5.3.11

Προχθές το βράδυ είδα ένα φριχτό όνειρο. Μια φωνή στο κεφάλι μου, έλεγε τα νέα του καιρού και ανακοίνωνε πως ο χειμώνας τελειώνει και δε θα βρέξει ξανά μέχρι τον επόμενο χειμώνα και αν. Σηκώθηκα έντρομη και ιδρωμένη, έβαλα το χέρι μου ανάμεσα στα πόδια μου για να δω αν υπάρχω και πόση υγρασία μου απομένει. Μάζεψα τον ιδρώτα μου σε ένα μικρό μπουκαλάκι από άρωμα προηγούμενης ζωής και τον φύλαξα εκεί για να θυμάμαι στην επόμενη τη μυρωδιά του προηγούμενου κορμιού μου.
Είναι νωρίς. Θα ήθελα να ξυπνήσω το κορμί σου που κοιμάται μα δε μπορώ να παίξω μαζί του οπότε σε αφήνω να με ονειρευτείς λίγο ακόμα και πριν ξυπνήσεις να μουρμουρίσεις δυο τρία Σ’ αγαπώ κι έπειτα μια καλημέρα. Κι εγώ θα χαμογελάσω όπως τώρα, όπως χτες όπως προχτές όπως πάντα όταν σε σκέφτομαι…
Προχτές προσπάθησα να περιγράψω μια στιγμή στη Λένα και δε τα κατάφερα. Ανακάλυψα πως οι λέξεις μου γίνονται μικρές κι έτσι χάνουν τα συστατικά τους και στην προσπάθειά μου να βρω καινούριες κάνω σαρδάμ και δημιουργώ καινούριες. Και η Λένα προσπαθούσε να καταλάβει. Και σιγά να μη. Ούτε ο Γιώργος πρέπει να κατάλαβε. Ίσως φταίει που είναι η τοπική διάλεκτος της προσωπικότητάς μου κι έτσι όπως και να έχει μένω εκτός της κατανόησής τους.
Ο οισοφάγος μου θέλει νικοτίνη και τα πόδια μου άπλωμα. Ο ένας πάει κόντρα στα άλλα και το ανάποδο. Οι οισοφάγος αρχίζει και τα ‘‘παίρνει’’ και τα πόδια γελούν χαιρέκακα. Βέβαια, θα νικήσει ο οισοφάγος στο τέλος όσο και αν βαριέμαι να σηκωθώ. Υπόδουλη των παθών και του πάθους μου πάντα έτσι συμβαίνει και χάνω τις τεμπέλικες στιγμές του καναπέ. Και σήμερα ένα παραπάνω που χτες κάπνισα τρία τσιγάρα όλα κι όλα. Και οι αποθήκες νικοτίνης ξέμειναν από αποθέματα και τώρα πρέπει να τις γεμίσω γιατί λένε, έρχεται κρύο.
Μη φανταστείς, δε θα κάτσω. Δε μου κάνεις και πολύ κέφι εδώ που τα λέμε, απλά είπα να περάσω να πω ένα γεια για να μη νομίζεις πως σε ξέχασα. Είναι η ανάγκη του τίποτα,η απόλαυση της απραξίας και η σιωπή του ανείπωτου που χωράει σε εισαγωγικά, σταματάει απότομα στις τελείες και όλα τα αποσιωπητικά φρενάρουν κι αυτά απότομα και πέφτουν το ένα πάνω στο άλλο δημιουργώντας καραμπόλα και τρακάρουν. Είναι πολύ νωρίς. Παπάρια. Πήγε κι όλας οκτώ και πενήντα δύο. Έλεγα να κοιμηθώ αλλά τώρα πια δε το βλέπω. Τα πόδια μου νικήθηκαν. Πάω για τσιγάρο –δε ξέρω που έβαλα τη βεβαίωση αποδοχών μου και την ψάχνω σαν τρελή αλλά δε σου το λέω γιατί θα φωνάζεις πάλι…-



Σάββατο 05/03/11 08.57