21.6.10



Ρούφηξα με καλαμάκι όλους τους ωκεανούς της Γης και τους έκανα σταγόνες βροχής. Μόλις τελειώσουν , θα πέσω να κοιμηθώ. Ξύπνα με ξανά με τα πρωτοβρόχια του Οκτώβρη. Και αν ξυπνήσω μες τον ύπνο μου, φρόντισε να αστράφτει. Και αν δε μπορώ να κοιμηθώ ξανά, νανούρισέ με με βροντές. Σβήσε το φως αγάπη μου. Γύρισέ μου την πλάτη σου και ακούμπα με στο στήθος. Ξεκινά η καλοκαιρινή μου νάρκη…


Δευτέρα 21/06/10 23.28
Φώτο: http://browse.deviantart.com/?q=storm&order=9&offset=24#/d8de0x

15.6.10


Χτες οδηγούσα σε έναν δρόμο ακαθόριστο, δίχως όρια, δίχως διαχωριστικές γραμμές στην άσφαλτο. Άνοιξα το παράθυρο στις δέκα η ώρα το βράδυ, έβαλα δυνατά μουσική και σ’ ένα φανάρι έστριψα τσιγάρο. Είχα μια τόσο μεγάλη λαχτάρα να οδηγήσω χωρίς συγκεκριμένη κατεύθυνση, που αν η λαχτάρα μου να σε δω ήταν έστω κι ένα χιλιοστό λιγότερη από αυτή που ένιωθα, θα ταξίδευα μέχρι τον επόμενο πλανήτη του ηλιακού μας συστήματος.
Ζω σε έναν κόσμο χρεοκοπημένο από αισθήματα, σε έναν κόσμο που επενδύει σε αγωνία. Κι εγώ αμέτοχη απλά νιώθω συμπόνια, βρίσκομαι σε έναν κόσμο παράλληλο και κοιτώ τον άλλο με κλεφτές ματιές πίσω από τα μαύρα γυαλιά που μου χάρισες πέρσι το καλοκαίρι ένα μεσημέρι που πηγαίναμε στη θάλασσα και είχα ξεχάσει τα δικά μου. Αλήθεια… που να είναι άραγε εκείνα τα δικά μου τα γυαλιά; Ούτε που τα έψαξα ξανά από τότε.
Σχεδιάζεις στο γραφείο οικοδομήματα κι εγώ κάθομαι στο μπαλκόνι και απολαμβάνω τον αέρα που δροσίζει με λύτρωση το σώμα μου. Χτες βράδυ ήρθα και κοιμήθηκα πλάι σου και σε χάιδευα και σου χαμογελούσα με φωνή, ψιθυρίζοντας σου ‘‘…είσαι μια γκριμάτσα κι ένας ήχος…’’ κι έτσι απαλά με πήρε ο ύπνος.
Έχει μια υπέροχη σιωπή γύρω που απαρτίζεται από ήχους. Μια μπάλα που χοροπηδάει στο απέναντι γήπεδο του μπάσκετ και κάτι φωνές. Ο μελωδός που παίζει μουσική με τον άνεμο και ταιριάζει με το σφύριγμά σου σε ρυθμό. Και ο αέρας καθώς κουνά τα φύλα από τις λεύκες. Και όλα μαζί μια υπέροχη σιωπηλή συμφωνία. Σαν εκείνες που κάνουμε τα βράδια πριν κοιμηθούμε. Συμφωνούμε σιωπηλά πως το επόμενο πρωί θα σ’ ερωτεύομαι περισσότερο από το προηγούμενο κι εσύ θα μ’ αγαπάς πιο βαθιά από χτες…

Φωτό: http://kleanthis.deviantart.com/gallery/#/d1wcqjx
Τρίτη 15/06/10 17.37

13.6.10

Είσαι μια γκριμάτσα κι ένας ήχος...

