25.10.10
20.10.10
&(^^
Μια γρίπη που κόλλησε πάνω μου σαν ενοχή προηγούμενης ζωής που προσπαθώ καρμικά να αποβάλω μα δε ξέρω τον τρόπο. Βήχας που πηγάζει από τα εντόσθιά μου και κάνει το σώμα μου να πάλλεται σαν διαπασών που κάποιος επιτήδειος ασχολείται μαζί του παίζοντας με τα νεύρα μου αλλά δε ξέρει ακόμα τις συνέπειες.
Το βράδυ καθόμουν εκεί στην παραλία το σημείο που το χώμα γινόταν άμμος και απέναντι μικρές λάμπες σκαρφάλωναν στο βουνό του Πανοράματος και έπιαναν τον ουρανό. Κάπου αριστερά μου η Μεγάλη Άρκτος και τώρα πια μπορώ να διακρίνω τη μεγάλη αλλά κάπου στο Σύμπαν έχασα τη Μικρή. Βάρκες αραγμένες στη μαρίνα και μια μοναχική στα δεξιά μου διαφορετική από όλες…
Θα ήθελα απόψε να περπατήσω στην Τσιμισκή. Να χωθώ στο κέντρο της πόλης και από Ναβαρίνου να ανέβω στη Σβώλου. Να βρεθώ πίσω από την Αγία Σοφία και από την πλατεία Άθωνος να ανέβω στην Εγνατία και όταν φτάσω την Κολόμβου να ανέβω την Αντιγονιδών και να κάνω τον κύκλο για να βγω στη Συγγρού κι από ‘κει στη Φράγκων. Να κατέβω τη Δωδεκανήσου κι να βγω στο Λιμάνι. Και από το Λιμάνι να βγω στην Ανθέων να φτάσω Βότση και από εκεί Φοίνικα. Να περάσω επιδεικτικά την κλινική και να βρεθώ στο αεροδρόμιο. Και να μη στρίψω στη στροφή, να φύγω όλο ευθεία. Να φτάσω Περαία και από ‘κει στην παραλία που ήμουν το απογευματόβραδο. Και όλα αυτά να τα κάνω με τα πόδια. Και σιγά μη κουραστώ. Έχω περπατήσει μερικά χρόνια σε χιλιόμετρα μέχρι να βρεθώ στο τώρα μου. Και αν θυμάμαι καλά, ο τσαγκάρης στη γωνία του πρακτορείου έτριβε τα χέρια του όταν με έβλεπε. Και τώρα που το Σάββατο θα πάω να δω νυφούλα την Κατερίνα τι διάολο θα φορέσω στα πόδια μου;
Η νύχτα είναι γλυκιά και πιο πολύ μοιάζει με τα όνειρα μιας θερινής νυκτός παρά με το τέλος του Οκτώβρη. Κι εντάξει, δε πειράζει γιατί να σου πω, δεν είμαι τόσο σκατά που να νοιάζομαι μόνο για τα μαύρα σύννεφα. Είναι κι εκείνοι που όταν βλέπουν ήλιο λένε ‘‘Έφτιαξε ο καιρός’’ αλλά τι ακριβώς έφτιαξε ποτέ δε διευκρινίζουν. Και όταν ‘‘χαλάει’’ και αρχίζουν οι νεροποντές κανείς δεν είναι προετοιμασμένος λες και οι ουρανός έχει βάνες που σπάνε και σ’ αιφνιδιάζουν. Όχι ρε φίλε. Τα σύννεφα δεν είναι χαλασμένες βάνες. Τα βλέπεις να έρχονται. Πρώτα λευκά και βαμβακένια κι έπειτα με κάτι ήχους και λάμψεις. Σου μιλούν τα σύννεφα. Εσύ είσαι ο κουφός που δε τ’ ακούς, όχι εκείνα μουγκά. Και αν δε σου αρέσει να βρέχεσαι πάρε τη γαμωομπρέλα σου και μη μας πρήζεις που βράχηκες.
