ταυτόχρονα με την  κίνηση που έκαναν τα μάτια μου να ανοίξουν. Γι αυτό που δεν είμαι σίγουρη είναι αν ξύπνησα από τον πόνο και άνοιξα τα μάτια μου ή τα μάτια μου που άνοιξαν ξύπνησαν τον πόνο. Είμαι πιο σίγουρη για το δεύτερο  αλλά κρατώ τις επιφυλάξεις μου. Πρέπει να φάω. Το έφαγα το πρωινό μου; Ναι. Παναντόλ έξτρα με δυο γουλιές νερό. Δεκατιανό; Α, φυσικά… Νιούροφεν. Τώρα περιμένω να γίνει καταμεσίμερο να φάω το Ντεπόν που έχει το μενού της διατροφής αυτής της εβδομάδας. Δε θέλω. Τα σιχαίνομαι τα χάπια από το δύο χιλιάδες τρία. Ο οισοφάγος μου αναγνωρίζει την αίσθηση και το μυαλό μου γυρίζει σε εικόνες βαθιά θαμμένες που ξεπηδούν σε κάθε γουλιά νερού που σκαλώνει στο χάπι. Θέτω τις αισθήσεις μου σε αδράνεια: σφίγγω τα μάτια, δαγκώνω τη γλώσσα μου, βουλώνω τ’ αυτιά μου, κλείνω τη μύτη μου και γδέρνω το δέρμα μου.  Δε θα φάω άλλα χάπια. Δε θα φάω…
                                                          
                                                          
Τρίτη 18/01/11  13.29

12.1.11

**

Το στήθος μου πρήστηκε και το σώμα μου διαμαρτύρεται σε συμφωνία με την γλώσσα μου. Ο ουρανίσκος μου παίζει βρώμικα παιγνίδια για να τον ταΐσω λίγη ζάχαρη και η ζάχαρη έχει πιάσει μούχλα στον πάτο του ποτηριού, εκείνου του τελευταίου με τον καφέ με τη ζάχαρη που πεισματικά δε το έχω ακόμα πλύνει ως ανάμνηση ερωτική που πονάει και μαζοχιστικά κρατάω φυλαγμένη.
Σήμερα έξω από το παράθυρο δεν έχει εικόνες. Κάποιος πέρασε από το σπίτι μου το πρωί και τις έσβησε ρίχνοντας με τον κουβά ομίχλη. Το τζάκι καίει περιμένω να κάνει θράκα να ψήσω τα φανταστικά κάστανα που είναι κρυμμένα στο ψυγείο κάτω από το μπρόκολο.
Ο μόνη που απαντάει σήμερα στις κλήσεις μου είναι  η Ερμιόνη. Και αυτό από τύψεις. Είναι που χτες την έπιασα να έχει στο στόμα της τον Προκόπη και σοκαρίστηκα. Ο άμοιρος ο Προκόπης! Τώρα έχω δύο άδεια καβούκια στον βυθό μου. Και πόσο μου λείπει να τον βλέπω να κάνει βόλτες πάνω στα κλαδιά δε λέγεται. Κοιτάζω αλλού να μην πέσει το βλέμμα μου πάνω στον Νώντα που τελευταία τον αποφεύγω, όχι επειδή υπάρχει λόγος αλλά γιατί με κούρασε να τον ψάχνω κάτω από τις πέτρες και πίσω από τα ξύλα. Τις περισσότερες φορές δεν είναι ούτε στις πέτρες ούτε στα ξύλα. Είναι κολλημένος κάτω από τις μπουρμπουλήθρες και τις καταπίνει. Και ύστερα ρεύεται μια μεγάλη μπουρμπουλήθρα και τρυπώνει μέσα της μέχρι να κοντεύει να πεθάνει από το οξυγόνο.
Χτες το βράδυ μου είπες πως το ροζ παιδάκι με τα γκρι αυτιά  που είναι ασορτί με το κεφάλι του έπεσε από τον καναπέ στο πάτωμα, κι εγώ δίχως να ξυπνήσω πήγα και το σήκωσα στοργικά. Κι έπειτα άλλαξα πλευρό. Και τώρα που είπα πλευρό το ξέρεις πως η πλάτη μου πονάει;  Το Σάββατο, μετά την εκπλήρωση του γιάντες που έχασα, θα με τρίβεις μέχρι τα χέρια σου να βγάλουν κάλους. Έλα. Μου το χρωστάς. Πόσες μέρες έχεις να ξυπνήσεις πριν από μένα;
Έχω έναν ελαφρύ πονοκέφαλο. Έχω μια υπόνοια πως θα μου έρθει περίοδος νωρίτερα…

Τετάρτη 12 Ιανουαρίου 2011

10.1.11

@_)#_+!@+_!@#!$$@)#+!@_#+!@_#

Ο σκέτος ο ζεστός καφές είναι χάλια. Τα Χριστούγεννα το  έσκασαν από τις γρίλιες των παραθύρων μου.  Γρήγορα. Τόσο που αναρωτιέμαι αν ήρθαν φέτος. Μαζί τους το έσκασαν και οι κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα. Ευτυχώς, πρόλαβα να κρύψω κάποια κάτω από τη βελέντζα της σοφίτας. Την πράσινη. Τι ώρα είναι έξω από το παράθυρο; Ρωτάω γιατί τα πατζούρια είναι κλειστά. Ξέρεις; Δε ξέρω. Πάντως ο σκέτος ζεστός καφές είναι χάλια.

Δευτερα 10/01/11 16.39

4.1.11

Χτες όλη νύχτα οι παλάμες μου παρακαλούσαν να χιονίσει.
Σήμερα που χιόνισε οι πατούσες μου ψάχνουν πατούσες να ζεσταθούν.
Τώρα που λείπεις  μήπως θυμάσαι να μου πεις που έβαλα τα τερλίκια μου;

Τρίτη 04/01/11 14.29