Φωτό:http://browse.deviantart.com/?q=music%20notes&order=9&offset=120#/d1q232m

10.6.10

Γένεσις



Γένεσις, έκδοση 3η
Στην αρχή ήταν το χάος. Μετά γεννήθηκα εγώ, μονάχος. Σ’ έναν κόσμο ραγισμένο μ' έναν κουρελιασμένο θεό που γύριζε από πόρτα σε πόρτα ζητιανεύοντας την ύπαρξη του. Υστέρα γίναμε ξαφνικά δυο. Φιληθήκαμε κι άρχισε να σκοτώνει ο ένας τον άλλο.
Τάσος Λειβαδίτης

Φωτό:http://sjm1010.deviantart.com/art/quot-adam-seeking-eve-quot-156541838

6.6.10

#)_(ΟΕ:)#)

Με σβηστά τα φώτα θα σου γράψω. Όπως τότε που σε περίμενα να έρθεις από την Αθήνα. Φοβόμουν να βγω στο φως μη και η λάμψη κάνει σκοτεινή τη στιγμή μου.
Άναψα κεριά και κάτι λαμπάκια που πήραμε από το Ναύπλιο μια Μεγάλη Παρασκευή. Πορτοκαλί και κόκκινα σκούρα. Μοιάζει με Φθινόπωρο και Άνοιξη. Τη δεύτερη Άνοιξη και το τρίτο Φθινόπωρο.
Ακούω νερά να πέφτουν στη μπανιέρα. Και βήματα στο ταβάνι του από κάτω μας και στο πάτωμα το δικό μας. Όχι το αντίστροφο, είμαι σίγουρη. Στο μπαλκόνι η μέλισσα που έφτιαχνε κυψέλη μας εγκατέλειψε επειδή δε της άρεσε το μέρος που τοποθετήσαμε το σπίτι της επειδή δε μας βόλευε. Κι εκείνη έφυγε. Αλλά εμείς μείναμε δυο χρόνια μετά να ακολουθούμε την αδιάκοπη ροή της ζωής μας και να μεγαλώνουμε μέσα σε αυτή και να αλλάζουμε μέρα με τη μέρα χρώματα, μια πορτοκαλί, μια κόκκινο, μια καφέ, μια πράσινο. Που και που κίτρινο. Και μερικές φορές βιολετί. Το μαύρο δε το υπολογίζω. Αδυνατίζει, λένε, μα ο Έρωτας είναι τόσο κομψός που δε χρειάζεται χρώματα να τον ‘‘ κόβουν’’. Κι εμείς, οι Εραστές του, κομψότεροι από όλα τα παχιά λόγια που απλά γεμίζουν με λίπος τις αρτηρίες του Έρωτα μέχρι εκείνος να πεθάνει, και πριν γίνουν τα σαράντα του οι Εραστές αρνήθηκαν, συμβιβάστηκαν, πέθαναν χωρίς να βρωμάνε γιατί ακόμα δε το ξέρουν πως έγιναν ζωντανά πτώματα που σαν τους βρικόλακες ζουν με φθόνο για τις ζωές των άλλων και απομυζούν το αίμα τους με μισαλλοδοξία και μιζέρια.
Σιωπή από το μπάνιο. Σε κοιτώ πίσω από τον τοίχο να στέκεσαι μπροστά στον καθρέφτη και να ξυρίζεσαι. Θυμάσαι τότε που γέμισα αφρούς ακόμα και στη μύτη επειδή ζήλευα τη στιγμή που μοιραζόσουν χωρίς εμένα; Έτσι έβαλα κάτω τη στιγμή και τη μοίρασα στα δυο. Κι εσύ γελούσες δυνατά κι εγώ δυνατότερα. Και να τώρα που στέκεσαι απέναντί μου με την πετσέτα γύρω από τη μέση σου να με κοιτάς κι εγώ να στέκομαι απέναντί σου φορώντας τη μπλούζα σου να σε κοιτώ. Τυχαία σε συνάντησα. Και να που τώρα φορώ τις μπλούζες σου…

Φωτό: http://toiabates.deviantart.com/gallery/#/d11ngjg
Κυριακή 06/06/10 22.32