Είμαι στη σοφίτα. Η λιβελούλα στον αστράγαλό μου αποκοιμήθηκε κι έτσι ανέβηκα τη σκάλα στις μύτες των ποδιών μου Έσβησα το φως και άναψα τα λαμπάκια και πολύ μου αρέσει εδώ πάνω. Έχω ένα μικρό δεινοσαυράκι αγκαλιά που διαβάζει τις αράδες μου, διορθώνει τα ορθογραφικά μου κι ενώ δεν είμαι ανορθόγραφη γεμίζω κόκκινες γραμμούλες στο λευκό μου φύλλο. Ψάχνω να βρω την ορθογραφία μου και μου φωνάζουν πως οι λέξεις που χρησιμοποιώ δεν υπάρχουν. Ειδικά όταν βρίζω, τότε οι γραμμούλες πολλαπλασιάζονται και διαιρούνται και ο καθώς πρέπει υπολογιστής μου ζητάει ενοχλημένος να προσθέσω αυτές τις λέξεις στο λεξικό του με αντάλλαγμα να μη μου βγάζει ξανά κόκκινες γραμμούλες. Κι εγώ πειράζει που χέστηκα για τις άγνωστες λέξεις του που μόνο σε αυτόν είναι άγνωστες ή θα πρέπει να το λάβω και αυτό σοβαρά υπ’ όψιν μου μέχρι να μου αποδείξει πως είναι υπολογιστής αμέμπτου ηθικής; Οχούυυυυυυυυυ…………
-κι άλλη κόκκινη γραμμούλα-
Ζωή μιας συλλαβής δίφθογγης καληνύχτα…
Τετάρτη 20/10/10 22.24
Φωτο: http://gromyko.deviantart.com/art/A-Beggar-and-a-Cup-II-51802252
16.10.10
)**(
Είναι η εποχή που κάνω χατίρια. Σου λέω ‘‘Κλείσε τα μάτια’’ και ό,τι ζητήσεις βρίσκεται στα πόδια σου μετά το ‘‘’Άνοιξέ τα!’’ με πέντε εκατομμύρια θαυμαστικά στο τέλος. Όχι, δεν είναι που μ’ έπιασαν οι καλοσύνες μου, μη φανταστείς. Απλά, να, βρέχει εδώ και καμιά βδομάδα περίπου κι έγινα από Γυναίκα πηλός. Όπως τα κεραμίδια μας όπως είπες κι εσύ χτες. Βάλε με μέσα στις παλάμες σου και δώσε μου ό,τι σχήμα θες εσύ. Δώσε μου το σχήμα του χατιριού, ας πούμε. Εκμεταλλεύσου κάθε μόριο χώματός μου γιατί όταν βγει ο ήλιος θα γίνω και πάλι από νεράιδα μάγισσα και άντε να με πετύχεις στις καλές μου.
Σήμερα από το πρωί φτερνίζομαι, ο λαιμός μου έχει τσουκνίδες φυτρωμένες και τ’ αυτιά μου ακούν φωνές στο βάθος. Ανέβηκα τις σκάλες και πάνω που έβαζα το κλειδί στην πόρτα φτερνίζομαι δυνατά, κλείνω τα μάτια μου, τα τρίβω και τα ανοίγω μπροστά στη θέα μιας υπέροχης συρμάτινης μπάλας με κόκκινο ρεσώ κρεμασμένη δίπλα σε μια άλλη ίδια από το ταβάνι. Όλο εκπλήξεις είσαι τελευταία, αλλά εγώ θα σου κάνω την καλύτερη και τη μεγαλύτερη κι ας μη το ξέρεις ποτέ σου.
Σήμερα πήγα στο δουλειά με καινούριο καθεστώς. Κι εσύ με κορόιδευες κι εγώ γκρίνιαζα πάλι κι εσύ πάλι κορόιδευες κι εγώ ξαναγκρίνιαζα. Το βράδυ έχω εφημερία και την περιμένω πώς και πως γιατί είναι η τελευταία. Να φύγει να περάσει, να τελειώσει, να μαλώσω με κάτι εναπομείναντα όνειρα που είχα αφήσει στο μαξιλάρι από την εφημερία της περασμένης βδομάδας, να τσουρουμαδίσω το μαλλί εκείνης της κυρίας που το όνομά της αρχίζει από Άλφα, να μαυρίσουν τα μάτια μου να μουρμουρίζω πέντε ώρες πριν τα μεσάνυχτα ‘‘Σε πέντε ώρες ξημερώνει Κυριακή’’ και μόλις πάει χάραμα να σηκωθώ, να αφήσω πίσω μου τη ζωή της προηγούμενης μέρας για να καλοδεχτώ εκείνη της επόμενης. Να μπω στο σκοτεινό σαλόνι της Κυριακής, να μπω στη σκοτεινή κρεβατοκάμαρά της, να χωθώ κάτω από το κυριακάτικο πάπλωμα και να σηκωθώ ένα πρωινομεσίμερο για να ξεκινήσω τη μέρα μου. Αν αργήσω να ξυπνήσω, στο τραπέζι θα έχει μια μπουγάτσα με κρέμα, μια με τυρί και δύο γάλατα με κακάο. Μη φας και τη δική μου όμως, γιατί όταν ξυπνήσω θα πεινάω και αν δεν έχει πρωινό θα φάω τα πόδια σου.
Θα ξημερώσει η άλλη βδομάδα και στο τελείωμά της θα ξεκινήσω να βάζω ένα ένα τα γραμμάρια από τα ρούχα που θα πάρουμε μαζί μας για να κατεβούμε στην Αθήνα. Και αν χαθώ στο Μοναστηράκι, ραντεβού στον τοίχο στο Λουτρό των Ανέμων….
Σάββατο 16/10/10 14.27
Φώτο: Από την φωτογραφική που βούτηξα από τη τσέπη του μπουφάν σου.
12.10.10
Μπααααα… δε μπορώ να σου γράψω απόψε. Μη νομίζεις πως δε θέλω ή δεν έχω να σου πω κάτι απλά οι ήχοι μάλλον είναι πιο δυνατοί από τους ήχους των σκέψεών μου και αποπροσανατολίζομαι. Κάνω το μυαλό μου παπάρα στη βροχή και το ξεχνάω στον πάγκο της κουζίνας. Εκείνο μουλιάζει, γίνεται νιανια και πέφτει σε νιρβάνα. Τα ξύλα είναι πιο βρεγμένα από το μυαλό και δε λένε να καούν με τίποτα. Το τζάκι ίσα που ανάβει και χτες κοιμήθηκα δώδεκα ώρες και σήμερα νυστάζω από τις οκτώ παρά εικοσιπέντε αλλά κάνω κουράγιο για να δω το όνειρο του μεσονυχτίου που αν κοιμηθώ πιο νωρίς θα με πουλήσει κι εγώ δεν έχω λεφτά να με αγοράσω πίσω. Το πόδι μου έχει ένα σημάδι που νομίζω τελικά πως είναι εκ γενετής απλά μεταφέρθηκε από το γόνατο στον δεξί αστράγαλο. Είδες που σου είπα πως θα το κάνω; Το έκανα… ζωντάνεψα το κομμάτι του εαυτού μου που ζει, γεννιέται και πεθαίνει κάθε εικοσιτέσσερις ώρες. Μεταλλάσσομαι νομίζω. Σε τι, δεν έχω ιδέα. Οι αλλαγές του σώματός μου είναι αλλαγές του ίδιου μου του εαυτού. Θα καθίσω απέναντί σου, μπροστά στον καθρέφτη τον μεγάλο στην κρεβατοκάμαρα, θα ξεβρακώσω τα πάντα μου και θα κάνω σβούρες γύρω από τον εαυτό μου. Θα σε ρωτήσω αν σου αρέσω και θα κρατάω την ανάσα μου μέχρι να μου πεις ναι. Και το ξέρω πως δεν υπάρχει άλλη πιθανή απάντηση από ‘σένα. Λες και μ’ αγαπάς σε όλες μου τις εκδοχές. Ακόμα και αν πεθάνω σε εικοσιτέσσερις ώρες πάλι θα με αγαπάς αν ξέρεις πως μου αρέσει να το κάνω. Πάω στη σοφίτα. Βαρέθηκα…..
Τρίτη 12/10/10 22.38
8.10.10
τθφξθ
Τι μαλακία είναι αυτό μέσα στο σαλόνι μου;
Κυνηγάω τις ηλιαχτίδες με το σκουπόξυλο και κλείνω το πατζούρι από το παράθυρο του σαλονιού. Κι εκείνος τρυπώνει από τις ανοιχτές γρίλιες κι εγώ, φωτοφοβική, τρέχω να κλείσω ακόμα και αυτές. Για πείσμα σου, ήλιε, θ’ ανάψω το τζάκι απόψε…
…απόψε που εφημερεύω. Δε θέλω να ξεκουνηθώ, μόλις έβαλα τις πιτζάμες μου και φόρεσα στα πόδια μου χνουδωτές παντόφλες. Θέλω να βάλω τις βελέντζες, τ’ ακούς ή πρέπει να ουρλιάξω κατευθείαν στο μυαλό σου για να με ακούσεις;
Σε ακούω να φωνάζεις συνεχόμενα ‘‘πουτάνα’’ κι εγώ χαμογελάω. Σε παρατηρώ να τακτοποιείς τα ξύλα και να βάζεις την πρώτη φωτιά του χειμώνα. Η ώρα είναι επτά και εικοσιοκτώ και είναι νύχτα κι εγώ θα φύγω σε λίγο να συναντήσω εκείνη την κυρία που το όνομά της είναι Αϋπνία νομίζω. Κι εγώ θα της ρίχνω βογκητά από επαναλαμβανόμενους οργασμούς να θιχτεί, να ξινίσει τη μούρη της, να κοιτάξει στραβά και να φύγει για να κοιμηθεί λίγο το κορμάκι μου. Μερικές φορές βέβαια, είναι πιο ξετσίπωτη από ‘μένα και στέκεται εκεί, μπάστακας, και αν δε χωθώ κάτω από την μπεζ κουβέρτα μου δε φεύγει. Στοιχειώνει το δωμάτιο της εφημερίας και κυκλοφορεί ακόμα και ανάμεσα στις ίνες της κουρτίνας.
Το τζάκι άναψε. Οι πορτοκαλί πιτζάμες μου ταιριάζουν με τις καφέ παντόφλες μου και τις κόκκινες κάλτσες μου. Ο Προκόπης είναι ό,τι μου απόμεινε από ψαροσυντροφιά κι εσύ, καλέ μου, που μέσα στα μάτια σου καίγεται η πρώτη σπίθα που ανάβει τα ξύλα. Τη Δευτέρα θα πάω να σημαδέψω το δεξί μου γόνατο. Ξέρεις που; Εκεί στην άρθρωση από πίσω και προς τα έξω.
Από την Κυριακή το πρωί μέχρι σήμερα το πρωί έκλαιγα κάθε μέρα, μ’ ακούς; Ταξίδευα από την Θεσσαλονίκη στην Αθήνα και πάλι πίσω. Κι έκλαιγα. Και θα κλαίω τόσο ώσπου ν’ ακουστώ. Θα πετάγομαι από το ένα φύλλο της απέναντι λεύκας στο άλλο και θα τινάζομαι στον αέρα και θα πεθαίνω στο κενό. Θέλω να με ακούς. Να ρίχνω νεροψυθίρους στους λοβούς των αυτιών σου και να χύνομαι στον λαιμό σου. Τρίβω τα μάτια μου και κλαίω. Κι άλλο. Και θα λάμψω απόψε το βράδυ και θα φωτίσω τόσο πολύ τα όνειρά σου που θα ξυπνήσεις. Και θα με ψάχνεις. Και τότε, ίσως, ίσως με ακούσεις να σου λέω προστυχόλογα αλλά δε θα με αγγίζεις. Και τότε…
Παρασκευή 08/10/10 07.41
Φώτο: http://akaeya-lovely.deviantart.com/art/Dragonfly-66723541
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)